Ο Τζορτζ Μίτσελ επισκέφτηκε, για άλλη μια φορά, το Ισραήλ, τα παλαιστινιακά εδάφη, την Αίγυπτο και τη Συρία. Και επανέλαβε ότι η Ουάσιγκτον εννοεί τη δέσμευσή της όσον αφορά στην αναθέρμανση της ισραηλινο-παλαιστινιακής «ειρηνευτικής διαδικασίας» και στη γενικότερη «ειρήνευση» της περιοχής.
Ο Μίτσελ, σε όλες τις επαφές του, επανέλαβε τις γνωστές, πλέον, θέσεις της προεδρίας Ομπάμα. Αμεση επανέναρξη των ισραηλινο-παλαιστινιακών συνομιλιών στη βάση της λύσης των δύο κρατών και του παγώματος του εποικισμού, μια βάση, δηλαδή, που τίθεται, σε γενικές γραμμές, από τον «οδικό χάρτη», ο οποίος αξίζει να υπενθυμιστεί ότι έθετε στο περιθώριο τις σχετικές αποφάσεις του ΟΗΕ, επαναπροσδιορίζοντας το πλαίσιο επίλυσης του Παλαιστινιακού και θέτοντας υπό διαπραγμάτευση τα αυτονόητα.
Οι θέσεις αυτές της Ουάσιγκτον σε πρώτο επίπεδο γίνονται δεκτές από την αραβο-παλαιστινιακή πλευρά, αλλά όχι την ισραηλινή, καθώς η ακροδεξιά κυβέρνηση υπό τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου δε δείχνει διατεθειμένη να αποδεχτεί ζητήματα, στα οποία, έστω και για τα μάτια του κόσμου, είχαν συμφωνήσει οι προκάτοχοί της. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός έχει προαναγγείλει για σήμερα μια ομιλία παρουσίασης της τελικής του θέσης για την εξωτερική πολιτική, στην οποία αναμένεται να κάνει νύξη στη λύση των δύο κρατών, αλλά και να επιμείνει στη συνέχιση του εποικισμού. Ηδη, αμερικανικές διπλωματικές πηγές διέρρεαν ότι ο Λευκός Οίκος δεν «περιμένει πολλά» από την ομιλία Νετανιάχου, ασκώντας έτσι περαιτέρω πιέσεις στο Τελ Αβίβ.
Επί της ουσίας, το αμερικανικό «πακέτο προτάσεων» δεν καλύπτει ούτε την αραβο-παλαιστινιακή πλευρά. Πιο συγκεκριμένα, ο Ομπάμα φέρεται, γενικώς, να αποδέχεται ως «ικανοποιητικό» πλαίσιο διαπραγμάτευσης την αραβική πρωτοβουλία του 2002 (που προβλέπει εξομάλυνση των αραβο-ισραηλινών διπλωματικών σχέσεων εφόσον ο ισραηλινός στρατός αποχωρήσει από όλα τα κατεχόμενα αραβικά εδάφη - παλαιστινιακά, λιβανικά, συριακά).
Επιδιώκει, όμως, να υπάρξουν ορισμένες κινήσεις «καλής θέλησης» εκ μέρους των Αράβων. Οπως πιο σαφώς το έθεσε ο Μίτσελ στο Κάιρο, τέτοιες κινήσεις θα ήταν η επαναλειτουργία των εμπορικών γραφείων στο Τελ Αβίβ ορισμένων αραβικών χωρών, που δεν έχουν συμφωνία ειρήνης με το Ισραήλ, όπως είναι το Μαρόκο ή το Ομάν, ή και η άδεια χρήσης του αραβικού εναέριου χώρου από ισραηλινές εμπορικές πτήσεις.
Αν γίνει κάτι τέτοιο, σημαίνει απλώς ότι το Ισραήλ θα έχει, για άλλη μια φορά, κερδίσει κάτι, χωρίς να έχει υπαναχωρήσει από τίποτε. Προς το παρόν, η αραβική πλευρά φέρεται να απορρίπτει τις προτάσεις Μίτσελ, αν δεν προηγηθεί κάποιου είδους υποχώρηση εκ μέρους του Ισραήλ.
Παρ' όλα αυτά, η αμερικανική διπλωματία δείχνει αποφασισμένη να επιμείνει εντάσσοντας το Παλαιστινιακό στις γενικότερες εξελίξεις στην περιοχή. Η επίσκεψη Μίτσελ στη Συρία ενώ συνεχίζονται τα «ανοίγματα φιλίας» και προς την Τεχεράνη, ασχέτως του αποτελέσματος των εκεί προεδρικών εκλογών, αποτελεί απτή απόδειξη ότι ο Λευκός Οίκος θα επιδιώξει να αποκτήσει δίαυλο διαλόγου με τις δύο χώρες, που παλαιότερα έχουν συμπεριληφθεί στον κατάλογο των εχθρών των ΗΠΑ.
Τόσο η Συρία, αλλά, κυρίως, το Ιράν έχουν προσπαθήσει να αυτοπροβληθούν ως οι μοναδικές υπέρμαχες δυνάμεις των μαχητικών παλαιστινιακών οργανώσεων, ενισχύοντας, διά του τρόπου αυτού, και τον περιφερειακό τους ρόλο. Αν αυτός ο περιφερειακός ρόλος δεν παραγνωριστεί από την Ουάσιγκτον, πόσο μάλλον αν του αποδοθεί και σημασία, τότε ο Λευκός Οίκος έχει, ήδη, πετύχει σημαντική πρόοδο στα σχέδιά του να επανακάμψει ως ο απόλυτος κυρίαρχος «διαμεσολαβητής» και εγγυητής της ευαίσθητης ισορροπίας στην ευρύτερη περιοχή.
Παράλληλα με τις επαφές Μίτσελ και τις επίσημες δηλώσεις, σε εξέλιξη βρίσκεται και ένα άλλο έμμεσο επίπεδο διπλωματίας, με στόχο τις οργανώσεις εκείνες που αναδείχτηκαν, τα τελευταία χρόνια, ως δύναμη αντίστασης στο Ισραήλ και λειτούργησαν, έως ένα βαθμό, σαν εργαλεία ενίσχυσης της περιφερειακής επιρροής του Ιράν και της Συρίας: Τη «Χεζμπολάχ» και τη «Χαμάς». Με την πρώτη, φαίνεται ότι οι επαφές βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο, με τη βρετανική διπλωματία να έχει αναλάβει το καθήκον να καλλιεργήσει το έδαφος. Κατά πολλούς, η αναίμακτη και χωρίς εντάσεις αναγνώριση της εκλογικής ήττας της «Χεζμπολάχ» από τον ηγέτη της Σεΐκ Χασάν Νασράλαχ, στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές στο Λίβανο, είναι αποτέλεσμα επίτευξης «προόδου» στις επαφές αυτές, που, κατά πολλούς, εμπεριέχουν και έντονα στοιχεία παζαριού, με τη σιιτική οργάνωση να διεκδικεί μεγαλύτερη συμμετοχή στη λιβανική εξουσία, και όχι τη θέση της αντιπολίτευσης.
Οι σημαντικότερες, όμως, εξελίξεις έχουν σημειωθεί όσον αφορά στην παλαιστινιακή «Χαμάς». Η οργάνωση, αφού χαρακτήρισε «ενθαρρυντική» την ομιλία Ομπάμα από το Κάιρο και αφού είχε, ήδη, δηλώσει ότι «δεν αντιτίθεται στο ενδεχόμενο διαλόγου με τις ΗΠΑ», προχώρησε περαιτέρω, τονίζοντας ότι «δε θα φέρει εμπόδια στην ίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους στα όρια του '67».Η θέση αυτή είναι αναμφισβήτητα σημαντική στροφή, καθώς έρχεται σε αντίθεση με την, μέχρι πρότινος, άποψη περί απελευθέρωσης του εδάφους της ιστορικής Παλαιστίνης και καταστροφής του Ισραήλ. Μπορεί, φυσικά, η «Χαμάς» να μην αποκήρυξε τη θέση της αυτή δημόσια, ούτε να προχώρησε στην αναγνώριση του δικαιώματος ύπαρξης του Ισραήλ, όμως, στην περίπτωση, που, όντως, συναινέσει στην ίδρυση παλαιστινιακού κράτους στα όρια του '67, εμμέσως είναι σαν να το πράττει.
Στην «άμβλυνση» της στάσης της «Χαμάς» εκτιμάται ότι έπαιξε ρόλο, στο πλαίσιο πάντα της νέας τακτικής, και η εδώ και καιρό επικοινωνία του Αμερικανού πρώην Προέδρου Τζίμι Κάρτερ με τον ηγέτη της «Χαμάς», Κχάλεντ Μασχάαλ, στη Δαμασκό, όπου συναντήθηκαν και την Παρασκευή. Για μια ακόμη φορά, ο Κάρτερ υπογράμμισε την αναγκαιότητα συμπερίληψης της «Χαμάς» στον όποιο διάλογο. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο άνθρωπος ο οποίος από πολλούς θεωρείται ο υπόγειος και πραγματικός αρχιτέκτονας της συμφωνίας του Ντέιτον σχετικά με την πρώην Γιουγκοσλαβία, υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Είναι, όμως, η πρώτη φορά που ο Λευκός Οίκος δεν αντιδρά έντονα σε αυτές τις θέσεις, ούτε αποκλείει την προοπτική.
Αν κάποιος αναλογιστεί συνολικά το στόχο που έχει θέσει η προεδρία Ομπάμα διά της νέας τακτικής του «καρότου» στην ευρύτερη περιοχή του Κόλπου και της Μέσης Ανατολής, τότε γίνεται αντιληπτή η όξυνση των ισραηλινών ανησυχιών που εκφράζονται με ολοένα και σκληρότερη ρητορική. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός επιδιώκει να εδραιώσει την παρουσία και τα συμφέροντά του στην πολύτιμη γεωστρατηγικά και ενεργειακά περιοχή, απαλείφοντας τις συνέπειες των λανθασμένων τακτικών του παρελθόντος.Προκειμένου να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, είναι διατεθειμένος να συνομιλήσει με πρώην «εχθρούς», έτσι ώστε να τους ελέγξει, να αυτοπροωθηθεί σε αξιόπιστο συνομιλητή όλων ξεχωριστά των περιφερειακών δυνάμεων (συμπεριλαμβανομένων παλαιών και εν δυνάμει συμμάχων) και διά του «διαίρει και βασίλευε» να επανέλθει δυναμικά στη θέση του μοναδικού «διαμεσολαβητή» κυρίαρχου, εξοβελίζοντας τις επιδιώξεις άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που ερίζουν για μεγαλύτερη επιρροή, όπως, π.χ., η Ρωσία ή η Γαλλία.
Αυτό σημαίνει πιθανώς και ελαφρά αλλαγή των ισορροπιών στην ευρύτερη περιοχή, προοπτική που δεν ενθουσιάζει το Ισραήλ, το οποίο προφανώς νιώθει να απειλείται, έστω και σε επίπεδο εντυπώσεων, η μοναδικώς προνομιακή σχέση του με τις ΗΠΑ. Το πώς θα εξελιχθούν τα αμερικανικά σχέδια εξαρτάται, σαφώς, και από την ισραηλινή στάση, που, προς το παρόν, δεν είναι ιδιαίτερα «βοηθητική» για τη νέα τακτική Ομπάμα. Το μέχρι ποιου σημείου, τόσο στα «ανοίγματα διαλόγου» όσο και στην «κόντρα» με το Ισραήλ, είναι διατεθειμένη να φτάσει η προεδρία Ομπάμα για να φέρει σε πέρας τα σχέδια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, παραμένει επίσης ένα μεγάλο ερωτηματικό, που αναμένεται να απαντηθεί στις πλάτες των λαών της περιοχής, με πρώτο «άσο» τις εξελίξεις στο Παλαιστινιακό.