Η ιρακινή κυβέρνηση διά στόματος υπουργού Πετρελαίου, Χουσεΐν αλ Σαχριστάνι, δηλώνει ότι επιδιώκει να προσελκύσει επενδύσεις ύψους 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην πετρελαϊκή της βιομηχανία μέσα, το αργότερο, στην επόμενη 6ετία. Οι επενδύσεις αυτές σχετίζονται, κυρίως, με υποδομές οι οποίες βρίσκονται σε εξαιρετικά άσχημη κατάσταση, όχι μόνο λόγω της εισβολής, αλλά και λόγω του πολυετούς εμπάργκο που είχε επιβληθεί στο Ιράκ μετά τον πόλεμο στον Κόλπο το 1991.
Associated Press |
Η Βαγδάτη αποσκοπεί μέσα στην 20ετία να έχει έσοδα 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια από τις ενεργειακές της πηγές, εκ των οποίων, όπως τουλάχιστον δηλώνει, μόνο τα 30 δισεκατομμύρια θα καρπωθούν οι ξένες εταιρείες που θα πραγματοποιήσουν επενδύσεις. Ο στόχος αυτός χαρακτηρίζεται εξαιρετικά αναγκαίος, καθώς το 90% του προϋπολογισμού της χώρας βασίζεται στα ενεργειακά της έσοδα. Και επειδή αυτά είναι μειωμένα, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε σε αναπροσαρμογή του φετινού προϋπολογισμού από 79 δισεκατομμύρια δολάρια σε 58,6 δισεκατομμύρια, ενώ πολλές περιοχές της χώρας ακόμη υποφέρουν από έλλειψη ενέργειας.
Οι φιλόδοξοι προαναφερόμενοι σχεδιασμοί της κυβέρνησης Μάλικι είναι μάλλον αποτέλεσμα αναγκαιότητας παρά επιλογής. Το Κοινοβούλιο δεν έχει ακόμη ψηφίσει πετρελαϊκή νομοθεσία. Για την ακρίβεια, η πλειοψηφία του Κοινοβουλίου διαφωνεί με την πρόταση νόμου που έχει κατατεθεί από το 2007 υπό την εποπτεία των κατοχικών δυνάμεων και προβλέπει πώληση μεγάλου μέρους του ενεργειακού πλούτου της χώρας σε ξένες πολυεθνικές.
Associated Press |
Οι αντιθέσεις αυτές εκφράστηκαν και στο πλαίσιο που τέθηκε για την κατάθεση προσφορών στην πρώτη αυτή «δημοπρασία». Σύμφωνα με αυτό, οι ξένες εταιρείες που θα σύναπταν συμφωνία, καλούνταν, κατ' αρχάς, να συνεταιριστούν με την Ιρακινή Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου (που είχε διαλυθεί στις αρχές του '80 από τον Σαντάμ Χουσεΐν και γίνεται τώρα προσπάθεια ανασύστασής της, χωρίς, όμως, να έχει καταληχθεί το ακριβές πεδίο δραστηριοποίησής της εξαιτίας της μη ύπαρξης πετρελαϊκής νομοθεσίας).
Καλούνταν, επίσης, να αυτοχρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους αλλά να μοιραστούν τη διαχείριση της εξαγωγής πετρελαίου με την ιρακινή πλευρά. Τέλος, οι απολαβές τους θα ήταν η προμήθεια που προσφέρει η ιρακινή κυβέρνηση ανά κάθε βαρέλι που εξάγεται πάνω από το ελάχιστο αναγκαίο όριο εξαγωγής που θέτει η Βαγδάτη για το εκάστοτε κοίτασμα.
Η τελική προσφορά των ΒΡ και CNPC ανάγκασε σε απόσυρση την προσφορά του αμερικανικού κολοσσού «Exxon-Mobil» που ζητούσε προμήθεια 4,80 δολάρια ανά βαρέλι. Η συμφωνία εγκρίθηκε από την κυβέρνηση και στη συνέχεια από το ιρακινό Κοινοβούλιο για να ισχύσει και αναμένεται να υπογραφτεί εντός των επόμενων βδομάδων.
Πέραν αυτού, όμως, ουδέν, παρά το γεγονός ότι προσφορές κατέθεσαν περισσότερες από 32 ενεργειακές εταιρείες, πολλές εκ των οποίων ιδιαίτερα ισχυρές, όπως οι «Chevron», «Exxon- Mobil», «Total», «Repsol». Οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες έχουν, ήδη, συνάψει συμφωνίες τεχνικής υποστήριξης στις πετρελαϊκές ιρακινές εγκαταστάσεις, για τις οποίες πληρώνονται κανονικά και όχι σε πετρέλαιο.
Στην πρόσφατη «δημοπρασία» του ιρακινού υπουργείου Πετρελαίου, αν κάτι αναδείχθηκε σαφώς ήταν το αδιέξοδο, διαφόρων επιπέδων, στο οποίο έχει περιέλθει η χώρα λόγω της κατοχής. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η αμερικανική εισβολή και κατοχή είχαν ως αιτία τον ενεργειακό πλούτο της χώρας, η οποία βρίσκεται στην τρίτη θέση των διαπιστωμένων παγκοσμίως πετρελαϊκών αποθεμάτων, με 115 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου στο υπέδαφός της.
Σε αυτό θα πρέπει κανείς να προσθέσει ότι πρόκειται, όπως υποστηρίζουν ειδικοί, για τα πλέον εύκολα και φτηνά εξορυσσόμενα πετρελαϊκά αποθέματα, λόγω του ότι βρίσκονται σε μικρό βάθος. Δεν είναι, δε, λίγοι εκείνοι που εκτιμούν ότι το ιρακινό υπέδαφος μπορεί να κρύβει και άλλα κοιτάσματα, που δεν έχουν ακόμη γίνει γνωστά, ενώ έχει και βεβαιωμένα κοιτάσματα φυσικού αερίου. Τα χαρακτηριστικά αυτά αποσαφηνίζουν τόσο τους λόγους της εισβολής και της κατοχής, όσο και τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις που εκδηλώνονται με επίκεντρο το Ιράκ.
Και στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εντάξει και να ερμηνεύσει κανείς τις εξελίξεις στον τομέα των επενδύσεων και της κατάθεσης προσφορών. Είναι γεγονός ότι οι αιματηρές εξελίξεις που ακολούθησαν την επιβολή της κατοχής δεν επέτρεψαν στο αμερικανικό κεφάλαιο, κατ' αρχάς, και στο κεφάλαιο των «προθύμων», όπως η Βρετανία, να προχωρήσει στο σφετερισμό του ιρακινού ενεργειακού πλούτου. Για την ακρίβεια, μόνο μία πετρελαϊκή συμφωνία κλείστηκε με τη Βαγδάτη μετά από την κατοχή, και αυτή από την κινεζική CNPC στο κοίτασμα Αχντάντ, 100 χλμ νοτίως της Βαγδάτης, η οποία και προχωρά μετ' εμποδίων καθώς οι ντόπιοι αντέδρασαν έντονα και προχώρησαν ακόμη και σε σαμποτάζ επειδή δεν τους δόθηκαν θέσεις εργασίας και δε λήφθηκαν μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος.
Η επιλογή των κατοχικών δυνάμεων να προχωρήσουν σε διενέργεια εκλογών, προκειμένου να δώσουν περισσότερη νομιμοποίηση στην κατοχή, αποδεικνύεται, σήμερα, δίκοπο μαχαίρι. Από τη μία αναδείχτηκαν δυνάμεις φίλα προσκείμενες στους κατακτητές, από την άλλη, όμως, αναδείχτηκαν και δυνάμεις που θέτουν εμπόδια στον τρόπο ανάπτυξης της ιρακινής οικονομίας που οι κατοχικοί προσπάθησαν να προωθήσουν μέσα από νόμους, σαν αυτόν για τη διαχείριση των πετρελαϊκών πόρων.
Τα εμπόδια αυτά δεν έχουν απαραίτητα ως κίνητρο κάποια σαφή αντιιμπεριαλιστική ή αντικαπιταλιστική λογική. Σχετίζονται, μάλλον περισσότερο, με την, πάντα, κυρίαρχη στο Ιράκ, όπως και σε πολλές άλλες αραβικές χώρες, λογική των φατριών και των φυλών, η οποία παραμένει κραταιά υπερσκελίζοντας τις εθνοτικές ή θρησκευτικές διαφορές παρά τα αλλεπάλληλα κρούσματα σεχταριστικής βίας.
Και όπως φαίνεται υπάρχουν ακόμη πολλές φατρίες που δεν είναι ικανοποιημένες από όσα οι κατοχικοί και οι συνεργάτες τους είναι διατεθειμένοι να παραχωρήσουν από τον αστρονομικό πλούτο που το υπέδαφος της χώρας μπορεί να αποφέρει. Σε αυτό το σημείο «σκοντάφτει» η υιοθέτηση του πετρελαϊκού νόμου και από εδώ φαίνεται ότι προκύπτουν οι όροι που τίθενται στις επενδύσεις, με αποτέλεσμα να κρίνονται ως «μη αποδοτικές» από τους επενδυτές.
Η ιρακινή κυβέρνηση, από την πλευρά της, «άνοιξε» την πετρελαϊκή της αγορά στις ξένες εταιρείες γενικώς και όχι μόνο σε αυτές αμερικανικών συμφερόντων. Επέλεξε, μάλιστα, να το κάνει όταν θα είχε ολοκληρωθεί η απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το εσωτερικό των πόλεων προκειμένου να δώσει μια αίσθηση «εθνικής κυριαρχίας» στους επίδοξους επενδυτές.
Είναι όμως γεγονός ότι περισσότεροι από 130.000 Αμερικανοί στρατιώτες παραμένουν στη χώρα και, όπως σχολίαζαν αναλυτές, αν το επίπεδο των ιρακινών δυνάμεων ασφαλείας δεν κάνει άλματα βελτίωσης, θα παραμείνουν, έστω και αν όχι σε αυτόν τον αριθμό, για πολύ ακόμη. Ηδη, συζητιέται το ενδεχόμενο να προκύψει η αναγκαιότητα επαναδιαπραγμάτευσης της τελικής ημερομηνίας αποχώρησης των Αμερικανών (τέλη 2011), ενδεχόμενο που, ούτως ή άλλως, αναφέρεται στο κείμενο της υπάρχουσας συμφωνίας.
Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που εκτιμούν ότι η αβέβαιη κατάσταση ασφαλείας της χώρας, για την οποία οι αμερικανικές δυνάμεις, ως εισβολείς και κατακτητές, φέρουν ακέραιη την ευθύνη, καλλιεργείται μεθοδικά έτσι ώστε να χρησιμοποιηθεί ως βασικό επιχείρημα σε μια ενδεχόμενη επαναδιαπραγμάτευση των όρων αποχώρησης του αμερικανικού στρατού. Αν οι ιρακινές αρχές δεν κατορθώσουν να ελέγξουν τη χώρα και η βία, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές διαφωνίες, αποτρέψει και άλλες επενδύσεις που κρίνονται κρίσιμες για την επιβίωση της χώρας, τότε η ιρακινή πλευρά εκτός από παράταση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας (έστω και σε μια σαφώς μειωμένη και ...διακριτική εκδοχή) δεν αποκλείεται να αναγκαστεί ν' αποδεχτεί, σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, και την κατοχική πρόταση οριστικού ξεπουλήματος του πετρελαϊκού του πλούτου.
Μια τέτοια προοπτική δεν είναι δυσάρεστη για την Ουάσινγκτον (ιδιαίτερα αν πρόκειται για την ελάχιστη δυνατή στρατιωτική δύναμη) που, με τον τρόπο αυτό, εγκαθιδρύει ισχυρό λόγο για την επιλογή του δρόμου οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, για το ποιος θα διαχειριστεί και τελικά θα καρπωθεί τον πλούτο του υπεδάφους της αλλά και για το πώς θα χρησιμοποιηθεί αυτή η ενεργειακή δύναμη για να ελεγχθούν άλλες ιμπεριαλιστικές ή περιφερειακές δυνάμεις. Μια τέτοια προοπτική, όμως, είναι δυσοίωνη για τον ιρακινό λαό. Οσο το Ιράκ παραμένει υπό κατοχή, είτε ανοιχτή είτε συγκαλυμμένη, ο ιρακινός λαός θα πληρώνει με το αίμα του, εγκλωβισμένος ανάμεσα στη βία και στην «ασφάλεια» της κατοχής, τη δίψα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για το πλούσιο υπέδαφός του και τις, μεταξύ τους, αντιπαραθέσεις.