Στις προκηρύξεις που τύπωναν οι ξεσηκωμένοι εργάτες, ζητούσαν να διαλυθεί η συντακτική συνέλευση και να περάσουν τα μέλη της από δίκη, να πιαστούν τα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής, να απομακρυνθεί ο στρατός από το Παρίσι, να αναγνωριστεί στο λαό το δικαίωμα να καταρτίσει ο ίδιος το σύνταγμα, να διατηρηθούν τα εθνικά συνεργεία και να κατοχυρωθεί το δικαίωμα της εργασίας. «Αν αλυσοδέσουν το Παρίσι τότε θα υποδουλωθεί ολόκληρη η Ευρώπη», έγραφε μια προκήρυξη, τονίζοντας τη διεθνή σημασία που είχε η εξέγερση.
Τέσσερις μέρες, από τις 23 έως τις 26 Ιούνη, γίνονται λυσσασμένες οδομαχίες. Από το ένα μέρος πολεμούσαν 40-45 χιλιάδες εργάτες, και από το άλλο τα κυβερνητικά στρατεύματα, η κινητή φρουρά και σώματα της εθνοφρουράς, που η συνολική τους δύναμη έφτανε τις 250.000 άνδρες.
Το πιο στρατηγικό σημείο, στο οποίο στηριζόταν η εξέγερση ήταν το εργατικό προάστιο Σεντ Αντουάν, όπου είχαν στηθεί οδοφράγματα, που έφθαναν ως τον τέταρτο όροφο των σπιτιών, ενώ είχαν γίνει και άλλα οχυρωματικά έργα.
Το σχέδιο που κατέστρωσε ο πρώην αξιωματικός Κερσοζί για μια συντονισμένη επίθεση των επαναστατών κατά του δημαρχείου και των ανακτόρων, δεν κατορθώθηκε να εφαρμοστεί, γιατί προσέκρουσε σε οργανωτικές αδυναμίες.
Οι ξεσηκωμένοι δεν μπόρεσαν να συγκροτήσουν μια ενιαία κεντρική διοίκηση και έτσι τα σώματα είχαν μεταξύ τους μια χαλαρή σύνδεση.
Αν και οι εργάτες πολέμησαν ηρωικά, η προλεταριακή εξέγερση του Παρισιού συντρίφτηκε. Στη συνέχεια εξαπολύθηκε ένα όργιο τρομοκρατίας.
Οι νικητές σκότωσαν όλους τους τραυματίες επαναστάτες, συνέλαβαν πάνω από 25 χιλιάδες άτομα, άρχισαν τα στρατοδικεία, πάνω από τρεισήμισι χιλιάδες εξορίστηκαν, χωρίς δίκη, στις μακρινές αποικίες.
Η εξέγερση του Ιούνη του 1848 είχε πολύ μεγάλη ιστορική σημασία. Ο Κ. Μαρξ την ονόμασε «πρώτη μεγάλη μάχη ανάμεσα στις δύο τάξεις που χωρίζεται η σύγχρονη κοινωνία. Ηταν ένας αγώνας, για να διατηρηθεί ή να συντριβεί το αστικό σύστημα».
Στο έργο του «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 έως το 1850» ο Κ. Μαρξ σημείωνε ανάμεσα σε άλλα:
«Η 25 του Φλεβάρη 1848 παραχώρησε στη Γαλλία τη δημοκρατία, η 25 του Ιούνη της επέβαλε την επανάσταση. Και ύστερα από τον Ιούνη η επανάσταση σήμαινε: ανατροπή της αστικής κοινωνίας, ενώ πριν από το Φλεβάρη, σήμαινε: ανατροπή της μορφής του κράτους.
Ο αγώνας του Ιούνη καθοδηγήθηκε από τη δημοκρατική ομάδα της αστικής τάξης. Με τη νίκη, η πολιτική εξουσία έπεσε αναγκαστικά στα χέρια της. Η κατάσταση πολιορκίας έριξε δίχως αντίσταση το δεμένο χειροπόδαρα Παρίσι στα πόδια της, ενώ στις επαρχίες επικρατούσε μια ηθική κατάσταση πολιορκίας, η απειλητική, κτηνώδης υπεροψία της νίκης των αστών και ο αχαλίνωτος φανατισμός των χωρικών για την ιδιοκτησία.
Από τα κάτω, λοιπόν, δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος!
Μαζί με την επαναστατική δύναμη των εργατών τσακίστηκε και η πολιτική επιρροή των ρεπουμπλικάνων δημοκρατών, δηλαδή των μικροαστών δημοκρατών που αντιπροσωπεύονταν στην εκτελεστική επιτροπή από τον Λεντρί-Ρολέν, στη συντακτική εθνοσυνέλευση από το κόμμα των ορεινών1 και στον Τύπο από τη Ρεφόρμ2.
Στις 16 του Απρίλη είχαν συνωμοτήσει μαζί με τους αστούς δημοκράτες ενάντια στο προλεταριάτο, στις μέρες του Ιούνη είχαν πολεμήσει ενάντιά του μαζί με τους ίδιους.
Ετσι, μόνοι τους ανατίναξαν τη βάση πάνω στην οποία υψωνόταν το κόμμα τους σα δύναμη, γιατί η μικροαστική τάξη μπορεί τόσον καιρό μονάχα να κρατήσει μια επαναστατική στάση απέναντι στην αστική τάξη, όσο στέκεται πίσω της το προλεταριάτο.
Τους δώσανε τα παπούτσια στο χέρι. Η ψευτοσυμμαχία που κλείστηκε μ' αυτούς, απρόθυμα και υστερόβουλα την εποχή της προσωρινής κυβέρνησης και της εκτελεστικής επιτροπής καταγγέλθηκε ανοιχτά από τους αστούς δημοκράτες. Περιφρονημένοι και παραπεταμένοι σαν σύμμαχοι, ξεπέσανε στο δευτερεύοντα ρόλο των σωματοφυλάκων των τρίχρωμων δημοκρατών, από τους οποίους δεν μπορούσαν ν' αποσπάσουν καμιά παραχώρηση, που ήταν όμως υποχρεωμένοι να υποστηρίζουν την κυριαρχία των τρίχρωμων κάθε φορά που οι αντιδημοκρατικές αστικές ομάδες φαινόταν ότι διαμφισβητούσαν αυτή την κυριαρχία και μαζί της τη δημοκρατία.
(Τα αποσπάσματα έχουν παρθεί από την έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής» «Οι ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850»).
____________________________
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ορεινοί ονομάζονταν, στην περίοδο της επανάστασης του 1848, οι αντιπρόσωποι των μικροαστών δημοκρατών στη συντακτική συνέλευση και στη νομοθετική συνέλευση. Η ονομασία είναι παρμένη από την εποχή της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, όπου την αριστερή πτέρυγα της συμβατικής την ονόμαζαν «όρος», γιατί οι αριστεροί αυτοί βουλευτές, στις συνεδριάσεις της συμβατικής, κάθονταν στο βάθος, στις ψηλότερες έδρες. «Το κόμμα των ορεινών, το 1848, αντιπροσώπευε αντίθετα μια μάζα που ταλαντευόταν ανάμεσα στην αστική τάξη και στο προλεταριάτο» (Μαρξ). Οι ορεινοί αυτοί δεν ήταν παρά μια αξιοθρήνητη παρωδία του «όρους» (σημ. τ. μετ.).
2. Reforme (Ρεφόρμ): Οργανο του κόμματος των ορεινών στα 1848 (σημ. τ. μετ).
Ας ανακεφαλαιώσουμε στις γενικές τους γραμμές, τις φάσεις που πέρασε η Γαλλική Επανάσταση από τις 24 του Φλεβάρη 1848 ως το Δεκέμβρη του 1851.
Ξεχωρίζουν ολοφάνερα τρεις κύριες περίοδοι: η περίοδος του Φλεβάρη. Η περίοδος της συγκρότησης της δημοκρατίας ή της συνταχτικής εθνοσυνέλευσης, από τις 4 του Μάη 1848 ως τις 29 του Μάη 1849. Η περίοδος της συνταγματικής δημοκρατίας ή της νομοθετικής εθνοσυνέλευσης, από τις 29 του Μάη 1849 ως τις 2 του Δεκέμβρη 1851.
Η πρώτη περίοδος, από τις 24 του Φλεβάρη, ή από την ανατροπή του Λουδοβίκου Φιλίππου ως τις 4 του Μάη 1848, τη μέρα της σύγκλησης της συνταχτικής συνέλευσης, που αποτελεί την καθ' αυτό περίοδο του Φλεβάρη, μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ο πρόλογος της επανάστασης. Ο χαρακτήρας της εκδηλώθηκε επίσημα με το γεγονός ότι η κυβέρνηση που αυτοσχεδίασε αυτή η περίοδος, αυτοανακηρύσσεται η ίδια προσωρινή και, όπως η κυβέρνηση, το ίδιο και καθετί που παρακινήθηκε, που επιχειρήθηκε και που εκδηλώθηκε σ' αυτή την περίοδο, χαρακτηρίστηκε μόνο του σαν προσωρινό. Κανένας και τίποτε δεν τόλμησε να διεκδικήσει για τον εαυτό του το δικαίωμα της μόνιμης ύπαρξης και της πραγματικής δράσης. Ολα τα στοιχεία που είχαν προπαρασκευάσει ή καθορίσει την επανάσταση, η δυναστική αντιπολίτευση, η δημοκρατική αστική τάξη, η δημοκρατική - ρεπουμπλικάνικη μικροαστική τάξη και η σοσιαλδημοκρατική εργατιά, βρήκανε προσωρινά τη θέση τους στην κυβέρνηση του Φλεβάρη.
Η εθνοσυνέλευση που συνήλθε στις 4 του Μάη 1848 και που βγήκε από εθνικές εκλογές, αντιπροσώπευε το έθνος. Ηταν μια ζωντανή διαμαρτυρία ενάντια στις αξιώσεις των ημερών του Φλεβάρη και έμελλε να επαναφέρει τα αποτελέσματα της επανάστασης στα αστικά πλαίσια. Μάταια το παρισινό προλεταριάτο, που κατάλαβε αμέσως το χαρακτήρα αυτής της εθνοσυνέλευσης προσπάθησε στις 15 του Μάη, λίγες μέρες ύστερα από τη σύγκλησή της, ν' αρνηθεί βίαια την ύπαρξή της, να τη διαλύσει, να σκορπίσει ξανά στα συστατικά της μέρη την οργανική μορφή που μ' αυτή το αντιδραστικό πνεύμα του έθνους απειλούσε το προλεταριάτο.
Οπως είναι γνωστό, η 15 του Μάη δεν είχε άλλο αποτέλεσμα παρά ν' απομακρύνει τον Μπλανκί και τους οπαδούς του, δηλαδή τους πραγματικούς αρχηγούς του προλεταριακού κόμματος, από την πολιτική σκηνή για ολόκληρη τη διάρκεια του κύκλου που εξετάζουμε.
Στις μέρες του Ιούνη όλες οι τάξεις και όλα τα κόμματα ενώθηκαν στο κόμμα της τάξεως ενάντια στην προλεταριακή τάξη, που τη θεωρούσαν το κόμμα της αναρχίας, του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού. Είχαν «σώσει» την κοινωνία από «τους εχθρούς της κοινωνίας». Είχαν διαδώσει στα στρατεύματά τους τα συνθήματα της παλιάς κοινωνίας - «ιδιοκτησία, οικογένεια, θρησκεία, τάξις» - και ενθάρρυναν την αντεπαναστατική σταυροφορία με τα λόγια: «Κάτω απ' αυτό το έμβλημα, θα νικήσεις!» Απ' αυτή τη στιγμή, κάθε φορά που ένα από τα πολυάριθμα κόμματα, που είχαν συσπειρωθεί κάτω από το έμβλημα αυτό ενάντια στους εξεγερμένους του Ιούνη, προσπαθεί να διατηρήσει το επαναστατικό πεδίο μάχης για τα δικά του ταξικά συμφέροντα, υποκύπτει μπροστά σ' αυτή την κραυγή: «ιδιοκτησία, οικογένεια, θρησκεία, τάξις». Η κοινωνία σώζεται κάθε φορά που ο κύκλος των κυριάρχων της στενεύει, όταν ένα αποκλειστικότερο συμφέρον επικρατεί μπροστά στο πλατύτερο. Κάθε διεκδίκηση και της πιο απλής αστικής οικονομικής μεταρρύθμισης, του πιο συνηθισμένου φιλελευθερισμού, του πιο τυπικού ρεπουμπλικανισμού, της πιο ρηχής δημοκρατίας, τιμωρείται ταυτόχρονα σαν «απόπειρα κατά της κοινωνίας» και στιγματίζεται σαν «σοσιαλισμός». Τελικά και οι αρχιερείς της «θρησκείας και της τάξεως» πετιούνται κι αυτοί με τις κλοτσιές από τους τρίποδές τους της Πυθίας, αρπάζονται στο σκοτάδι της νύχτας από τα κρεβάτια τους, χώνονται μέσα σε κλούβες, πετιούνται στα μπουντρούμια ή στέλνονται στην εξορία, ο ναός τους ισοπεδώνεται, το στόμα τους βουλώνεται, η πένα τους τσακίζεται, ο νόμος τους ξεσκίζεται στο όνομα της θρησκείας, της ιδιοκτησίας, της οικογένειας, της τάξεως. Αστοί φανατικοί οπαδοί της τάξεως πυροβολούνται στους εξώστες τους από μεθυσμένα μπουλούκια φαντάρων, βεβηλώνεται η ιερότητα της οικογένειάς τους, βομβαρδίζονται τα σπίτια τους για διασκέδαση - στο όνομα της ιδιοκτησίας, της οικογένειας, της θρησκείας και της τάξεως. Τελικά τα αποβράσματα της αστικής κοινωνίας σχηματίζουν την ιερή φάλαγγα της τάξεως και ο ήρωας Κραπουλίνσκι1 μπαίνει στον Κεραμεικό σαν «σωτήρας της κοινωνίας».
Η αποκλειστική κυριαρχία των αστών δημοκρατών κράτησε μόνον από τις 24 του Ιούνη ως τις 10 του Δεκέμβρη 1848. Συνοψίζεται στη σύνταξη ενός δημοκρατικού συντάγματος και στην κήρυξη του Παρισιού σε κατάσταση πολιορκίας.
Το νέο σύνταγμα στη βάση του δεν ήταν παρά η εκδημοκρατισμένη έκδοση του συνταγματικού χάρτη του 1830. Το υψηλό εκλογικό τίμημα της μοναρχίας του Ιούλη που απέκλειε ακόμα και μια μεγάλη μερίδα της αστικής τάξης από την πολιτική εξουσία, ήταν ασυμβίβαστο με την ύπαρξη της αστικής δημοκρατίας. Στη θέση αυτού του εκλογικού τιμήματος, η επανάσταση του Φλεβάρη είχε αμέσως προκηρύξει το άμεσο γενικό εκλογικό δικαίωμα. Οι αστοί δημοκράτες δεν μπορούσαν ν' ανακηρύξουν ως μη γενόμενο αυτό το γεγονός. Υποχρεώθηκαν ν' αρκεστούν να προσθέσουν την περιοριστική διάταξη μιας εξάμηνης διαμονής στον τόπο της εκλογής. Η παλιά διοικητική, δημοτική, δικαστική, στρατιωτική κλπ. οργάνωση διατηρήθηκε ανέπαφη ή, όπου το σύνταγμα την τροποποίησε, η τροποποίηση αυτή αφορούσε τον πίνακα των περιεχομένων και όχι το περιεχόμενο, το όνομα και όχι το πράγμα.
Το αναπόφευγο γενικό επιτελείο των ελευθεριών του 1848 - προσωπική ελευθερία, ελευθερία του Τύπου, του λόγου, της οργάνωσης, της συγκέντρωσης, της εκπαίδευσης, της θρησκείας κλπ. - περιβλήθηκε με μια συνταγματική στολή που το έκανε άτρωτο. Δηλαδή, καθεμιά απ' αυτές τις ελευθερίες ανακηρύσσεται σαν απόλυτο δικαίωμα του Γάλλου πολίτη, αλλά με τη σημείωση στο περιθώριο ότι είναι απεριόριστη μόνον ως εκεί που δεν περιορίζεται από τα «ίσα δικαιώματα των άλλων και από τη δημόσια ασφάλεια» ή από «νόμους» που έχουν για σκοπό να εξασφαλίσουν ακριβώς αυτή την αρμονία των ατομικών ελευθεριών μεταξύ τους και με τη δημόσια ασφάλεια. Λ.χ.: «Οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να συνεταιρίζονται, να συγκεντρώνονται φιλήσυχα και δίχως όπλα, να αναφέρονται στις αρχές και να εκφράζουν πάντοτε τις γνώμες τους με τον Τύπο ή με κάθε άλλο μέσο. Η απόλαυση αυτών των δικαιωμάτων δεν έχει άλλους περιορισμούς παρά τα ίσα δικαιώματα των άλλων και τη δημόσια ασφάλεια». (Κεφ. II του γαλλικού συντάγματος, άρθρο 8). «Η εκπαίδευση είναι ελεύθερη. Η ελευθερία της εκπαίδευσης πρέπει να απολαμβάνεται μέσα στα όρια που έχουν καθοριστεί από το νόμο και κάτω από την ανώτερη επίβλεψη του κράτους», (στο ίδιο άρθρο 9). «Η κατοικία κάθε πολίτη είναι απαραβίαστη εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος» (Κεφ. II, άρθρο 3) κλπ., κλπ. Γι' αυτό, το σύνταγμα παραπέμπει συνεχώς σε μελλοντικούς οργανικούς νόμους, που θα ερμηνεύουν αυτές τις σημειώσεις στο περιθώριο και θα ρυθμίζουν την απόλαυση αυτών των απεριόριστων ελευθεριών, έτσι που να μη συγκρούονται ούτε αναμεταξύ τους, ούτε με τη δημόσια ασφάλεια. Και αργότερα αυτοί οι οργανικοί νόμοι εκδόθηκαν από τους φίλους της τάξεως και όλες αυτές οι ελευθερίες ρυθμίστηκαν έτσι που η αστική τάξη να τις απολαμβάνει δίχως να σκοντάφτει στα ίσα δικαιώματα των άλλων τάξεων της κοινωνίας. Παντού όπου απαγόρευαν ολότελα στους άλλους αυτές τις ελευθερίες ή που επέτρεπαν την απόλαυσή τους με τέτοιους όρους που αποτελούν άλλες τόσες αστυνομικές παγίδες, αυτό γινόταν πάντοτε μονάχα για το συμφέρον της «δημόσιας ασφάλειας», δηλαδή για την ασφάλεια της αστικής τάξης, όπως ορίζει το σύνταγμα. Γι' αυτό κατοπινά και τα δύο μέρη επικαλούνταν με όλο τους το δίκιο το σύνταγμα, τόσο οι φίλοι της τάξεως που καταργούσανε όλες αυτές τις ελευθερίες, όσο και οι δημοκράτες που διεκδικούσαν όλες τις ελευθερίες. Γιατί το κάθε άρθρο του συντάγματος περιέχει την ίδια του την αντίθεση, τη δική του άνω και κάτω βουλή, δηλαδή στη γενική φράση την ελευθερία και στη σημείωση του περιθωρίου την κατάργηση της ελευθερίας. Οσον καιρό, λοιπόν, ήταν σεβαστή η λέξη ελευθερία και εμποδιζόταν μόνον η πραγματική εξάσκησή της, εννοείται με νόμιμο τρόπο, έμενε η συνταγματική ύπαρξη της ελευθερίας ανέπαφη και απαραβίαστη κι ας θανατώνανε πραγματικά τη συγκεκριμένη της ύπαρξη.
Το σύνταγμα αυτό που με τόσο έξυπνο τρόπο το είχαν κάνει απαραβίαστο, ήταν ωστόσο σαν τον Αχιλλέα τρωτό σ' ένα σημείο, όχι όμως στη φτέρνα, μα στο κεφάλι ή καλύτερα στα δύο κεφάλια στα οποία κατέληγε: στη νομοθετική συνέλευση από τη μια μεριά, στον πρόεδρο από την άλλη. Αν ξεφυλλίσουμε το σύνταγμα, θα βρούμε ότι μόνο τα άρθρα όπου καθορίζεται η σχέση του προέδρου με τη νομοθετική συνέλευση είναι απόλυτα θετικά, δίχως αντιφάσεις, δίχως δυνατότητες παρερμηνείας. Γιατί εδώ το ζήτημα ήταν να εξασφαλιστούν οι ίδιοι οι αστοί δημοκράτες. Τα άρθρα 45-70 του συντάγματος έχουν συνταχθεί έτσι που να μπορεί η εθνοσυνέλευση να παραμερίζει με συνταγματικό τρόπο τον πρόεδρο, ο πρόεδρος όμως να μην μπορεί να παραμερίζει την εθνοσυνέλευση παρά μονάχα με αντισυνταγματικό τρόπο, καταργώντας δηλαδή το ίδιο το σύνταγμα. Ετσι εδώ το ίδιο το σύνταγμα προκαλεί τη βίαιη κατάργησή του. Δεν καθιερώνει μονάχα το χωρισμό των εξουσιών όπως το έκανε ο Χάρτης του 1830, μα τον πλαταίνει ως την ανυπόφορη αντίφαση. Το παιχνίδι των συνταγματικών εξουσιών, όπως ονόμασε ο Γκιζό τους κοινοβουλευτικούς καυγάδες ανάμεσα στη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, παίζει στο σύνταγμα του 1848 ακατάπαυτα va banque1. Από τη μια υπάρχουν 750 αντιπρόσωποι του λαού, που έχουν εκλεγεί με καθολική ψηφοφορία και είναι επανεκλέξιμοι και που αποτελούν μιαν ανεξέλεγκτη, αδιάλυτη, αδιαίρετη εθνοσυνέλευση, μιαν εθνοσυνέλευση, που έχει παντοδύναμη νομοθετική εξουσία, που αποφασίζει τελικά για πόλεμο, ειρήνη και εμπορικές συμβάσεις, που αυτή μόνον έχει το δικαίωμα της αμνηστίας και που με τη μονιμότητά της βρίσκεται αδιάκοπα στο προσκήνιο. Από την άλλη, υπάρχει ο πρόεδρος με όλες τις χαρακτηριστικές ιδιότητες της βασιλικής εξουσίας, με την αρμοδιότητα να διορίζει και να παύει τους υπουργούς του ανεξάρτητα από την εθνοσυνέλευση, με όλα τα μέσα της εκτελεστικής εξουσίας στα χέρια του, που έχει το δικαίωμα να διορίζει σε όλες τις θέσεις και ορίζει έτσι στη Γαλλία τουλάχιστο πάνω από ενάμισι εκατομμύριο υπάρξεις, γιατί τόσες εξαρτώνται από τους 500.000 υπαλλήλους και αξιωματικούς όλων των βαθμών. Εχει μαζί του όλες τις ένοπλες δυνάμεις. Εχει το προνόμιο να δίνει χάρη σε μεμονωμένους εγκληματίες, να βάζει σε διαθεσιμότητα τους εθνοφύλακες, να παύει, σε συμφωνία με το συμβούλιο επικρατείας, τα γενικά, τα επαρχιακά και τα δημοτικά συμβούλια που εκλέγονται από τους ίδιους τους πολίτες. Εχει την πρωτοβουλία και την καθοδήγηση σε όλες τις συμφωνίες με το εξωτερικό. Ενώ η συνέλευση παραμένει συνεχώς πάνω στη σκηνή και είναι εκτεθειμένη στην καθημερινή κοινή κριτική, ο πρόεδρος κάνει μια κρυφή ζωή στα Ηλύσια Πεδία, έχοντας μπροστά στα μάτια του και μέσα στην καρδιά του το άρθρο 45 του συντάγματος, που του φωνάζει κάθε μέρα: «frere il faut mourir!»2. Η εξουσία σου λήγει τη δεύτερη Κυριακή του όμορφου Μάη, στον τέταρτο χρόνο της εκλογής σου. Πάνε τότε πια τα μεγαλεία, το κομμάτι αυτό δεν παίζεται για δεύτερη φορά και αν έχεις χρέη κοίταξε να τα πληρώσεις έγκαιρα με τις 600.000 φράγκα που σου επιχορηγεί το σύνταγμα, εκτός αν προτιμάς να τραβήξεις τη δεύτερη Δευτέρα του όμορφου Μάη για το Κλισύ! Ετσι, αν το σύνταγμα παραχωρεί στον πρόεδρο την πραγματική εξουσία, προσπαθεί να εξασφαλίσει στην εθνοσυνέλευση την ηθική εξουσία. Αλλά εκτός που είναι αδύνατο να δημιουργηθεί μια ηθική εξουσία με άρθρα νόμων, το σύνταγμα αναιρεί στο ζήτημα αυτό άλλη μια φορά τον ίδιο τον εαυτό του, ορίζοντας ότι ο πρόεδρος εκλέγεται από όλους τους Γάλλους με άμεση ψηφοφορία. Και ενώ οι ψήφοι της Γαλλίας διαμοιράζονται στα 750 μέλη της εθνοσυνέλευσης, αντίθετα συγκεντρώνονται εδώ σ' ένα μόνον άτομο. Και ενώ κάθε χωριστός αντιπρόσωπος του λαού αντιπροσωπεύει μόνο τούτο ή εκείνο το κόμμα, τούτη ή εκείνη την πόλη, τούτο ή εκείνο το προγεφύρωμα ή ακόμα την απλή ανάγκη να εκλεγεί οπωσδήποτε ένας από τους 750 βουλευτές, χωρίς να πολυπροσέχει κανένας ούτε τις ίδιες τις εκλογές, ούτε και τον υποψήφιο, ο πρόεδρος είναι ο εκλεκτός του έθνους και η πράξη της εκλογής του είναι το μεγάλο ατού, που το παίζει ο κυρίαρχος λαός μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια. Η εκλεγμένη εθνοσυνέλευση βρίσκεται σε μεταφυσική σχέση ενώ ο εκλεγμένος πρόεδρος βρίσκεται σε προσωπική σχέση με το έθνος. Η εθνοσυνέλευση εκφράζει βέβαια με τους χωριστούς αντιπροσώπους της τις ποικίλες πλευρές του εθνικού πνεύματος, μα στον πρόεδρο ενσαρκώνεται αυτό το ίδιο το εθνικό πνεύμα. Απέναντι στην εθνοσυνέλευση ο πρόεδρος κατέχει ένα είδος θείο δικαίωμα, υπάρχει ελέω θεού.
Η Θέτις, η θεά της θάλασσας, είχε προφητεύσει στον Αχιλλέα πως θα πεθάνει στο άνθος της νεότητάς του. Το σύνταγμα, που είχε κι αυτό σαν τον Αχιλλέα το τρωτό του σημείο, είχε επίσης σαν τον Αχιλλέα την προαίσθηση πως θα πέθαινε από πρόωρο θάνατο. Ηταν αρκετό για τους συνταγματικούς πούρους δημοκράτες να ρίξουν μια ματιά από τα μεσούρανα της ιδανικής τους δημοκρατίας στο βέβηλο κόσμο, για να δουν ότι η υπεροψία των βασιλικών, των βοναπαρτικών, των δημοκρατών, των κομμουνιστών, αύξαινε κάθε μέρα μαζί με τη δική τους ανυποληψία όσο πλησίαζαν στην ολοκλήρωση του μεγάλου τους νομοθετικού αριστουργήματος, δίχως να χρειαστεί γι' αυτό να βγει από τη θάλασσα η Θέτις και να τους πει το μυστικό. Προσπαθούσαν να ξεγελάσουν το πεπρωμένο με μια συνταγματική πανουργία, χρησιμοποιώντας το άρθρο 111 του συντάγματος, που σύμφωνα μ' αυτό κάθε πρόταση για αναθεώρηση του συντάγματος δεν μπορούσε να ψηφιστεί παρά από μια πλειοψηφία τουλάχιστο τριών τετάρτων - σε τρεις διαδοχικές συζητήσεις, που θα πρέπει να χωρίζονται η μια από την άλλη με το χρονικό διάστημα ενός μήνα κι αυτό πάλι με την προϋπόθεση πως τουλάχιστο 500 μέλη της εθνοσυνέλευσης θα παίρνανε μέρος στην ψηφοφορία. Ετσι κάνανε μονάχα μιαν ανίσχυρη απόπειρα να εξασκήσουν σαν κοινοβουλευτική μειοψηφία - γιατί βλέπανε προφητικά τον εαυτό τους από τώρα κιόλας σαν μειοψηφία - μια εξουσία που, τη στιγμή που διαθέτανε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και όλα τα μέσα της κυβερνητικής δύναμης, ξέφευγε μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ από τ' αδύναμα χέρια τους.
Τέλος, το σύνταγμα σ' ένα μελοδραματικό άρθρο εμπιστεύεται τον εαυτό του «στην επαγρύπνηση και στον πατριωτισμό ολόκληρου του γαλλικού λαού και του κάθε Γάλλου χωριστά», αφού προηγούμενα, σε ένα άλλο άρθρο, είχε εμπιστευτεί τους «άγρυπνους» και τους «πατριώτες» στην τρυφερή και ποινική μέριμνα του ανώτατου δικαστηρίου, της «haute cour», που επινοήθηκε απ' αυτό το σύνταγμα.
Αυτό ήταν το σύνταγμα του 1848, που στις 2 του Δεκέμβρη 1851 ανατράπηκε όχι από ένα κεφάλι, αλλά από το άγγιγμα και μόνον ενός καπέλου. Το καπέλο αυτό είναι αλήθεια πως ήτανε το τρίκοχο ναπολεόντειο καπέλο.
Ενώ οι αστοί δημοκράτες ασχολούνταν στη συνέλευση με το να ψιλολογούν, να συζητούν και να ψηφίζουν αυτό το σύνταγμα, έξω από τη συνέλευση ο Καβαινιάκ διατηρούσε το Παρίσι σε κατάσταση πολιορκίας. Η κατάσταση πολιορκίας του Παρισιού ήταν η μαμή της συνταχτικής συνέλευσης όταν κοιλοπονούσε τα δημοκρατικά δημιουργήματά της. Αν το σύνταγμα εξαφανίστηκε αργότερα από τον κόσμο με τις ξιφολόγχες, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι χρειάστηκε να το προστατεύσουν το ίδιο, όταν βρισκόταν ακόμα στην κοιλιά της μάνας του, με ξιφολόγχες και μάλιστα με ξιφολόγχες που ήταν στραμμένες ενάντια στο λαό και ότι χρειάστηκαν ξιφολόγχες για να το φέρουν στον κόσμο. Οι πρόδρομοι των «καθώς πρέπει δημοκρατών» είχαν περιφέρει το σύμβολό τους, την τρίχρωμη σημαία, σ' όλη την Ευρώπη. Οι «καθώς πρέπει δημοκράτες» με τη σειρά τους έκαναν επίσης μιαν εφεύρεση, που βρήκε μονάχη της το δρόμο για να διαδοθεί σ' όλη την ήπειρο μα που ξαναγυρνούσε στη Γαλλία με ολοένα ξανανιωμένη αγάπη, ώσπου τώρα πολιτογραφήθηκε μόνιμα στους μισούς νομούς της - την κατάσταση πολιορκίας. Ηταν μια λαμπρή εφεύρεση, που χρησιμοποιήθηκε περιοδικά σε κάθε κατοπινή κρίση στην πορεία της γαλλικής επανάστασης. Μα ο στρατώνας και ο καταυλισμός, που τους φορτώνανε κατά περιόδους απάνω στο κεφάλι της γαλλικής κοινωνίας για να της ζουλήξουν το μυαλό και να την κάνουν να κάτσει φρόνιμα, το σπαθί και το μουσκέτο που σ' αυτά αναθέτανε, κατά περιόδους, να δικάζουν και να διοικούν, να κηδεμονεύουν και να λογοκρίνουν, να εκτελούν αστυνομικά καθήκοντα και να παίζουν το ρόλο του νυχτοφύλακα, το μουστάκι και η στρατιωτική στολή που τα διαλαλούσαν περιοδικά σαν ανώτατη σοφία και σαν πρύτανη της κοινωνίας - μήπως δε θα 'πρεπε τελικά ο στρατώνας και ο καταυλισμός, το σπαθί και το μουσκέτο, το μουστάκι και η στρατιωτική στολή να σκεφθούν να λυτρώσουν μια για πάντα την κοινωνία ανακηρύσσοντας το δικό τους καθεστώς σαν το ανώτατο καθεστώς και ν' απαλλάξουν ολότελα την αστική κοινωνία από την έγνοια να κυβερνάει τον ίδιο τον εαυτό της; Ο στρατώνας και ο καταυλισμός, το σπαθί και το μουσκέτο, το μουστάκι και η στρατιωτική στολή έπρεπε ακόμα περισσότερο να φτάσουν σ' αυτή τη σκέψη, γιατί τότε θα μπορούσαν να περιμένουν πιο καλή πληρωμή γι' αυτή την πιο μεγάλη τους εκδούλευση, ενώ με τις απλές περιοδικές καταστάσεις πολιορκίας και με τις πρόσκαιρες διασώσεις της κοινωνίας κατά διαταγή της μιας ή της άλλης ομάδας της αστικής τάξης, εκτός από μερικούς νεκρούς και τραυματίες και μερικούς φιλικούς αστικούς μορφασμούς, τα κέρδη ήταν πολύ πενιχρά. Μήπως ο στρατός δε θα έπρεπε να παίξει επιτέλους κι αυτός μια φορά το παιχνίδι της κατάστασης πολιορκίας για το δικό του το συμφέρον και για δικό του λογαριασμό και να πολιορκήσει ταυτόχρονα τα αστικά χρηματοφυλάκια; Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε, ας το πούμε ανάμεσα στ' άλλα, ότι ο συνταγματάρχης Μπερνάρ, ο ίδιος ο πρόεδρος της στρατιωτικής επιτροπής, που κάτω απ' τις διαταγές του Καβαινιάκ βοήθησε για να εξοριστούν χωρίς δίκη 15.000 στασιαστές, εκείνη τη στιγμή κινιόταν πάλι επικεφαλής της στρατιωτικής επιτροπής που δρούσε στο Παρίσι.
Αν με την κατάσταση πολιορκίας του Παρισιού οι καθώς πρέπει, οι πούροι δημοκράτες είχαν δημιουργήσει το φυτώριο όπου θα βλάσταιναν οι πραιτοριανοί3 της 2 του Δεκέμβρη 1851, από την άλλη μεριά αξίζουν τον έπαινο γιατί, αντί να διεγείρουν το εθνικό αίσθημα, όπως γινότανε τον καιρό του Λουδοβίκου Φιλίππου, τώρα που εξουσιάζουν την εθνική δύναμη, έρπουν μπροστά στο εξωτερικό και αντί να ελευθερώσουν την Ιταλία, άφησαν τους αυστριακούς και τους ναπολιτάνους να την ξανακαταχτήσουν. Η εκλογή του Λουδοβίκου Βοναπάρτη στο προεδρικό αξίωμα, στις 10 του Δεκέμβρη 1848 έβαλε τέλος στη δικτατορία του Καβαινιάκ και στη συνταχτική συνέλευση.
Το άρθρο 44 του συντάγματος ορίζει: «Ο πρόεδρος της γαλλικής δημοκρατίας δεν πρέπει ποτέ να έχει χάσει την ιδιότητα του Γάλλου πολίτη». Ο πρώτος πρόεδρος της γαλλικής δημοκρατίας, ο Λ. Ν. Βοναπάρτης, όχι μόνο είχε χάσει την ιδιότητα του Γάλλου πολίτη, όχι μόνον είχε χρηματίσει Αγγλος ειδικός αστυνομικός υπάλληλος, μα είχε ακόμα πολιτογραφηθεί και Ελβετός υπήκοος (...). Η περίοδος από τις 20 του Δεκέμβρη του 1848 ως τη διάλυση της συνταχτικής, το Μάη του 1849, περικλείνει την ιστορία της πτώσης των αστών δημοκρατών.
Παραπομπές:
1. Ηρωας από το ποίημα «Δυο ιππότες» του Χάινριχ Χάινε. Με τη μορφή του Κραπουλίνσκι (από τη γαλλική λέξη crapule που σημαίνει τον άνθρωπο που επιδίδεται στην κραιπάλη και στην ασωτία) ο Χάινε ειρωνεύεται τον ξεπεσμένο ευγενή. Ο Μαρξ με το όνομα αυτό χαρακτηρίζει τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη.
2. Αδελφέ, πρέπει να πεθάνεις!
3. Πραιτοριανοί λεγόταν η προσωπική φρουρά που διατηρούσαν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες και οι στρατηγοί και που είχαν ορισμένα προνόμια.
Σημείωση: Οι υπότιτλοι είναι του «Ρ».
Την 1η Ιούνη του 1848 κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο της μεγάλης καθημερινής πολιτικής εφημερίδας «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου». Αρχισυντάκτης της ήταν ο Καρλ Μαρξ. Κάτω από τον τίτλο υπήρχε η φράση: «Οργανο της δημοκρατίας».
Στην ουσία η εφημερίδα αυτή ήταν το βήμα της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής του προλεταριάτου. Αυτό φανέρωναν τα άρθρα που έγραφαν ο Μαρξ και ο Ενγκελς από αφορμή το χαρτιστικό κίνημα στην Αγγλία και προπάντων οι φλογεροί και μαχητικοί τους λόγοι για να υπερασπίσουν την επανάσταση των εργατών του Παρισιού που ξέσπασε τον Ιούνη.
Μόλις δημοσιεύτηκαν τα άρθρα αυτά, πολλοί αστοί μέτοχοι της εφημερίδας, που στην αρχή είχαν κατορθώσει να τους πείσουν να πάρουν μέρος στην έκδοσή της, αποχώρησαν.
Η «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου» στηλίτευε τους φανερούς αντεπαναστάτες και την προδοτική στάση των φιλελεύθερων, κατέκρινε την ασυνέπεια και την αναποφασιστικότητα των μικροαστών δημοκρατών και υποστήριζε τα ζωτικά συμφέροντα του γερμανικού λαού.
Η εφημερίδα φώτιζε πλατιά το ξετύλιγμα της επανάστασης στη Γαλλία, στη Γερμανία και την Αυστρία και έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για το εργατικό κίνημα και για τον επαναστατικό αγώνα των λαϊκών μαζών στις άλλες χώρες, καθώς και για το εθνικό κίνημα του πολωνικού, του ιταλικού, του ουγγρικού, του τσέχικου και άλλων λαών.
Η έκδοση της «Νέας Εφημερίδας του Ρήνου» συνέβαλε αποφασιστικά στο να εδραιωθούν στο επαναστατικό, προοδευτικό, εργατικό κίνημα οι ιδέες του επιστημονικού κομμουνισμού. Ηταν ο καθημερινός καθοδηγητής του επαναστατημένου γερμανικού προλεταριάτου. Με τη «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου» ο Μαρξ και ο Ενγκελς έδειξαν πρακτικά την αξία του επαναστατικού Τύπου και έδωσαν ένα υπόδειγμα για την ανάπτυξή του στο μέλλον. Οι θεμελιωτές του επιστημονικού κομμουνισμού απέδιδαν μεγάλη σημασία στον Τύπο και στη δυνατότητά του να παίξει το ρόλο του συλλογικού οργανωτή.
Η «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου» έκλεισε στις 19 του Μάη του 1849, όταν είχε επικρατήσει στη Γερμανία η αντεπανάσταση. Το τελευταίο της φύλλο (301ο) ήταν τυπωμένο ολόκληρο με κόκκινο μελάνι. Αποχαιρετώντας ο Μαρξ τους εργάτες της Κολωνίας γράφει από μέρους των συνεργατών της εφημερίδας πως «τελευταία τους λέξη θα είναι παντού και πάντοτε: Απελευθέρωση της εργατικής τάξης».