Μαζί οι «φιλελεύθεροι», οι σοσιαλδημοκράτες, οι οικολόγοι - πράσινοι και δυνάμεις τύπου ΛΑ.Ο.Σ. πήραν αυτή την αντιδραστική επαίσχυντη απόφαση.
Αποσπούν το φασισμό από τη μήτρα που τον γέννησε και που είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, προκειμένου να αθωώσουν τον ιμπεριαλισμό ως σύστημα που γεννά τις αιτίες των πολέμων.
Λένε ότι το φασιστικό άξονα, που εξαπέλυσε πρώτος τον πόλεμο, τον νίκησε η δημοκρατία. Και όταν οι πολιτικοί ηγέτες των καπιταλιστικών κρατών μιλούν για δημοκρατία, δεν εννοούν τη δημοκρατία που κάνουν κουμάντο οι πολλοί, οι λαοί, αλλά αυτή που κάνει κουμάντο το κεφάλαιο. Γι' αυτό και λένε ότι δε νίκησε παντού σ' όλη την Ευρώπη η δημοκρατία, αφού μια σειρά χωρών υποδουλώθηκαν στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό.
Γι' αυτό και πανηγυρίζουν για την επανένωση της Ευρώπης μετά την «πτώση του τείχους». Την επανένωση στις αξίες της ελευθερίας και δημοκρατίας, δηλαδή της ιμπεριαλιστικής ελευθερίας και δημοκρατίας. Γι' αυτό και καθιέρωσαν αυτή τη μαύρη για τους λαούς της Ευρώπης μέρα.
Επιχειρούν να σβήσουν από την Ιστορία το ρόλο των λαϊκών κινημάτων στην οργάνωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ενάντια στην κατοχή της χιτλερικής συμμαχίας, το ρόλο των λαϊκών κινημάτων ενάντια στο φασισμό σε κάθε χώρα, στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο που διεξήγαγε η αστική τάξη, το ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως στην Ελλάδα, όπου υπήρξε εμπνευστής, ψυχή και οργανωτής της Εθνικής Αντίστασης.
Και στη χώρα μας διάφοροι δημοσιολόγοι και συγγραφείς, που αυτοαποκαλούνται ή τους εμφανίζουν ως αντικειμενικούς κριτές της ιστορίας, βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία επιβολής αυτής της επικίνδυνης άποψης προκειμένου να υποτάξουν λαϊκές δυνάμεις στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα και ιδιαίτερα τη νεολαία, η οποία δεν έχει κατακτημένη την ιστορική πείρα του 20ού αιώνα, το ρόλο του σοσιαλισμού και της ΕΣΣΔ στη συντριβή του φασισμού. Και είναι πολύπλευρη αυτή η άτιμη προπαγάνδα. Και αμιγώς αντισοβιετική και αντικομμουνιστική γενικά, αλλά και αντιΚΚΕ.
Λένε, λοιπόν, και γράφουν για την Ελλάδα την περίοδο της φασιστικής κατοχής περί «κομμουνιστικής τρομοκρατίας» που προκάλεσε τη δημιουργία των «Ταγμάτων Ασφαλείας». Επιχειρούν να εξομοιώσουν τα εγκλήματα των δοσίλογων, των ταγματασφαλιτών, των συνεργατών των κατοχικών δυνάμεων, βάζοντάς τα στην ίδια μοίρα με τις ενέργειες αυτοάμυνας του ανταρτοπόλεμου. Λες και δεν ήταν τα «Τάγματα Ασφαλείας» τα ένοπλα τμήματα υπεράσπισης του καθεστώτος των δοσίλογων και των Κουίσλιγκς, που δρούσαν ως κοινοί εγκληματίες κατά των λαϊκών ανθρώπων που αντιστέκονταν στον καταχτητή, που πάλευαν για την απελευθέρωση της πατρίδας. Λες και δεν ήταν τα «Τάγματα Ασφαλείας» που δημιουργήθηκαν στην Κατοχή από τους Ράλληδες και τους Γερμανούς καταχτητές, με τις ευλογίες των Εγγλέζων, για να χτυπήσουν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ και για να έχει ένα ακόμη ένοπλο στήριγμα το αστικό κράτος! Αλλωστε, η ελληνική αστική τάξη μετά την απελευθέρωση βρήκε το ένοπλο στήριγμά της στα «Τάγματα Ασφαλείας». Με τα «Τάγματα Ασφαλείας» και τους Αγγλους χτύπησε το λαϊκό κίνημα για να εγκαθιδρύσει τη δική της εξουσία, αφού ο αστικός πολιτικός κόσμος δεν είχε κανένα λαϊκό έρεισμα, μια και στον απελευθερωτικό πόλεμο ηγήθηκε η εργατική τάξη με τους συμμάχους της. Βεβαίως και οι επιλογές της άρχουσας τάξης της Ελλάδας μετά την εισβολή των Γερμανών δεν ήταν ενιαίες, πράγμα εντελώς φυσιολογικό, αφού τα ιδιαίτερα συμφέροντα τμημάτων της διαφέρουν. Ετσι, το τμήμα της που είχε οικονομικοπολιτικές σχέσεις με τους Αγγλογάλλους φρόντισε να φύγει από την Ελλάδα για τη Μέση Ανατολή, το δε τμήμα της που είχε ανάλογες σχέσεις με τους Γερμανούς έμεινε στην Ελλάδα για να εγκαθιδρύσει το κατοχικό καθεστώς με διάφορα πολιτικά σχήματα και πρόσωπα.
Αλλωστε, πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί, π.χ., η ένοπλη δράση του ΕΔΕΣ με τη στήριξη των Αγγλων κατά του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ σ' όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα; Ο λαός είχε ήδη καταχτήσεις με τα όργανα λαϊκής αυτοδιοίκησης, τα λαϊκά δικαστήρια, αλλά και κυβέρνηση, την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ). Είχε ακόμη το δικό της λαϊκό στρατό, τον ΕΛΑΣ, και την πλειοψηφία του ελληνικού λαού συσπειρωμένη στο ΕΑΜ. Αυτό το κίνημα έπρεπε πάση θυσία να τσακιστεί από την άρχουσα τάξη.
Αυτή η τεράστια συκοφαντική προπαγανδιστική εκστρατεία είναι γέννημα των ιμπεριαλιστικών κέντρων και παρουσιάζεται ως ιστορία, ως αλήθεια, από τα αστικά ΜΜΕ. Μα παρουσιάζεται ως αλήθεια, ως ιστορία, γιατί η προσωρινή ήττα του σοσιαλισμού, με την αντεπανάσταση, αξιοποιείται από τον ιμπεριαλισμό ως όπλο κατά της πάλης των λαών για το δικό τους μέλλον, του αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού και το πέρασμα στο σοσιαλισμό, για την κομμουνιστική κοινωνία.
ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία υπολόγιζαν ότι θα πετύχαιναν να στρέψουν τον Χίτλερ κατά της ΕΣΣΔ, ώστε και η σοβιετική εξουσία να ανατραπεί και η αποδυναμωμένη Γερμανία να υποχρεωθεί να δεχτεί τους δικούς τους όρους μετά το τέλος του πολέμου στο μοίρασμα της λείας, έτσι ώστε να βγουν κερδισμένα τα δικά τους μονοπώλια και χαμένα τα γερμανικά.
Αλλά και την ίδια περίοδο του πολέμου συνέχιζαν στην ίδια ρότα, βομβαρδίζοντας στη Γερμανία άμαχο πληθυσμό (η περίπτωση της Δρέσδης είναι η πλέον χαρακτηριστική), αλλά όχι την πολεμική βιομηχανία, κάνοντας μυστικές συνεννοήσεις με τον Χίτλερ για συμφωνία μαζί του κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Ανέχτηκαν τις πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις Γερμανίας - Ιταλίας στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αφρική. Κράτησαν αρνητική στάση στο κάλεσμα της ΕΣΣΔ για συμφωνία ενάντια στον Χίτλερ, όταν ήδη είχε συγκροτηθεί το αντικομμουνιστικό Σύμφωνο Βερολίνου - Τόκιο - Ρώμης. Ακόμη και μετά το Σύμφωνο του Μονάχου, όπου παρέδωσαν στον Χίτλερ την Αυστρία, την Τσεχία. Την περίοδο του πολέμου προχώρησαν σε στρατολόγηση Γερμανών, Βουλγάρων, Τσέχων για να χρησιμοποιηθούν στην κατασκοπία και υπονομευτική δράση ενάντια στην ΕΣΣΔ και στις Λαϊκές Δημοκρατίες, αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.
Aπό την εποχή ακόμη που ο Καρλ Κάουτσκι και η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, για να στηρίξουν την αστική τάξη και το πολιτικό της σύστημα, στο όνομα της δημοκρατίας έκαναν τον πιο βρώμικο αντισοβιετισμό, χτυπώντας την Οχτωβριανή Επανάσταση ως «δικτατορία», μέχρι σήμερα, το όπλο του αντικομμουνισμού είναι αιχμή της αστικής ιδεολογίας. Είναι μέρος της στρατηγικής του κεφαλαίου στον «πόλεμό» του κατά της εργατικής τάξης, γι' αυτό και εκφράζεται με «πόλεμο» ενάντια στο επαναστατικό κόμμα της, στο Κομμουνιστικό Κόμμα.
Επίσης, στο συνέδριο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, που έγινε στη Λιψία το 1931, ένας απ' τους ηγέτες της, ο Φ. Ταρνόφ, δήλωσε ανοιχτά: «Στεκόμαστε δίπλα στο κρεβάτι του άρρωστου καπιταλισμού, όχι μόνο για να κάνουμε διάγνωση. Είμαστε υποχρεωμένοι...να γίνουμε ακριβώς ο γιατρός, που θέλει σοβαρά να θεραπεύσει τον άρρωστο και ωστόσο να διατηρήσουμε το αίσθημα ότι εμείς είμαστε οι κληρονόμοι». «Είναι αυτονόητο - έγραφε ο ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας των σοσιαλδημοκρατών στο γερμανικό Ράιχσταγκ Ε. Χάιλμαν - ότι όλη η σοσιαλδημοκρατία εργάζεται για ν' αποτρέψει την κατάρρευση του καπιταλισμού».
Η 11η ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που συνήλθε τον Απρίλη του 1931 με θέμα: «Η παγκόσμια οικονομική κρίση, η ανύψωση του επαναστατικού κύματος και τα καθήκοντα των Κομμουνιστικών Κομμάτων», καταγράφει πολύ συγκεκριμένα το ρόλο και τη δράση της σοσιαλδημοκρατίας και των κομμάτων της την περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης 1929 - 1933. Ρόλος και δράση για τη σωτηρία του καπιταλισμού που συνδυαζόταν με την πάλη για αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ και ταυτόχρονη καταστολή του ταξικού εργατικού κινήματος στις καπιταλιστικές χώρες. Ιδιαίτερα επιθετική ήταν η γερμανική σοσιαλδημοκρατία.
«Η παγκόσμια οικονομική κρίση ξεσκέπασε ολοκάθαρα το ρόλο της παγκόσμιας Σοσιαλδημοκρατίας ως του κυριότερου κοινωνικού στηρίγματος της αστικής διχτατορίας. Σ' όλα τα βασικά στάδια της ανάπτυξης της ταξικής πάλης, από την εποχή του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου, (σ.σ. του πρώτου,) και της γέννησης της προλεταριακής διχτατορίας, η σοσιαλδημοκρατία έπαιρνε το μέρος της κεφαλαιοκρατίας ενάντια στην εργατική τάξη. Εκείνη έστειλε τα εκατομμύρια των προλετάριων στο ιμπεριαλιστικό μακελειό με την πρόφαση της "υπεράσπισης της πατρίδας". Εκείνη βοηθούσε την κεφαλαιοκρατία "της" να οργανώσει τη στρατιωτική επέμβαση στην ΕΣΣΔ το 1918 - 1919. Εκείνη έσωσε τον καπιταλισμό από την προλεταριακή επανάσταση αμέσως μετά τον πόλεμο (Γερμανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Ιταλία, Φιλλανδία). Εκείνη βοηθούσε ενεργά την κεφαλαιοκρατία για να σταθεροποιήσει την καπιταλιστική οικονομία. Εκείνη έσκυψε τις εργατικές μάζες κάτω από το ζυγό της καπιταλιστικής συστηματοποίησης. Εκείνη αναπτύσσει σήμερα - τη στιγμή της βαρύτατης κρίσης - όλες της τις δυνάμεις, για να σώσει το καπιταλιστικό σύστημα της εκμετάλλευσης και της δουλείας από την επερχόμενη καταστροφή.
Στην υπόθεση της οικονομικής και χρηματιστικής ληστείας των εργαζομένων μαζών είνε ο ακούραστος υποστηριχτής της πολιτικής των τραπεζών, των τραστ και των καρτέλ, της πολιτικής της ακρίβειας όλων των εμπορευμάτων μαζικής κατανάλωσης, της σύσφιξης του πιεστηρίου των φόρων...
Στην υπόθεση της ιμπεριαλιστικής αρπαγής είνε ο ενεργητικός και άμεσος συνένοχος ...της προπαρασκευής του πολέμου, ο υποστηριχτής των ιμπεριαλιστικών στρατιωτικών συμμαχιών.
Στην Αγγλία, το "εργατικό κόμμα" όταν ερχότανε στην εξουσία υποσχέθηκε ελάττωση της αεργίας και καλυτέρευση της θέσης των αέργων, αγώνα ενάντια στην ελάττωση του ζωικού επιπέδου των εργατών, ειρήνη με την Ινδία, σταθερή πολιτική αφοπλισμού. Στην πραγματικότητα, εκτελώντας τη θέληση της ιμπεριαλιστικής κεφαλαιοκρατίας, η "εργατική" κυβέρνηση εφαρμόζει την καπιταλιστική συστηματοποίηση, ελαττώνει με τη διαιτησία το μεροκάματο, αυξάνει τις ώρες δουλειάς (νομοσχέδιο βιομηχανίας κάρβουνου), ελαττώνει τον προϋπολογισμό της κοινωνικής ασφαλείας, πνίγει μέσα σε κατακλυσμούς αιμάτων το επαναστατικό - απελευθερωτικό κίνημα στις Ινδίες, στην Αίγυπτο και στην Αραβία, ξεπερνά την Κυβέρνηση Μπάλτουιν στη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό του πολεμικού ναυτικού, προπαρασκευάζει μαζί με τον γαλλικό ιμπεριαλισμό το ενιαίο μέτωπο της στρατιωτικής επέμβασης ενάντια στην ΕΣΣΔ (ρόλο της εργατικής κυβέρνησης στη ναυτική συμφωνία Γαλλίας και Ιταλίας).
Ολόκληρη η αντεπαναστατική κι αντεργατική πολιτική της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας παίρνει την τελειότερή της μορφή στην προπαρασκευή του αποκλεισμού και της στρατιωτικής επέμβασης ενάντια στο πρώτο προλεταριακό κράτος του κόσμου. Η στροφή προς τη στρατιωτική επέμβαση της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας, που έχασε την ελπίδα της στην καπιταλιστική αναγέννηση της ΕΣΣΔ, στη νίκη των δεξιών στοιχείων (σ.σ. εννοεί των δεξιών οπορτουνιστών), μέσα στο ΠΚΚ (μπ.) (σ.σ. Πανρώσικο Κομμουνιστικό Κόμμα μπολσεβίκων), η εφαρμογή της γενικής επίθεσης ενάντια στα καπιταλιστικά στοιχεία της ΕΣΣΔ (σ.σ. να θυμίσουμε ότι ήταν η περίοδος της κολεκτιβοποίησης που οι κουλάκοι, η καπιταλιστές στην αγροτική οικονομία ξεσηκώθηκαν ενάντια στη Σοβιετική Εξουσία), και η ανάπτυξη της επαναστατικής ανύψωσης στις χώρες του κεφαλαίου δυνάμωσαν τον προσανατολισμό προς την επέμβαση και στις πράξεις σαμποτάζ όλων των κομμάτων της ΙΙ Διεθνούς (πρώτα - πρώτα της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας που αποτελεί τον πυρήνα της ΙΙ Διεθνούς) που καταλαβαίνουν ότι η νίκη του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ θα σπάσει οριστικά την επιρροή τους πάνω στις εργατικές μάζες των καπιταλιστικών χωρών.
Η δίκη του "πανενωτικού Γραφείου των Ρώσων μενσεβίκων" (σοσιαλδημοκρατών), που ξεσκέπασε τον άτιμο και διπρόσωπο ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας απόδειξε ότι η ΙΙ Διεθνής, μια που έχει σκοπό την ανόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ με τη στρατιωτική επέμβαση, μια που οργανώνει με τους αντεπαναστατικούς της πράχτορες στην ΕΣΣΔ διάφορες πράξεις σαμποτάζ, σ' όλους τους κλάδους της εθνικής οικονομίας με σκοπό να υποσκάψει τον εφοδιασμό των εργατών και αγροτών με τη συνειδητή προσπάθεια να χαμηλώσει το πραγματικό μεροκάματο των εργατών, έχει μετατραπεί σε πολεμικό απόσπασμα του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού που προετοιμάζει τον πόλεμο ενάντια στην ΕΣΣΔ.
Στην πραγματικότητα η σοσιαλδημοκρατία μ' αυτές τις μανούβρες υποβοηθεί το κεφάλαιο για να επιτύχει την επίθεσή του ενάντια στο ζωικό επίπεδο της εργατικής τάξης, να δυναμώσει τη διχτατορία του, να επιταχύνει τη φασιστικοποίηση του αστικού κράτους, να πνίξει την αντίσταση των μαζών στο φασισμό, να εμποδίσει την αυθόρμητη κλίση των πλατειών εργατικών μαζών προς το ενιαίο μέτωπο, να σκεπάσει την προπαρασκευή του πολέμου ενάντια στην ΕΣΣΔ.
Ολα αυτά κι άλλα παρόμοια τους γεγονότα ξεσκεπάζουν ολοκάθαρα τον αντεπαναστατικό ρόλο της παγκόσμιας σοσιαλδημοκρατίας ως του κυριώτερου κοινωνικού στηρίγματος της κεφαλαιοκρατίας στον αγώνα της ενάντια στο προλεταριάτο.
Γι' αυτό το ξέσπασμα της σοσιαλδημοκρατίας, το ξέσπασμα της ΙΙ Διεθνούς, η απελευθέρωση των εργατικών μαζών από την επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας είναι άμεσο καθήκον των κομμουνιστικών κομμάτων, χωρίς δε την πραγματοποίηση του καθήκοντος αυτού είναι αδύνατη μια νικηφόρα πάλη του προλεταριάτου για την απελευθέρωσή του από τις αλυσσίδες του καπιταλισμού». (Πηγή, Τυπογραφείο και εκδοτικό «Το Αστρο», Κύπρος - Λεμεσός, 1931). (Διατηρείται η ορθογραφία του κειμένου).
Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης 1929-1933, οι ιδιοκτήτες των μονοπωλίων στη Γερμανία φοβούνταν την ανάπτυξη του αντικαπιταλιστικού κινήματος και το δυνάμωμα της επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η ανησυχία τους μεγάλωνε, γιατί το κύρος των παλαιών αστικών κομμάτων - του γερμανικού λαϊκού, του γερμανικού δημοκρατικού, του βαυαρικού λαϊκού και άλλων έπεφτε συνεχώς στις εργατικές συνειδήσεις. Ταυτόχρονα έπεφτε και η επιρροή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Οι εργάτες έδειχναν ολοένα και πιο μεγάλη δυσαρέσκεια, γιατί οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας ψήφιζαν τα έκτακτα διατάγματα και τα αντιδραστικά μέτρα της κυβέρνησης ενάντια στα εργασιακά και άλλα δικαιώματα.
Το φασιστικό κόμμα του Χίτλερ που αυτοονομαζόταν εθνικοσοσιαλιστικό γερμανικό εργατικό κόμμα ανάπτυξε μια πλατιά αδίσταχτη δημαγωγία. Οι Γερμανοί φασίστες δήλωναν πως όλα τα δεινά των εργαζομένων της Γερμανίας τα προκαλούσε η Συνθήκη των Βερσαλιών (συνθήκη που υπογράφτηκε με βαρείς όρους για τη Γερμανία μετά την ήττα της στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο) και υπόσχονταν μόλις πάρουν την εξουσία να καταργήσουν αμέσως τη Συνθήκη των Βερσαλιών και τους περιορισμούς που σχετίζονταν με τους εξοπλισμούς, να αγωνιστούν για να ξαναπάρει η Γερμανία τα εδάφη που είχε χάσει ύστερα από τον παγκόσμιο πόλεμο του 1914-1918 και να αποκτήσει καινούρια εδάφη. Στους ανέργους υπόσχονταν εργασία και αύξηση των βοηθημάτων, στους εργάτες μεγαλύτερα μεροκάματα και καλυτέρευση των όρων εργασίας, στους μικροαγρότες την κατάργηση των ενοικίων για τη γη, των χρεών και τη χορήγηση επιχορηγήσεων, στους μικρεμπόρους και στους επαγγελματοβιοτέχνες μείωση των φόρων και χορήγηση πιστώσεων με χαμηλό τόκο, στους πληγέντες από τον πληθωρισμό οικονομική αποζημίωση, στους πρώην αξιωματικούς τη δημιουργία καινούριου στρατού και την εφαρμογή της ρεβανσιστικής ιδέας.
Ετσι στις εκλογές για το Ράιχσταγ που έγιναν το Σεπτέμβρη του 1930 το χιτλερικό κόμμα είχε επιτυχία, πήρε 6,4 εκατ. ψήφους με αποτέλεσμα να γίνουν βουλευτές του Ράιχσταγ 107 φασίστες με επικεφαλής τον Γκέριγκ. Τα παλαιά αστικά κόμματα και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έχασαν πολλές ψήφους. Το κομμουνιστικό κόμμα 4.590.000 ψήφους. Ετσι τα αποτελέσματα των εκλογών από το ένα μέρος έδειχναν τη συσπείρωση των προοδευτικών δυνάμεων γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα και από το άλλο τη συνένωση των αντιδραστικών στοιχείων γύρω από το φασιστικό κόμμα.
Στις 27 Γενάρη του 1932 σε μυστική συγκέντρωση πού έγινε στο Ντίσελντορφ με τη συμμετοχή τριακοσίων εκπροσώπων των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου ο Χίτλερ ανάπτυξε το πρόγραμμα του φασιστικού κόμματος και υποσχέθηκε «να ξεριζώσει το μαρξισμό στη Γερμανία». Οι μονοπωλιακοί κύκλοι δυνάμωσαν την υποστήριξη και τη χρηματοδότηση των χιτλερικών.
Το κομμουνιστικό κόμμα αγωνιζόταν δραστήρια εναντίον του φασισμού επιδιώκοντας το σχηματισμό ενιαίου εργατικού μετώπου. Τόνιζε πως ο φασισμός θα φέρει στο λαό τεράστια δεινά και θα οδηγήσει σε πόλεμο και στην εθνική καταστροφή. Τον Αύγουστο ακόμη του 1930 στο «Πρόγραμμα της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης του γερμανικού λάου» η Κεντρική Επιτροπή του κομμουνιστικού κόμματος της Γερμανίας σημείωνε: «Το φασιστικό κόμμα είναι εχθρικό στο λαό, είναι αντιδραστικό, αντισοσιαλιστικό κόμμα που φέρνει στο γερμανικό λαό την εκμετάλλευση και την υποδούλωση». Στις 28 Γενάρη του 1932 στο μήνυμα «Προς τους εργάτες της Γερμανίας και τους εργαζόμενους της πόλης και του χωριού» το κομμουνιστικό κόμμα τόνιζε ακόμη μια φορά πως το φλέγον ζήτημα είναι η δημιουργία ενιαίου εργατικού μετώπου και καλούσε σε ενεργό αγώνα εναντίον της μείωσης του μεροκάματου, των εκτάκτων φόρων, για να αποκατασταθούν οι δημοκρατικές ελευθερίες και για να οργανωθούν στα εργοστάσια και στις συνοικίες ομάδες ένοπλης αυτοάμυνας που να αποκρούουν τις φασιστικές τρομοκρατικές συμμορίες.
Το κομμουνιστικό κόμμα δε σταμάτησε να απευθύνεται προς την ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας προτείνοντας κοινό αγώνα εναντίον του φασισμού. Αλλά οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας απόρριπταν αμετάπειστα την ενότητα δράσης. Η διασπαστική πολιτική της ηγεσίας του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος αποθάρρυνε σημαντικά την εργατική τάξη.
Την άνοιξη του 1932 έγιναν προεδρικές εκλογές. Υποψήφιος προτάθηκε πάλι ο Χίντενμπουργκ. Οι σοσιαλδημοκράτες τον υποστήριξαν δηλώνοντας πως η εκλογή του Χίντενμπουργκ θα σώσει τάχα τη χώρααπό το φασισμό. Οι φασίστες είχαν υποψήφιο τον Χίτλερ και το γερμανικό εθνικό λαϊκό κόμμα τον Ντίστερμπεργκ. Υποψήφιος του κομμουνιστικού κόμματος ήταν ο Ερν. Τέλμαν. Οι κομμουνιστές κατέβηκαν στις εκλογές με το σύνθημα: «Οποιος ψηφίζει Χίτλερ ψηφίζει πόλεμο!». Επειδή κανένας υποψήφιος δε συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία γι' αυτό στις 10 Απρίλη έγιναν πάλι εκλογές. Εκλέχτηκε ο αρεστός στη σοσιαλδημοκρατία Χίντενμπουργκ.
Με πρόταση του Χίντενμπουργκ στις 30 Μάη η κυβέρνηση του Μπρούνιγκ παραιτήθηκε. Την καινούρια κυβέρνηση τη σχημάτισε ο Φραντς φον Πάπεν, που αύξησε πρώτα πρώτα τη φορολογία και ψαλίδισε τα κονδύλια για τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Ταυτόχρονα οι μεγιστάνες της βιομηχανίας και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες επιχορηγήθηκαν με εκατομμύρια μάρκα.
Τον Ιούλη του 1932 η κυβέρνηση του φον Πάπεν διέλυσε το Ράιχσταγ και κατάργησε τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσσίας. Το κομμουνιστικό κόμμα παίρνοντας υπόψη την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί πρότεινε στην ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος να κηρυχθεί γενική απεργία διαμαρτυρίας. Αλλά οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών απόρριψαν την πρόταση των κομμουνιστών και μάλιστα τους κατηγόρησαν για «πρόκληση». Οι σοσιαλδημοκράτες ματαίωναν με όλα τα μέσα κάθε εκδήλωση επαναστατικής πρωτοβουλίας των μαζών.
Στις εκλογές για καινούριο Ράιχσταγ που έγιναν στις 31 Ιούλη το φασιστικό κόμμα πήρε 13,7 εκατ. ψήφους και έβγαλε 230 βουλευτές. Τα πιο πολλά από τα παλαιά αστικά κόμματα έχασαν τους οπαδούς τους. Το κομμουνιστικό κόμμα, παρά την τρομοκρατία, συγκέντρωσε 5,3 εκατ. ψήφους και πήρε 89 έδρες και το σοσιαλδημοκρατικό 8 εκατ. περίπου ψήφους και 133 έδρες. Οι χιτλερικοί διεκδίκησαν να τους δοθεί η εξουσία.
Το Νοέμβρη του 1932 έγιναν καινούριες βουλευτικές εκλογές που έδειξαν πως το κομμουνιστικό κόμμα είχε αυξήσει ακόμη πιο πολύ την επιρροή του. Πήρε 6 εκατ. περίπου ψήφους. Οι κομμουνιστές και οι σοσιαλδημοκράτες είχαν τώρα μαζί στο Ράιχσταγ 221 έδρες, ενώ το φασιστικό κόμμα είχε χάσει 2 εκατ. ψήφους και οι έδρες του από 230 περιορίστηκαν σε 196. Οι φασίστες έχασαν και στις εκλογές για τα τοπικά όργανα αυτοδιοίκησης.
Η κυβέρνηση του Πάπεν δεν κατόρθωσε να εξασθενίσει το ταξικό εργατικό κίνημα και γι' αυτό πολλοί εκπρόσωποι και ιδιοκτήτες των μονοπωλίων αλλά και γιούνκερς ήθελαν την άμεση εγκαθίδρυση φασιστικής δικτατορίας. Το Νοέμβρη μια ομάδα βιομήχανοι και τραπεζίτες υπέβαλε στον πρόεδρο Χίντενμπουργκ ένα υπόμνημα και ζητούσαν να διορίσει τον Χίτλερ καγκελάριο του Ράιχ.
Στις 17 Νοέμβρη ο Πάπεν παραιτήθηκε και καγκελάριος έγινε ο στρατηγός Σλάιχερ που γι' αυτόν ο Ερν. Τέλμαν είπε πως η κυβέρνησή του θα παίξει το ρόλο «μιας κυβέρνησης με ψεύτικους κοινωνικούς ελιγμούς και ψεύτικο κατευνασμό». Ο Σλάιχερ πραγματικά κατάργησε μερικά από τα πιο μισητά έκτακτα διατάγματα του Πάπεν, αλλά δεν πέτυχε τον «κατευνασμό». Τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1933 στην Κολονία, στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ, συναντήθηκαν οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων, Φέγκλερ, Κίρντορφ, Τίσεν και Σρέντερ με τον Πάπεν, τον Χούγκεμπεργκ και τον Χίτλερ. Στη συνάντηση αυτή λύθηκε οριστικά το πρόβλημα της παράδοσης της εξουσίας στους φασίστες.
Στις 22 Γενάρη οι χιτλερικοί οργάνωσαν με την ανοχή της αστυνομίας μια προκλητική διαδήλωση μπροστά στα κεντρικά γραφεία του κομμουνιστικού κόμματος. Σε απάντηση 150.000 εργάτες του Βερολίνου με επικεφαλής τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ε. Τέλμαν, Β. Ούλμπριχτ, Ι. Σέερ και Φ. Φλόριν πέρασαν στις 29 Ιανουαρίου τους δρόμους του Βερολίνου διαδηλώνοντας πώς είναι έτοιμοι να αποκρούσουν τους φασίστες. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος πρότεινε πάλι στους ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας κοινή δράση εναντίον του φασισμού, αλλά όπως πριν έτσι και τώρα οι σοσιαλδημοκράτες απέφυγαν να δημιουργήσουν το ενιαίο μέτωπο.
Στις 30 Γενάρη του 1933 ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο. Ο Πάπεν έγινε αντικαγκελάριος. Ετσι στη Γερμανία εγκαθιδρύθηκε ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία του φασισμού.
Η δράση της σοσιαλδημοκρατίας αποδείχτηκε χρήσιμη. Η σοσιαλδημοκρατία στο όνομα αντιμετώπισης της κρίσης έσπερνε στους εργάτες οπορτουνιστικές θεωρίες, τους χειραγωγούσε στην υποταγή στον καπιταλισμό, απέριπτε όλες τις προσπάθειες των κομμουνιστών για τη δημιουργία ενιαίου μετώπου εναντίον της αντίδρασης και έτσι έστρωναν το δρόμο για το φασισμό.
Αμέσως μετά την εγκαθίδρυση της φασιστικής εξουσίας, η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος κάλεσε τους ηγέτες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και των συνδικαλιστικών οργανώσεων να κηρύξουν αμέσως γενική απεργία με συνθήματα: «Ολοι στο πεζοδρόμιο!», «Να κλείσουν τα εργοστάσια!», «Στην επίθεση των αιμοβόρων φασιστικών σκυλιών να απαντήσουμε αμέσως με απεργία, με μαζική απεργία, με γενική απεργία!». Αλλά και η πρόταση αυτή απορρίφτηκε από τους ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας με το πρόσχημα πως ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία νόμιμα και πως το προλεταριάτο δεν πρέπει «να σπαταλήσει πρόωρα το μπαρούτι της γενικής απεργίας».
Ο Χίτλερ, μόλις έγινε καγκελάριος, σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου οπού πήραν μέρος ο Πάπεν, ο Νόιρατ (Neurath), ο Φρικ και ο Γκέριγκ, πρότεινε να χτυπηθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Χίτλερ δήλωσε: «Μπορούμε, αφού συντρίψουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα, να περιορίσουμε τον αριθμό των ψήφων του στο Ράιχσταγ και έτσι να πάρουμε εκεί την πλειοψηφία».
Ταυτόχρονα, ο Χίτλερ δήλωνε πως κύριος σκοπός του κόμματός του είναι να επιβάλει στη Γερμανία «ολοκληρωτικό έλεγχο», να εξουδετερώσει κάθε αντιπολίτευση, να δημιουργήσει έναν ισχυρό γερμανικό στρατό και πως «οι εκλογές της 5 Μαρτίου θα είναι οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα χρόνια, ίσως μάλιστα και για τα επόμενα εκατό χρόνια».
Για να συντρίψουν το κομμουνιστικό κόμμα οι φασίστες οργάνωσαν μια τεράστια προβοκάτσια: τη νύχτα προς τις 27 Φλεβάρη έβαλαν φωτιά στο κτίριο του Ράιχσταγ και κατηγόρησαν γι' αυτό τους κομμουνιστές. Κύριος οργανωτής αυτής της πρόκλησης ήταν ο Γκέριγκ. Αργότερα το ομολόγησε ο ίδιος μπροστά σε ένα στενό κύκλο συνεργατών του Χίτλερ. «Ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρει πραγματικά το Ράιχσταγ», είπε ο Γκαίριγκ, «είμαι εγώ, γιατί εγώ έβαλα φωτιά σ' αυτό». Οι χιτλερικοί χρησιμοποιώντας τον εμπρησμό του Ράιχσταγ σαν πρόσχημα έκαναν μαζικές συλλήψεις αντιφασιστών με βάση καταλόγους που ήταν έτοιμοι από πριν. Περισσότερα από 10 χιλ. άτομα ρίχτηκαν στις φυλακές. Στις 28 Φλεβάρη, υστέρα από πρόταση της χιτλερικής κυβέρνησης, ο Χίντενμπουργκ ανέστειλε με έκτακτο διάταγμα όλα τα άρθρα του συντάγματος της Βαϊμάρης που εγγυόνταν την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων και της ίδρυσης συνδικαλιστικών Οργανώσεων.
Οι κομμουνιστές συνέχιζαν με γενναιότητα τον αγώνα εναντίον του φασισμού επιδιώκοντας την ενότητα δράσης όλων των εργαζομένων, ανεξάρτητα από κομματική ή συνδικαλιστική τοποθέτηση. Στις 27 Φλεβάρη ο Ερνέστος Τέλμαν με ανοιχτό γράμμα προς όλους τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες και τα μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων έκανε έκκληση για τη συγκρότηση ενιαίου μετώπου. «Αν αγωνιστούμε ενωμένοι», έλεγε το γράμμα, «θα είμαστε ανίκητοι». Την 1 Μαρτίου το Κομμουνιστικό Κόμμα έστειλε στην ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και στη Γενική Ενωση των γερμανικών συνδικαλιστικών Οργανώσεων ακόμη ένα γράμμα όπου πρότεινε να κηρυχθεί γενική πολιτική απεργία εναντίον της φασιστικής δικτατορίας. Οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας και τη στιγμή ακόμη αυτή απέρριψαν την πρόταση των κομμουνιστών και ματαίωσαν έτσι την κοινή αντιφασιστική δράση της γερμανικής εργατικής τάξης.
Μήπως την ίδια ακριβώς ταχτική και πολιτική δεν ακολουθεί η σοσιαλδημοκρατία; Τι κάνει στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ; Τι κάνουν τα αστικά και προπαγανδιστικά επιτελεία; Προάγουν τον ΛΑ.Ο.Σ. σε συνδυασμό με την επιδίωξη ανόδου του ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική εξουσία με στόχο το τσάκισμα του ΚΚΕ, του ταξικού εργατικού κινήματος. ΠΑΣΟΚ και ΛΑ.Ο.Σ. τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούν το ίδιο περιεχόμενο στην αντικομμουνιστική δράση. Οχι γιατί το άλλο κόμμα της αστικής τάξης (η ΝΔ) δεν μπορεί να το κάνει, αλλά στις δοσμένες συνθήκες την αστική τάξη συνολικά τη βολεύει αυτή η τακτική.
Τα ντόπια αλλά και τα «συμμαχικά» του κεφαλαίου στην Ελλάδα ιμπεριαλιστικά επιτελεία προωθούν τον ΛΑ.Ο.Σ. ως ανάχωμα και υποδοχέα δυσαρεστημένων λαϊκών στρωμάτων από την αστική πολιτική και εργαλείο αναστήλωσης του αστικού πολιτικού συστήματος. Τους βολεύει για να ενισχύεται το ΠΑΣΟΚ, αλλά και η δικομματική εναλλαγή, με έναν ακροδεξιό μπαμπούλα που τον εμφανίζουν να δυναμώνει. Ο ΛΑ.Ο.Σ ως «λαγός» του ΠΑΣΟΚ αποδείχτηκε χρήσιμο αντικομμουνιστικό εργαλείο. Τέτοιες «υπόγειες» διαδρομές, «σκάφτηκαν πιο παλιά. Ηταν το 2002, κατά την προεκλογική περίοδο για τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές, όπου στην υπερνομαρχία της Αθήνας συγκροτήθηκε συνδυασμός του ΛΑ.Ο.Σ. Τότε αποκαλύπταμε ότι με τη στάση του το ΠΑΣΟΚ μετατρέπει σε υπολογίσιμη δύναμη τον Γ. Καρατζαφέρη και το κόμμα του. Ηταν μια πολύ συνειδητή επιλογή και ως «πείραμα» ωφέλιμο για το αστικό πολιτικό σύστημα. Η σημερινή εξέλιξη αυτό δείχνει. Τότε η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αναφωνούσε: «Τι το κόφτει το ΚΚΕ αν ενισχυθεί ο ΛΑ.Ο.Σ.;». Θέλουν τον ΛΑ.Ο.Σ. ανάχωμα, άρα να ενισχυθεί από λαϊκές δυνάμεις. Συμφέρει το ΠΑΣΟΚ, συμφέρει και το σύστημα. Το αντικομμουνιστικό, ακροδεξιό ΛΑ.Ο.Σ. βολεύει τη σοσιαλδημοκρατία.
Η συνταγή του ΠΑΣΟΚ είναι αντιγραφή από το κόμμα των Γάλλων σοσιαλδημοκρατών. Τι έγινε στη Γαλλία; Στις εκλογές του 1974, το κόμμα του Λεπέν είχε λάβει το 0,6% των ψήφων. Το συγκεκριμένο κόμμα, από τα μέσα του '80 και για μια ολόκληρη δεκαετία αποτέλεσε - σκανδαλωδώς - τον «εκλεκτό» των γαλλικών ΜΜΕ. Οπως τώρα στην Ελλάδα ο ΛΑ.Ο.Σ. Η ιστορία της ενίσχυσης του Λεπέν είναι γνωστή. Οι καταγγελίες που είχαν υπάρξει ήταν συγκεκριμένες και μιλούσαν για «παιχνίδι» του τότε Προέδρου της Γαλλίας Μιτεράν, που μέσω των καναλιών τροφοδοτούσε τον Λεπέν ώστε να αποσπά ψήφους από τους γκωλικούς.
Εχει μεγάλη σημασία λοιπόν για την πάλη του διεθνούς εργατικού κινήματος να διδαχτεί για το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας στην ανάδειξη των φασιστικών δυνάμεων ή στην ανοχή της στρατιωτικοπολεμικής προετοιμασίας τους.
Γιατί και σήμερα, οι λαοί βρίσκονται μπροστά σε διαδοχικούς ιμπεριαλιστικούς πολέμους, σε οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού που κυοφορούν βαθύτερες και πιο γενικευμένες κρίσεις. Οι λαοί βρίσκονται μπροστά σε μια γενικευμένη επίθεση του κεφαλαίου που σαρώνει κατακτήσεις δεκαετιών. Επίθεση που ιδεολογικά - πολιτικά αιτιολογείται στο όνομα αντιμετώπισης της κρίσης, αλλά υπέρ του κεφαλαίου.
Σήμερα είναι πρόκληση για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, να διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος, να μην πέσει στην ανώδυνη για το σύστημα παγίδα του «αντινεοφιλελεύθερου» μετώπου. Ο διεθνής ιμπεριαλισμός, το κάθε καπιταλιστικό κράτος, η κάθε ιμπεριαλιστική συμμαχία είναι πρώτ' απ' όλα σταθερά προσηλωμένοι απέναντι στον ταξικό τους αντίπαλο: Πρώτα απ' όλα έχει στραμμένα τα πυρά της απέναντι στο εργατικό και λαϊκό κίνημα. Κινούνται με ελιγμούς προκειμένου να εξουδετερώσουν και να ενσωματώσουν τις λαϊκές αντιδράσεις, να αποπροσανατολίζουν τον ταξικό τους αντίπαλο, επιδιώκοντας ακόμη και να παροπλίζουν με ενσωμάτωση την πολιτική πρωτοπορία του εργατικού κινήματος, τα ίδια τα Κομμουνιστικά Κόμματα.
Σήμερα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία η πάλη μας με τη στρατηγική του ΚΚΕ, τη στρατηγική του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού μετώπου πάλης για το σοσιαλισμό. Και με την ακούραστη πρωτοπόρα δράση μας πρέπει να την κάνουμε υπόθεση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Πηγές
1.Παγκόσμια Ιστορία της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ,τόμος Θ1-Θ2, εκδόσεις «Μέλισσα».
2.Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, έκδοση «Σύγχρονη Εποχή».