Το όνομα Ηλίας είναι η μετάφραση του εβραϊκού Eliyahy (= Θεός μου είναι ο Γιαχβέ) προερχόμενο από την Παλαιά Διαθήκη. Με τον εκχριστιανισμό των Ελλήνων ο λαός «βάπτισε» τον Εβραίο προφήτη Ηλία στους δικούς του θρύλους και παραδόσεις και έτσι διαδόθηκε ευρύτατα το όνομα Ηλίας (Το μόνο από τα ονόματα της ΠΔ που έχει τόσο πλατιά διάδοση. Αντιπροσωπεύει το 1,35% των ανδρικών ονομάτων, όταν ο Πέτρος και ο Παύλος που θεωρούνται οι στυλοβάτες του χριστιανισμού αντιπροσωπεύουν το 1% και 0,5% αντίστοιχα).
Ο προφήτης Ηλίας έζησε τον 9 π.Χ. αιώνα. Ο βίος και τα έργα του προσδίδουν χαρακτήρα Εβραίου εθνικού ήρωα, υπεραμυνόμενου του θεού του Ισραήλ. Εζησε σε μια περίοδο που εξαιτίας της ανάπτυξης της γεωργίας και του εμπορίου αλλάζουν οι παραγωγικές συνθήκες στην περιοχή. Αυτό προκαλεί την αντίδραση των λαϊκών στρωμάτων που δε δέχονταν τους πολιτικούς και κοινωνικούς νεωτερισμούς και ήθελαν να κρατήσουν τις προηγούμενες μορφές κοινωνικού βίου και ιδίως την κοινοκτημοσύνη. Τηρούσαν πιστά τις θρησκευτικές τους παραδόσεις, ενώ οι πλούσιοι νεωτέριζαν σε όλα και άρχισαν να λατρεύουν εισαγόμενους θεούς. Από τη μια μεριά, η άρχουσα τάξη που νεωτέριζε και όσο περνούσε ο καιρός τόσο το έριχνε στην καλοπέραση και στην εκμετάλλευση και από την άλλη ο πολύς λαός που δυστυχούσε. Η άρχουσα τάξη στην αμάχη είχε προστάτη το επίσημο κράτος, ενώ ο λαός ήταν ακέφαλος. Μέσα από τη σύγκρουση αυτή βγήκαν και οι πνευματικοί ηγέτες του λαού. Αυτοί ήταν οι προφήτες. Ενας από αυτούς ήταν ο προφήτης Ηλίας. Το σύνθημά του ήταν «διωγμός κάθε ξένης θρησκείας και επαναφορά της λατρείας του Γιαχβέ». Η διδασκαλία του έκρυβε και την αντίδραση σε κάθε νεωτερισμό (πάντα οι θρησκευτικές συγκρούσεις κρύβουν την ταξική σύγκρουση).
Η συνήχηση Ηλιος - Ηλίας υπήρξε η γέφυρα εννοιών μεταξύ αρχαιότητας και χριστιανισμού. Ο Ηλιος με τη θεϊκή ιδιότητα στην αρχαιότητα ταυτιζόταν με το Δία, θεό, εκτός των άλλων, των μετεωρολογικών φαινομένων και γι' αυτό προσαγορεύεται νεφεληγερέτης, Υέτιος και Κεραύνιος. Ο προφήτης Ηλίας αντικατέστησε το Δία των αρχαίων μας προγόνων και τους ναούς του Ηλίου στις κορυφές των βουνών, όπου βρίσκονται τα εκκλησάκια του. Το Δία το νεφοκράτη, τον κύριο του ήλιου, αλλά και της αστραπής, της βροντής και των ανέμων, δηλαδή, το ρυθμιστή των καιρικών συνθηκών. Μ' αυτή του την ιδιότητα ο Δίας λατρευόταν στην αρχαία Ελλάδα την ίδια εποχή που γιορτάζεται και ο προφήτης Ηλίας, δηλαδή τις πρώτες μέρες του τελευταίου δεκαήμερου του Ιούλη, κατά τα λεγόμενα κυνικά καύματα. Η ιδιότητα του προφήτη Ηλία ως ρυθμιστή των καιρικών συνθηκών, ιδιότητα που την κληρονόμησε από το νεφεληγερέτη Δία, γίνεται φανερή, ανάμεσα σε άλλα, και από τις μετεωρολογικές παρατηρήσεις που γίνονται τη μέρα της γιορτής του.
Ο Αϊ-Λιάς συνδέθηκε και με τα βάσανα των θαλασσινών. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Αϊ-Λιάς ήταν ναύτης που η θάλασσα προσπάθησε πολλές φορές να τον πνίξει. Βαρέθηκε τα ταξίδια και αποφάσισε να βρει ένα μέρος που να μην ξέρουν τι είναι θάλασσα και τι καράβι. Πήρε ένα κουπί στον ώμο και τράβηξε για τη στεριά και όποιον συναντούσε τον ρωτούσε τι είναι αυτό που κρατάει στα χέρια του. Κι όσο του απαντούσαν «κουπί», τραβούσε ψηλότερα. Προχώρησε, προχώρησε και κάποια στιγμή συνάντησε έναν τσοπάνη και τον ρώτησε τι ήταν αυτό που βαστούσε. Ο τσοπάνης το κοίταξε καλά καλά και ύστερα του είπε «ξύλο είναι». Ο Αϊ-Λιάς γέλασε ικανοποιημένος και έμεινε από τότε κοντά στους ανθρώπους των βουνών. «Στένει ολόρθο το κουπί, χτίζει μια καλύβα και αποφασίζει να μείνει εκεί όλη του τη ζωή. Για τούτο τον Αγιο Ηλία τον βάνουν πάντα στα ψηλώματα» (Ανδρ. Καρκαβίτσας).
Ο μύθος αυτός έχει τις ρίζες του σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά επεισόδια της Οδύσσειας, Ραψωδία Λ. Οταν ο Οδυσσέας, κατά τη συμβουλή της Κίρκης, αποφασίζει και κατεβαίνει στον Αδη για να συναντήσει την ψυχή του Τειρεσία και να μάθει τι να κάνει για να γλιτώσει από τα βάσανα και το άγριο κυνηγητό του Θεού της θάλασσας, ο Τειρεσίας τού αποκρίνεται ότι σαν έρθει κάποτε στην Ιθάκη και τελειώσει με το φόνο των μνηστήρων, να μη νομίσει ότι όλα τέλειωσαν τότε. Οφείλει να πετύχει την εξιλέωση από τον Ποσειδώνα με τον εξής τρόπο: Θα πάρει στον ώμο του ένα κουπί, το σύμβολο της ναυτικής ζωής στο βασίλειο του εξοργισμένου θεού, και θα προχωρήσει όλο και πιο πολύ προς τα μεσόγεια. Κάποτε θα φτάσει σε μέρος που οι κάτοικοί του δε θα ξέρουν τι είναι η θάλασσα, δε θα τρώνε τροφές αλατισμένες και δε θα ξέρουν τι είναι καράβι ή τι κουπί. Θα αποδείξει ότι έφτασε σε έναν τέτοιο τόπο όταν θα συναντηθεί με κάποιο στρατοκόπο και θα του απαντήσει ότι αυτό που κρατά στον ώμο του είναι «αθηρηλοιγός», δηλαδή πλατύ ξύλινο φτυάρι με το οποίο λικνίζουν τα αλωνισμένα στάχυα. Φτάνοντας εκεί, συνεχίζει ο Τειρεσίας, ο Οδυσσέας οφείλει να μπήξει όρθιο στη γη το κουπί και να θυσιάσει στον Ποσειδώνα. Σύμφωνα με τους μελετητές του Ομήρου, ο τόπος αυτός είναι η Ηπειρος.
«Ο Ασώματος Ανθρωπος» δίκαια θεωρείται, μαζί με τα «Εγκλήματα της οδού Μοργκ» του Εντγκαρ Αλαν Πόου, το αρχέτυπο της ιστορίας του αστυνομικού μυστηρίου, αυτών που, από τον Ασώματο άνθρωπο και μετά, ορίζονται στην ιστορία της αστυνομικής λογοτεχνίας ως «Μυστήρια του κλειδωμένου δωματίου». Η πιστή μετάφραση του Νεοκλή Γαλανοπούλου αναδεικνύει το εμπνευσμένο μυθιστόρημα του Καρ.
Από την εισαγωγή κιόλας του βιβλίου, ο αναγνώστης καλείται να φανταστεί τον εαυτό του μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Καθισμένος στο σκοτάδι ο ήλιος ανατέλλει στην οθόνη και... το βιβλίο δεν αρχίζει με κείμενο αλλά με 54 σελίδες εικόνων που ξεκινούν την αφήγηση της ιστορίας του Ούγκο Καμπρέ. Ο συγγραφέας και εικονογράφος Μπράιαν Σέλζνικ περιγράφοντας το βιβλίο αναφέρει χαρακτηριστικά, «δεν είναι ούτε ακριβώς μυθιστόρημα αλλά ούτε και εικονογραφημένο, δεν είναι ούτε ένα graphic novel ούτε μεταφορά κινηματογραφικής ταινίας, πρόκειται για έναν ιδιότυπο συνδυασμό όλων αυτών».
Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο Παρίσι, το 1931. Ο Ούγκο Καμπρέ είναι ένα ορφανό αγόρι που κλέβει για να ζήσει και φροντίζει τα ρολόγια του πολυσύχναστου σιδηροδρομικού σταθμού στο κέντρο της πόλης. Κατοικεί στις εσωτερικές στοές του σταθμού και η επιβίωσή του βασίζεται στα μυστικά και στην ανωνυμία του, τα οποία διατηρεί επιμελώς. Οταν όμως γνωρίζει ένα εκκεντρικό κορίτσι που λατρεύει τα βιβλία, κι έναν πικρόχολο γέρο ιδιοκτήτη ενός μικρού καταστήματος παιχνιδιών, η κρυφή ζωή και το πιο πολύτιμο μυστικό του Ούγκο κινδυνεύουν να αποκαλυφθούν. Ενα αινιγματικό σχέδιο, ένα πολύτιμο σημειωματάριο, ένα κλεμμένο κλειδί, ένας μηχανικός άνθρωπος κι ένα κρυμμένο μήνυμα από τον νεκρό πατέρα του έφηβου πρωταγωνιστή απαρτίζουν τη ραχοκοκαλιά αυτής της τρυφερής και μαγευτικής ιστορίας.
Η αρχική έμπνευση για το βιβλίο προέρχεται από την αληθινή ιστορία του πρωτοπόρου κινηματογραφιστή ταινιών επιστημονικής φαντασίας Ζορζ Μελιές, που έζησε και δημιούργησε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Ο Μελιές διατηρούσε μια ιδιαίτερη συλλογή περίτεχνων, κουρδιστών μηχανικών αντικειμένων, την οποία δώρισε σε μουσείο του Παρισιού. Η συλλογή εγκαταλείφθηκε για πολλά χρόνια σε μια υγρή σοφίτα για να βρεθεί στο τέλος στα αζήτητα.
«Φαντάστηκα ένα αγόρι να βρίσκει αυτές τις σκουριασμένες μηχανές κι εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε ο Ούγκο και η ιστορία του», εξηγεί ο συγγραφέας. Ο Σέλζνικ δημιουργώντας μια φανταστική πλοκή γύρω από το Γάλλο κινηματογραφιστή καταφέρνει να αναδείξει το έργο του και να μεταφέρει στους αναγνώστες τη μαγεία του κινηματογράφου.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».