Διαδικασία απροκάλυπτης και πολυμεθοδευμένης προσπάθειας μεταφοράς υπερκερδών στους εκπροσώπους του κεφαλαίου και πολυσήμαντες επιπτώσεις για τους εργαζόμενους, αποδεικνύεται η πολιτική «απελευθέρωσης» της ενέργειας
Από την αρχή πρέπει να τονιστεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα. Αυτό που αφορά τα περί της... «απελευθέρωσης». Στην πραγματικότητα, μιλάμε για διαδικασία ιδιωτικοποίησης και πολιτική που αποβλέπει στη μεταφορά κερδών - που μέχρι σήμερα με τη γενική έννοια ανήκαν στο Δημόσιο - στους εκπροσώπους του κεφαλαίου. Η επικείμενη «απελευθέρωση» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, αρχής γενομένης από τις 19 Φλεβάρη του 2001, δημιουργεί μία σειρά από συζητήσεις και ερωτήματα, για το αν θα πρέπει να απελευθερωθεί η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ποιος την επιτάσσει, πώς θα γίνει, ποιες συνέπειες θα έχει, αλλά το βασικότερο ερώτημα είναι, το ποιον θα ωφελήσει αυτή η νέα κατάσταση για τα ελληνικά δεδομένα.
Σήμερα, μετά από 50 χρόνια, ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας είναι έτοιμος να επανέλθει στο ίδιο αβέβαιο καθεστώς που ίσχυε μέχρι τη δεκαετία του '50, με ζητούμενο, την ασφάλεια στον εφοδιασμό, αλλά και το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας.
Η «ανάγκη» για την «απελευθέρωση» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας επιτάσσεται σήμερα από το μεγάλο κεφάλαιο, προκειμένου αυτό να κερδίζει είτε ως παραγωγός, είτε ως καταναλωτής. Αυτές οι δύο διαστάσεις, αποδεικνύουν ότι οι πολιτικές των κυβερνήσεων της Ελλάδας στήριξαν το ιδιωτικό κεφάλαιο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να φτάνει στο σημείο, να διεκδικεί την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου να εκτινάξει στα ύψη τα κέρδη και μάλιστα χωρίς να βάλει «το χέρι στην τσέπη». Βασιζόμενο στην τεράστια υποδομή της ΔΕΗ, την οποία έχει χρυσοπληρώσει με τρισεκατομμύρια δραχμές ο ελληνικός λαός, διεκδικεί κομμάτι από την «πίτα» των κερδών της ενέργειας, χρησιμοποιώντας τη δημόσια περιουσία για το όφελός του. Σ' αυτά τα πλαίσια, διεκδικεί την εδώ και τώρα απελευθέρωση της αγοράς. Ποιος είναι όμως αυτός ο ιδιώτης που θα χρησιμοποιήσει «ίδια κεφάλαια» για να δραστηριοποιηθεί στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας; Μέχρι αυτή τη στιγμή, εννέα μήνες πριν την απελευθέρωση της αγοράς, ουδείς έχει καταρτίσει επιχειρησιακό πρόγραμμα για την κατασκευή μονάδας ηλεκτροπαραγωγής. Οσοι, δε, ανακοινώνουν «συμφωνίες», και μερικοί φτάνουν στο σημείο να καλούν - κυριολεκτικά - να τους ευλογήσει ο... Χριστόδουλος, φαίνεται πως οι συμφωνίες που ανακοινώνουν, αποσκοπούν περισσότερο στο να εντυπωσιάσουν, παρά να κάνουν κάποια επένδυση.
Επισήμως, από τις 19 Φλεβάρη του 2001 με βάση την κοινοτική οδηγία 96/92 θα πρέπει να απελευθερωθεί το 28% της αγοράς, ποσοστό το οποίο θα αφορά καταναλωτές υψηλής τάσης που χρησιμοποιούν περισσότερες από 100 γιγαβατώρες ετησίως. Αυτοί οι καταναλωτές θα έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν τον προμηθευτή τους, ενώ οι υπόλοιποι καταναλωτές θα προμηθεύονται ρεύμα αποκλειστικά από τη ΔΕΗ. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ενωση πιέζει για την αύξηση του ποσοστού απελευθέρωσης, προκειμένου αυτό να φτάσει ακόμα και το 40%. Σ' αυτήν την περίπτωση, η απελευθέρωση της αγοράς θα ισχύσει για τη μεσαία τάση.
Το σοβαρό ερώτημα που προκύπτει είναι το πώς θα επέλθει η απελευθέρωση και μάλιστα στο ποσοστό του 40% περίπου, αφού ως αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει καμία δραστηριότητα ιδιωτών για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, και, σε περίπτωση που κάποιοι κατασκευάσουν μονάδες, θα χρειαστούν το ελάχιστο τρία χρόνια για να τις ολοκληρώσουν. Αυτό το γεγονός δημιουργεί τη βάσιμη υποψία ότι, προκειμένου να απελευθερωθεί η αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας, η κυβέρνηση, μάλλον θα προχωρήσει στην πώληση μονάδων ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ, πραγματοποιώντας έτσι ένα άνευ προηγουμένου σκάνδαλο ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας.
Κάποιος, εύκολα μπορεί να αντιτείνει στο παραπάνω ότι ένα ποσοστό της απελευθέρωσης θα προκύψει από την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας - Ιταλίας, μέσω του υποβρυχίου καλωδίου (ήδη ποντίζεται) ισχύος 500 μεγαβάτ. Αυτό είναι πραγματικότητα, ωστόσο το συγκεκριμένο καλώδιο θα «συμμετέχει» στην απελευθέρωση κατά ένα μικρό ποσοστό, απέχοντας κατά πολύ από το όριο που επιβάλλει η ΕΕ. Ομως η πόντιση αυτού του καλωδίου σηματοδοτεί και την επέλαση των Ευρωπαίων ηλεκτροπαραγωγών, ιδιωτών ή κρατικών, στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Ετσι στη διευρωπαϊκή απελευθερωμένη «ανταγωνιστική» αγορά ηλεκτρικής ενέργειας ποιος θα μπορεί να ανταγωνιστεί τη γαλλική δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού (Elektreciti de France) της οποίας η κύρια μορφή ενέργειας είναι η πυρηνική, η οποία κοστίζει πολύ λιγότερο από ό,τι οι άλλες μορφές.
Στο «νέο ανταγωνιστικό» περιβάλλον η ΔΕΗ, η οποία θα είναι και στο Χρηματιστήριο, θα λειτουργεί ως ιδιωτική επιχείρηση, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Ο όποιος κοινωφελής χαρακτήρας, που διατηρούσε μέχρι σήμερα, περνάει στο μακρινό παρελθόν. Η απελευθέρωση της αγοράς κατά 40% θα σημάνει για τη ΔΕΗ και ανάλογη απώλεια εσόδων και η «χασούρα» αυτή θα επιδιωχτεί να καλυφθεί τόσο από την κατακόρυφη αύξηση της τιμής της κιλοβατώρας για τα οικιακά τιμολόγια, όσο και από τη μείωση του προσωπικού (κατά 10 χιλιάδες εργαζόμενους), αλλά και από τη δραστηριοποίηση της Επιχείρησης σε άλλους τομείς. Οι σημερινές εκτιμήσεις, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της αύξησης της τιμής της κιλοβατώρας, κάνουν λόγο για τουλάχιστον 30% αύξηση. Οι γενικότερες αναφορές, ότι η ΔΕΗ θα μετατραπεί σε μία σούπερ επιχείρηση με ποικιλόμορφη δραστηριότητα (holding) προεξαρχούσης της δραστηριοποίησής της στις τηλεπικοινωνίες, είναι εν πολλοίς ένα ψευδές επιχείρημα, που χρησιμοποιείται κατά κόρον για την αποσόβηση των αντιδράσεων.
Η πραγματικότητα όμως είναι δραματικά διαφορετική. Η ΔΕΗ, θα αναγκαστεί να παραχωρήσει την αποκλειστική της δραστηριότητα στην ηλεκτροπαραγωγή, όχι απλά σε ποσοστά, αλλά θα εξαναγκαστεί να παραχωρήσει και όλη την υποδομή της στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Δεν είναι μόνο αυτό. Η ΔΕΗ για να χρησιμοποιεί τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, αυτά τα δίκτυα που φτιάχτηκαν με τα λεφτά του ελληνικού λαού, θα πρέπει να πληρώνει και τέλη διέλευσης, αφού το δίκτυο, πλέον, αφαιρείται από τη δικαιοδοσία της και περνάει υπό τον έλεγχο του λεγόμενου Κεντρικού Διαχειριστή του Συστήματος (ΚΔΣ).
Σύμφωνα με έγκυρες εκτιμήσεις, η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι κατά 30% αυτάρκης στις ανάγκες της για πετρέλαιο. Ωστόσο, όμως η πολιτική που ακολουθήθηκε οδήγησε στην παράδοση των όποιων κοιτασμάτων ή και των πιθανών κοιτασμάτων στα χέρια των πολυεθνικών. Βέβαια, σήμερα, το μόνο γνωστό κοίτασμα πετρελαίου στη χώρα είναι αυτό του Πρίνου, το οποίο επί 20 και πλέον χρόνια το εκμεταλλευόταν η καναδική πολυεθνική DENISON. Πέρυσι τέτοιο καιρό, όταν η DENISON έκρινε ότι δεν τη συνέφερε η παραγωγή πετρελαίου, λόγω των χαμηλών τιμών διεθνώς, εγκατέλειψε το κοίτασμα. Ωστόσο, όμως η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και η διορισμένη διοίκηση των Ελληνικών Πετρελαίων (ΕΛΠΕ) απεμπόλησαν το δικαίωμα - με τη δικαιολογία ότι ήταν ασύμφορη - εξόρυξης πετρελαίου, παραδίδοντας την εξόρυξη σε τοπική εργολαβική εταιρία και σε τμήμα των εργαζομένων. Σήμερα όμως, με τη διαμόρφωση της τιμής του πετρελαίου σε αρκετά υψηλές τιμές, η εξόρυξη του πετρελαίου από τα ΕΛΠΕ δε θα έλυνε βέβαια το πρόβλημα τις εξάρτησης, ωστόσο όμως σε κάποιο βαθμό θα έδινε κάποιες ανάσες.
Ετσι αντί τα ιδιωτικοποιημένα κατά 49% ΕΛΠΕ να δραστηριοποιηθούν στο σίγουρο κοίτασμα του Πρίνου, δημιουργούν τώρα κοινοπρακτικά σχήματα για την εξόρυξη πετρελαίου στο Ιράν και τη Βόρειο Αφρική. Δεν είναι μόνο η παράδοση των διαπιστωμένων κοιτασμάτων στους ιδιώτες. Ακόμα και ο τομέας της έρευνας έχει παραχωρηθεί σε ξένες πολυεθνικές. Ειδικότερα στη Δυτική Ελλάδα, όπου υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη πετρελαίου την έρευνα την έχουν αναλάβει αγγλοαμερικανικές πολυεθνικές με το Δημόσιο να συμμετέχει με ένα ποσοστό της τάξεως του 10%. Ετσι σε πιθανή ανακάλυψη εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων πετρελαίου, τα ΕΛΠΕ θα συμμετέχουν μόνο κατά 10%.
Ολοι αυτοί οι «σωτήρες» αξιοποιούν συστηματικά και με μικροπαραλλαγές την ίδια επιχειρηματολογία, την ίδια γλώσσα - ορολογία. Και, φυσικά, προτείνουν τις ίδιες - κοινές και στερεότυπες - λύσεις, που επεξεργάζονται και παράγονται από τα στρατηγεία προπαγάνδισης των θέσεων των πολυεθνικών.
Πρώτον, τη «συρρίκνωση του δημόσιου τομέα», με γενναία περικοπή στις «πρωτογενείς δαπάνες», αναπόσπαστο τμήμα των οποίων αποτελούν οι δαπάνες του κράτους για μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και τις συντάξεις.
Δεύτερον, την εντατικοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων, με την εκποίηση και νέων πακέτων μετοχών του ΟΤΕ και άλλων κρατικών επιχειρήσεων, που, ήδη, έχουν αρχίσει να ιδιωτικοποιούνται και την έναρξη ιδιωτικοποίησης επιχειρήσεων, που εξακολουθούν να ελέγχονται 100% από το κράτος (ΔΕΗ, Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία, κλπ.).
Τρίτον, την «αναθεώρηση του συστήματος υπολογισμού και καταβολής των συντάξεων και μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος», που, στην ουσία, σημαίνει πλήρη ανατροπή των κοινωνικοασφαλιστικών κατακτήσεων των εργαζομένων.
Με απλά λόγια, με τη νέα έκθεσή του, το Διευθυντήριο των Βρυξελλών, όπως και ο ΣΕΒ στην πρόσφατη συνέλευσή του, εμφανίζονται σε ρόλο «σωτήρα», που μοιράζουν νέες συνταγές για τη ...σωτηρία της ελληνικής οικονομίας και τη ...βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Εκείνο, βέβαια, που κανείς τους δε λέει είναι το αν εφαρμοστούν οι συγκεκριμένες αντιλαϊκές επιλογές ...σωτηρίας, ποιος θα σώσει τους εργαζόμενους και τον τόπο από τους σωτήρες...