Η Διάσκεψη των «κεντροαριστερών» ηγετών στο Βερολίνο
Η Διάσκεψη των ηγετών της «κεντροαριστεράς» στο Βερολίνο, το περασμένο Σάββατο, δείχνει τους προβληματισμούς της «σύγχρονης» σοσιαλδημοκρατικής «αφρόκρεμας» με τα δεδομένα της «παγκοσμιοποίησης» και των συνεπειών της. Η Διάσκεψη κατέληξε σ' ένα κοινό ανακοινωθέν το οποίο κρύβει πολύ περισσότερα από όσα φανερώνει. Οι «τιμονιέρηδες» των παγκόσμιων εξελίξεων τα τελευταία χρόνια ανησυχούν.
Ανησυχούν πρώτα γιατί η πλήρης και χωρίς όρους απελευθέρωση των αγορών, όπως είναι μοιραίο στον καπιταλισμό, οδήγησε στην εκδήλωση σοβαρών και επικίνδυνων ανταγωνισμών μεταξύ τους. Ανησυχούν όμως και γιατί πυκνώνουν οι αντιδράσεις λαών και κοινωνικών στρωμάτων που υφίστανται τις ολέθριες συνέπειες της πολιτικής τους.
Η διαφορά της Διάσκεψης του Βερολίνου από τη Διάσκεψη της Φλωρεντίας (Νοέμβρης 1999) βρίσκεται και στη διευρυμένη συμμετοχή (τότε συμμετείχαν 6 ηγέτες, τώρα 14), αλλά και στη σύνθεση (τότε ήταν οι πέντε Ευρωπαίοι με τον Κλίντον, τώρα προστέθηκαν και ηγέτες απ' όλο τον κόσμο). Επίσης, ενώ στη Φλωρεντία δεν υπήρξε ανακοινωθέν, στο Βερολίνο εκδόθηκε.
Η παράθεση των ονομάτων των ηγετών που πήραν μέρος στη Διάσκεψη αυτή, έχει ιδιαίτερη σημασία για να κρίνει ο αναγνώστης ποιοι είναι αυτοί που ευαγγελίζονται την «Προοδευτική Διακυβέρνηση τον 21ο Αιώνα», όπως ήταν και ο τίτλος της Διάσκεψης. Στο Βερολίνο λοιπόν ήταν οι πρόεδροι: των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον, της Βραζιλίας Ερνέστο Καρντόζο, της Αργεντινής Φερνάντο ντε λα Ρουά, της Χιλής Ρικάρντο Λάγος, της Νότιας Αφρικής Τάμπο Μπέκι και οι πρωθυπουργοί της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ, της Γαλλίας Λιονέλ Ζοσπέν, της Ιταλίας Τζουλιάνο Αμάτο, της Ολλανδίας Βιμ Κοκ, της Σουηδίας Γκόραν Πέρσον, της Πορτογαλίας Αντόνιο Γκουτιέρες, της Ελλάδας Κώστας Σημίτης, του Καναδά Ζαν Κρετιέν και η πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας Ελεν Κλαρκ. Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Τόνι Μπλερ, που πήρε μέρος στη Διάσκεψη της Φλωρεντίας, δεν πήγε στο Βερολίνο επικαλούμενος τις γονικές του υποχρεώσεις στο νεογέννητο γιο του...
Η πρώτη εντύπωση για τη Διάσκεψη του Βερολίνου ήταν αυτή που έδωσε ο γερμανικός Τύπος την περασμένη Πέμπτη, μια μέρα πριν την έναρξή της. Η «Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε» σε σχόλιό της προδίκαζε την αποτυχία και αναρωτιόταν αν «δικαιολογεί την όλη δαπάνη για την πραγματοποίηση της Διάσκεψης». Η «Ντερ Ταγκεσπίγκελ» σε ένα άρθρο της σχολίαζε δηκτικά: «Η γοητεία αυτής της διάσκεψης βρίσκεται στο ότι δε θα προσδιορίσει τίποτα απολύτως». Η «Μπερλίνερ Μόργκενποστ» σε άρθρο υπό τον τίτλο «Τρεις ώρες για τον κόσμο: Σύγχρονη Διακυβέρνηση με το Σρέντερ και τον Κλίντον» σχολίαζε: «Σύγχρονη Διακυβέρνηση σημαίνει να εμφανίζεις με ωραίο τρόπο στη διεθνή σκηνή ακόμη και πενιχρά αποτελέσματα». Τέλος, στη μεγάλης κυκλοφορίας «Φρανκφούρτερ Ρουντσάου» το ρεπορτάζ αναφερόταν στα ενισχυμένα μέτρα ασφαλείας λόγω της συμμετοχής του Κλίντον και ότι η Διάσκεψη δίνει μια ευκαιρία να ενισχυθεί ο ρόλος του Βερολίνου ως γερμανική πρωτεύουσα.
Τα αποτελέσματα της Διάσκεψης επιβεβαίωσαν τις εκτιμήσεις του Τύπου και οι Γερμανοί «οικοδεσπότες» δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι. Το τι ακριβώς έγινε στην τρίωρη συνάντηση των «κεντροαριστερών» το περασμένο Σάββατο στην αίθουσα των συνεδριάσεων της γερμανικής Καγκελαρίας αποτυπώνεται στην πρώτη παράγραφο του κοινού ανακοινωθέντος. «Συγκεντρωθήκαμε όλοι εδώ στο Βερολίνο, για να ανταλλάξουμε απόψεις, αλλά και να μάθουμε ο ένας απ' τον άλλο πώς να αντιμετωπίσουμε τις νέες προκλήσεις και ευκαιρίες που μας φέρνει ο 21ος αιώνας», ούτε λόγος φυσικά για κοινές αποφάσεις. Απ' αυτό μπορεί κανείς να αντιληφθεί και ποιο αντίκρισμα έχει το ακατάσχετο ευχολόγιο που ακολουθεί, με το οποίο οι ηγέτες της «κεντροαριστεράς» επιχειρούν να εμφανιστούν ως «σταυροφόροι» της «κοινωνικής δικαιοσύνης»...
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να παραγνωρίσουμε δυο στοιχεία που αναδείχτηκαν απ' τη Διάσκεψη του Βερολίνου, έστω κι αν αυτή διέψευσε τις προσδοκίες των οργανωτών της. Το πρώτο αφορά στην κοινή τους διαπίστωση ότι η «παγκοσμιοποίηση» χρειάζεται ένα πολιτικό μοντέλο διαχείρισης που να απορροφά τους κραδασμούς (εξαιτίας των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών και των λαϊκών αντιδράσεων) και το δεύτερο στοιχείο αφορά στην αναζήτηση ενός ιδεολογικού και πολιτικού στίγματος της σοσιαλδημοκρατίας στα νέα δεδομένα.
Ετσι αναγάγουν την «παγκοσμιοποίηση», όπως εξάλλου και τον καπιταλισμό, σε μη αναστρέψιμη πραγματικότητα. Αφού λοιπόν πρόκειται για μια αναπότρεπτη πραγματικότητα, απορρίπτουν κάθε θεωρία και δράση για ανατροπή και κηρύσσουν, όπως έκανε ο κ. Σημίτης, το τέλος της πάλης των τάξεων. Το «κεντροαριστερό όραμα» ολοκληρώνεται με ένα μοντέλο διαχείρισης οικονομικής και πολιτικής με στόχο το μοίρασμα των συνεπειών ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα κατά τρόπο λιγότερο επικίνδυνο για τη σταθερότητα του συστήματος και με κάποιους κανόνες που θα χαλιναγωγούν τους σκληρούς ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς.
Στο Βερολίνο, είναι αλήθεια ότι δεν το κατάφεραν και είναι ένα ζήτημα αν θα το καταφέρουν κάποτε. Οι νόμοι της καπιταλιστικής ανάπτυξης λειτουργούν και σήμερα ακριβώς όπως τους διατύπωσαν οι θεμελιωτές του επιστημονικού κομμουνισμού και από αυτή τη λειτουργία παράγονται ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα. Το σπουδαιότερο απ' αυτά είναι η ταξική εκμετάλλευση, η σχετική και απόλυτη εξαθλίωση, αλλά και η ταξική αντιπαλότητα, η ταξική πάλη. Αυτή τη νομοτελειακή εξέλιξη ούτε να την αποφύγουν, ούτε (πολύ περισσότερο) να την καταργήσουν μπορούν οι «κεντροαριστεροί» του Βερολίνου. Μπορούν μόνο να κερδίζουν χρόνο διασπείροντας την αυταπάτη για «δικαιότερο καπιταλισμό» και για αυτοσυγκράτηση των άγριων ενστίκτων του ανταγωνισμού. Ομως, το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον.
Μόλις κυκλοφόρησε
Από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», κυκλοφόρησε το βιβλίο του Τριαντάφυλλου Αθ. Γεροζήση, «Ανταρτόπουλο στο ΔΣΕ». Ο συγγραφέας του βιβλίου, νεαρός ΕΠΟΝίτης κατάχτηκε στο Δημοκρατικό Στρατό, στις αρχές του 1949. Μέσα από την εμπειρία του καταγράφει την «εσωτερική» ζωή των μαχητριών και μαχητών του ΔΣΕ, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αναδείξει την πηγή της δύναμής τους, αυτής της δύναμης που αντιμετώπισε τις κακουχίες, τις στερήσεις, τις θυσίες των ανταρτών, αποδίδοντας τες στα ιδανικά για τα οποία αγωνίζονταν. Οπως γράφει, ο Σοσιαλισμός, η καλύτερη, η πιο ανθρώπινη κοινωνία, ήταν το ιδανικό τους, αυτό που διαμόρφωνε το νέο τύπο ανθρώπου στις συνθήκες του αγώνα. Το βιβλίο προλογίζει ο Χαρίλαος Φλωράκης.