ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 11 Ιούνη 2000
Σελ. /36
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Συμβολή στη συζήτηση για την εκκλησιαστική αναταραχή

Παπαγεωργίου Βασίλης

Τον τελευταίο καιρό, το θέμα της αναταραχής στην Εκκλησία ή, καλύτερα, στις σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας έχει πάρει διαστάσεις και προκαλεί πολλές συζητήσεις. Για λόγους που αναφέρουμε παρακάτω, θεωρούμε το θέμα πολύ σοβαρό και γι' αυτό νομίζουμε ότι απαιτείται πραγματική και σοβαρή συζήτησή του, στην οποία και καταθέτουμε τη μικρή μας συμβολή.

Προέλευση και εξέλιξη

Παρ' όλο που πρέπει να ομολογήσουμε ότι δύσκολα καταλαβαίνουμε τη σχέση ανάμεσα στο συγκεκριμένο θέμα και σε γενικούς ιστοριοδιφικούς διαλογισμούς, που φαίνεται να προκαλεί, θεωρούμε χρήσιμο, αφού οι διαλογισμοί αυτοί έχουν ήδη αρχίσει, να κάνουμε μερικές χρήσιμες ιστορικές αναφορές.

Η θρησκεία αποτελεί βασικό στοιχείο της κοινωνικής συνείδησης και, μάλιστα, ένα τέτοιο στοιχείο που δίνει την εντύπωση της αιωνιότητας, την εντύπωση ότι υπάρχει σε όλους και πάντοτε. Αυτή η ίδια η αίσθηση βάρυνε πολύ στην έρευνα της προέλευσης της θρησκευτικής συνείδησης και της αιτίας τής τόσο γενικής παρουσίας της.

Η άποψη που κυριαρχεί ανατρέχει στην πρωτόγονη κοινωνία και εξηγεί το φαινόμενο σαν αποτέλεσμα της ανικανότητας του πρωτογόνου ανθρώπου να εξηγήσει τα γύρω του συμβαίνοντα φυσικά φαινόμενα.

Η άποψη αυτή δεν έχει παρά ένα μόνο βασικό μειονέκτημα: Είναι παντάπασιν εσφαλμένη.

Ο πρωτόγονος άνθρωπος δεν αισθάνεται καμία τόσο γενική περιέργεια. Αυτό του το επιβάλλουν οι συνθήκες της ζωής του. Κατ' αρχήν, ζει σε απίστευτα σκληρές συνθήκες όπου μόνο η συνεχής χειρωνακτική εργασία, χωρίς ούτε στιγμή διαλείμματος, του επιτρέπει την απλή επιβίωση. Δεν έχει καθόλου χρόνο για αφηρημένο διαλογισμό. Στη ζωή του, η σωματική και πνευματική εργασία δεν είναι ακόμη διαχωρισμένες. Στις συνθήκες του πρωτογονισμού, όμως, αυτό, απλούστατα, σημαίνει ότι η πνευματική ζωή είναι εξ ίσου υποταγμένη στην ανάγκη άμεσης επιβίωσης όσο και η σωματική.

Στην κοινωνία όπου ζει, δεν υπάρχει αυθύπαρκτη και συστηματική επιστημονική σκέψη ούτε απόθεμα επιστημονικών γνώσεων, πράγμα που αποτελεί ένδειξη του χαμηλού επιπέδου συσσώρευσης. Δεν υπάρχει κρατική εξουσία ούτε καταμερισμός εργασίας και αυτός που υπάρχει είναι τόσο στοιχειώδης ώστε επιβάλλεται αυθόρμητα και, κατά κανόνα, ανεπαίσθητα.

Ολα αυτά έχουν ένα γενικό αποτέλεσμα ιστορικής εμβέλειας: Το ολοφάνερο γεγονός ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος δεν έχει κανένα λόγο (και, πολύ περισσότερο, κανένα τρόπο) να κάνει πολύπλοκους συλλογισμούς και να αντιλαμβάνεται την ύπαρξη δυνάμεων που βρίσκονται πέρα από το δικό του άμεσο αισθητικό περιβάλλον. Γι' αυτόν, αλήθεια είναι αυτό που βλέπει, που ακούει, που αισθάνεται κλπ.

Ακόμη και η περιέργειά του περιορίζεται στο άμεσο περιβάλλον του. Ακόμη και ο θάνατος δε φοβίζει συνειδητά τον πρωτόγονο, που δεν έχει πλήρη συνείδηση της ζωής και της διαφοράς της από τον θάνατο.

Ολα τα παραπάνω σημαίνουν το εξής πολύ απλό πράγμα: Στην πρωτόγονη κοινωνία, δεν υπάρχει θρησκεία. Και δεν υπάρχει ακριβώς λόγω του αιτίου που αναφέρει ο Ομηρος: Γιατί δεν υπάρχει η εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου που τη δημιουργεί.

Εκείνο που θεωρούμε "πρωτόγονη θρησκεία" είναι, στην πραγματικότητα, ένα σύνολο εκδηλώσεων (εργασιακών, μιμητικών ακόμη και παιδαγωγικών και ψυχαγωγικών) που παρεξηγούμε. Ο τοτεμισμός δεν είναι θρησκεία. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για την ιδεολογική εικόνα ενός σταδίου, από όπου πέρασε όλη η ανθρωπότητα και που αντανακλά τη στενή βιοτική σύνδεση του ανθρώπου με το ζώο (και όχι, κατ' ανάγκην, με το "ζώο" γιατί, καμιά φορά, στρέφεται γύρω από φυτά ή ακόμη και έντομα). Σχέση που έχει, με τη σειρά της, σχέση με την τροφή του ανθρώπου στο στάδιο της απλής συλλογής τροφής.

Ο πραγματικά πρωτόγονος τοτεμισμός, και όχι αυτός που συχνά γνωρίζουμε μέσω πιο εξελιγμένων κοινωνιών, δεν είναι θρησκευτικός. Δε χαρακτηρίζεται από το κατ' εξοχήν ποιοτικό χαρακτηριστικό της θρησκείας, τη λατρευτική ικεσία, αλλά από την προσταγή. Δεν έχει καμία σχέση με αναλύσεις για τη δημιουργία του κόσμου, που δεν απασχολεί τον πρωτόγονο. Είναι μαγεία, όχι λατρεία. Η πρακτική της σκοπιμότητα (που δεν είναι, βέβαια, τελείως συνειδητή) δεν είναι ο εξιλασμός εχθρικών και, πάντως, αγνώστων και ανεξέλεγκτων δυνάμεων (ο πρωτόγονος δεν μπορεί να συλλάβει την ύπαρξη ακριβώς τέτοιων δυνάμεων) με στόχο τον μετριασμό της οργής τους, αλλά η μελέτη των χαρακτηριστικών και των συνηθειών του ζώου, ώστε ο άνθρωπος να μπορεί να το αξιοποιήσει, δηλαδή να το κυνηγήσει και, συνήθως, να το σκοτώσει, ευκολότερα.

Εδώ, μπαίνουμε σε ένα πολύ σοβαρό ερώτημα:

- Αν δεχτούμε ότι, στην πρωτόγονη κοινωνία, δεν υπάρχει θρησκεία, είναι φανερό ότι αυτό σημαίνει πως η θρησκεία δεν είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη κοινωνία και, πολύ περισσότερο, με την ανθρώπινη φύση. Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει (και έχει, μάλιστα, για μακρότατο χρονικό διάστημα ήδη ζήσει) χωρίς θρησκεία. Τότε, πώς εξηγείται η διαδεδομένη άποψη ότι δεν μπορεί να υπάρχει και δεν έχει ποτέ υπάρξει κοινωνία χωρίς θρησκεία; Αποψη, συμπληρώνουμε, που φαίνεται να επαληθεύεται από όλες τις εμπειρικές παρατηρήσεις.

Εδώ, έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο όχι λιγότερο σοβαρό: Με το ότι, δηλαδή, οι σχετικές έρευνες, από σκοπιμότητα ή από παρεξήγηση, αναφέρονται μόνο στην ταξική κοινωνία, ξεχνώντας την "προταξική", την οποία, άλλωστε, συνήθως και αγνοούν.

Γιατί, βέβαια, εκεί βρίσκεται το "ψητό": Στο ότι η θρησκεία, σαν βασική μορφή κοινωνικής συνείδησης, εμφανίζεται μαζί με την ταξική κοινωνία. Η αιτία της δε βρίσκεται στην αμάθεια, ούτε στη δεισιδαιμονία, ούτε στο φόβο μπροστά στο άγνωστο. Βρίσκεται σε μια βαθιά ιστορική μεταλλαγή, στη δημιουργία της ταξικής κοινωνίας, την οποία και αδιάλειπτα συνοδεύει.

Η διαδικασία δημιουργίας

Η πορεία της δημιουργίας της θρησκείας είναι, βέβαια, μια πολύ πολύπλοκη υπόθεση και εδώ θα μας απασχολήσει μόνο περιληπτικά.

Η πορεία της ακολουθεί την πορεία δημιουργίας της ταξικής κοινωνίας. Τα πρώτα σημάδια αυτού που αργότερα θα γίνει θρησκεία εμφανίζονται στην ανώτερη βαθμίδα της πρωτόγονης κοινωνίας, όταν αυτή δέχεται από παντού ισχυρότατες διαλυτικές πιέσεις.

Βάση των πιέσεων αυτών είναι ένα φαινόμενο ήδη πολύ αισθητό: Η αύξηση της παραγωγής του κοινωνικού πλούτου. Το φαινόμενο αυτό έχει μια σειρά σοβαρότατες συνέπειες.

α) Γνωσιολογικές. Η βαθμιαία αύξηση του κοινωνικού πλούτου γεμίζει σιγά - σιγά το περιβάλλον του ανθρώπου με κάτι που λείπει σχεδόν τελείως από το καθ' αυτό πρωτόγονο περιβάλλον: Τεχνητά αντικείμενα. Ο πολλαπλασιασμός τους, που συνοδεύεται αναπόφευκτα από την απόκτηση όλο και πιο μεγάλων γνώσεων, αρχίζει να δημιουργεί τις πρώτες ανησυχίες για τη "δημιουργία" του ίδιου του περιβάλλοντος του ανθρώπου. Ενώ ο τελείως πρωτόγονος άνθρωπος δεν μπορεί να φανταστεί τρόπους "δημιουργίας εξ αρχής". Ο άνθρωπος που βαθμιαία βγαίνει από τον πρωτογονισμό αρχίζει να μπορεί, ακριβώς γιατί ο ίδιος είναι υφαντουργός, αγγειοπλάστης, λεπτουργός, γεωργός, κτηνοτρόφος κλπ.

β) Κοινωνικές. Η αύξηση του κοινωνικού πλούτου δημιουργεί ένα κοινωνικό πλεόνασμα, το οποίο και συνεχώς αυξάνει. Η δημιουργία του πλεονάσματος αυτού οφείλεται στην ένταση του καταμερισμού εργασίας και το πλεόνασμα, με την εμφάνιση και την αύξησή του, δυναμώνει αυτό τον καταμερισμό. Η παλιά ομοιομορφία, η βασισμένη στην κοινή και λίγο - πολύ όμοια δουλιά, σιγά σιγά διασπάται. Δημιουργούνται ειδικές κατηγορίες μελών της κοινωνίας που κάνουν ειδικές και, στο "τέλος", μόνιμα ειδικές ή και κληρονομικές δουλιές. Αρχίζει ένας έντονος αγώνας για την ιδιοποίηση του λιγοστού πλεονάσματος, που δυναμώνει καθώς το πλεόνασμα αυξάνεται. Το πλεόνασμα καταλήγει στα χέρια ορισμένων μελών της ομάδας. Τα παλαιά όργανα διαχείρισης γίνονται βαθμιαία όργανα εξουσίας. Στην κοινωνία, επικρατεί η σχέση υποταγής και, μάλιστα, υποταγής διά της βίας των πολλών στους λίγους, που ζουν όλο και πιο πλουσιοπάροχα από την εκμετάλλευση των πολλών.

γ) Ιδεολογικές. Η εμφάνιση της ταξικής κοινωνίας συνοδεύεται από ένα γιγαντιαίο πνευματικό άλμα προς τα εμπρός. Ο άνθρωπος, για πρώτη φορά, καταλαβαίνει ότι η αλήθεια δεν είναι αυτή που βλέπει ή αλλιώς αισθάνεται άμεσα. Αντιλαμβάνεται ότι, πίσω από αυτήν, υπάρχουν δυνάμεις που αυτός δεν μπορεί να αισθανθεί άμεσα, αλλά που τον επηρεάζουν όχι λιγότερο πραγματικά και ίσως, μάλιστα, περισσότερο από όσο αυτός νομίζει. Υπάρχει, συνεπώς, μια δύναμη που κυριαρχεί σ' αυτόν. Αυτή, βέβαια, πάντα υπήρχε αλλά αυτός τώρα καταλαβαίνει την ύπαρξή της. Στη βάση αυτής της εξέλιξης, ο άνθρωπος κάνει ακόμη ένα πολύ σημαντικό βήμα: Συνειδητοποιεί το φαινόμενο του θανάτου. Παράλληλα, οι όροι κοινωνικής διαβίωσης αλλάζουν. Μαζί με τον πολιτισμό, έρχεται η ταξική αλλοτρίωση, η κυριαρχία του κράτους, η πόλωση του πλούτου και της φτώχειας, η μετατροπή της κοινωνίας σε πεδίο άγριας σύγκρουσης, για να μην πούμε σε ένα φριχτό σφαγείο, στην υπηρεσία και προς το συμφέρον της κυρίαρχης τάξης. Με άλλα λόγια, η ταξική κοινωνία φέρνει στο ιδεολογικό προσκήνιο την αίσθηση της αδυναμίας του ανθρώπου.

Ολα αυτά καταλήγουν στη δημιουργία της θρησκευτικής ιδεολογίας. Μιας ιδεολογίας η οποία:

α) Καθιερώνει την ύπαρξη απρόσιτων δυνάμεων. Οι δυνάμεις αυτές έχουν άμεση σχέση με τον άνθρωπο και επεμβαίνουν άμεσα στη ζωή του. Είναι, όμως, απρόσιτες και βρίσκονται, συμβολικά, σε χώρους που αυτός δεν μπορεί να φτάσει (π.χ., στον ουρανό). Στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος τώρα αρχίζει να νιώθει φόβο με την έννοια που του δίνουμε εμείς. Πρόκειται για μια ιστορική έκφραση της αντικειμενικής πραγματικότητας, που δεν αποτελεί ενότητα αλλά ενότητα των αντιθέτων: Το "άγνωστο" αρχίζει να προκαλεί φόβο ακριβώς καθώς γίνεται "γνωστό".

β) Αντανακλά την υπάρχουσα κοινωνική τάξη. Οι σχέσεις υποταγής που κυριαρχούν στον γήινο κόσμο επικρατούν και στον θρησκευτικό. Ο άνθρωπος γίνεται "δούλος του Θεού" επειδή ακριβώς έχει γίνει πρώτα δούλος του ανθρώπου. Η ουράνια τάξη είναι, στην πραγματικότητα, μια εξογκωμένη αναπαράσταση της γήινης ιεραρχίας και εξελίσσεται ακολουθώντας την εξέλιξή της. Η θρησκευτική συνείδηση δικαιολογεί τον γήινο κόσμο, αντανακλώντας τις αντιθέσεις του, και συμφιλιώνει τον άνθρωπο μαζί του είτε καθαγιάζοντας το καθεστώς της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης είτε καλώντας στην εξέγερση εναντίον του. Αυτό φαίνεται πεντακάθαρα στις κραυγαλέες αντιφάσεις των Γραφών ή του Κορανίου όπου τα κηρύγματα της υποταγής συνυπάρχουν με κηρύγματα καταστροφής της "πόρνης Βαβυλώνος", ενός κόσμου "ανίερου" και "αντίθετου με τους κανόνες του Θεού".

γ) Ανοίγει την πύλη για την είσοδο στη μελέτη της αντικειμενικής πραγματικότητας. Μέσω του θρησκευτικού κόσμου, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται όχι μόνο την ύπαρξη μιας πραγματικότητας που δεν μπορεί να αισθανθεί άμεσα, αλλά και την ενότητα του σύμπαντος. Από αυτή την άποψη, είναι χαρακτηριστική η εξέλιξη του ίδιου του θρησκευτικού κόσμου. Ο τελευταίος κινείται, από ένα κατώτερο στάδιο (που αντανακλά ένα στάδιο αίσθησης ενός «διάσπαρτου» και τυχαίου κόσμου), σε ένα ανώτερο, όπου εμφανίζεται η εικόνα της κυριαρχίας της μιας και μόνης οντότητας.

Τα παραπάνω αποτελούν την πρώτη ιστορική απόδειξη ότι η θρησκευτική συνείδηση δεν αποτελεί απλό γέννημα της αμάθειας ή πρόχειρη και εκ των ενόντων απάντηση σε κοσμολογικούς προβληματισμούς, αλλά νομοτελειακό χαρακτηριστικό της ταξικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, βλέπουμε ότι η θρησκεία εμφανίζεται όχι όταν η αμάθεια κυριαρχεί (πρωτόγονη κοινωνία) αλλά, αντίθετα, όταν αρχίζει να υποχωρεί (ταξική κοινωνία).

Την άλλη απόδειξη για τα παραπάνω μπορούμε να τη δούμε σήμερα, στις συνθήκες του προχωρημένου καπιταλισμού: Ο γενικός αλφαβητισμός και οι επιστημονικοτεχνικές επαναστάσεις, που έχουν φτάσει η μία να διαδέχεται την άλλη, καθόλου δεν εξαφάνισαν τη θρησκεία και τίποτε δε δείχνει ότι θα την εξαφανίσουν. Ακόμη περισσότερο: Με την εμφάνιση και τη στερέωση των καπιταλιστικών εθνών και των καπιταλιστικών εθνικών κρατών, η θρησκευτική συνείδηση εισέρχεται τώρα και στην εθνική συνείδηση και αυτό ανεξάρτητα από το κατά τόπους νομικό καθεστώς.

Εδώ αξίζει να προσθέσουμε και ένα είδος «παραϊστορικής» (κατά το "παραπολιτικής") παρατήρησης: Αν το καλοπροσέξουμε, η θρησκεία όχι μόνο δεν αποκλείει την παιδεία, αλλά, αντίθετα, την προϋποθέτει. Και αυτό γιατί, όπως σήμερα το γνωρίζουμε καλά, η θρησκεία είναι "διδασκαλία".*

Ετσι, βλέπουμε καθαρά τον αντιφατικό ρόλο (σωστότερα: την αντιφατική φύση) της θρησκευτικής συνείδησης:

- Η θρησκευτική συνείδηση είναι μια απατηλή εικόνα του κόσμου. Παρουσιάζει στον άνθρωπο ένα κόσμο που δεν υπάρχει και τον υποτάσσει σε παραστάσεις που έχει, στην πραγματικότητα, δημιουργήσει οι ίδιος.

- Η θρησκευτική συνείδηση είναι μια πραγματική εικόνα του κόσμου. Παρουσιάζει στον άνθρωπο έναν κόσμο που πράγματι υπάρχει από τον οποίο αυτός εξαρτάται, αλλά τον οποίο δεν μπορεί να φτάσει. Το αίσθημα της αδυναμίας, στο οποίο στηρίζεται, αντανακλά πραγματική αδυναμία.

Είναι, νομίζουμε, υπερβολικά φανερό το ότι αυτή η βαθιά αντιφατική φύση της θρησκευτικής συνείδησης (πλάνη και ταυτόχρονα απαλλαγή από την πλάνη) αντανακλά, στην πραγματικότητα, τη βαθιά αντιφατική φύση της ταξικής κοινωνίας (απελευθέρωση και, ταυτόχρονα, υποδούλωση).

ENA ΑΝΑΓΚΑΙΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Αν δεχτούμε το ότι η θρησκευτική συνείδηση αποτελεί αναγκαίο και αναπόφευκτο συνοδευτικό της ταξικής κοινωνίας, τότε αγόμεθα φυσιολογικώς και αβιάστως στο εξής συμπέρασμα:

Δεν μπορεί να υπάρχει ταξική κοινωνία, δηλαδή κοινωνία, στην οποία υπάρχουν η ταξική αλλοτρίωση, η κυριαρχία του κράτους και οι εμπορευματονομισματικές σχέσεις στα διάφορα στάδια εξέλιξής τους, που να μην είναι «θρησκευτική».

Αυτό το συμπέρασμα έχει πολύ μεγάλη σημασία για δύο λόγους:

α) Γιατί αποτελεί την τελική αποδοχή της αλήθειας ότι καμία πρόοδος στον εκπαιδευτικό και πολιτιστικό τομέα δε θα εξαφανίσει τη θρησκευτική συνείδηση όσο δεν αλλάζει η κοινωνία.

β) Γιατί προειδοποιεί απέναντι στον κίνδυνο της προσπάθειας εξάλειψης της θρησκευτικής συνείδησης μέσα στα πλαίσια της ταξικής κοινωνίας με τεχνητά μέσα. Η ταξική κοινωνία δεν μπορεί να ζήσει χωρίς το θρησκευτικό της ALTER EGO, χωρίς αυτό το "όπιο του λαού" που παρηγορεί και εξηγεί, που, κατά περίπτωση, ναρκώνει ή κινητοποιεί...

* Στην πραγματικότητα, είναι, νομίζουμε, πασιφανές ότι η «εγκύκλια» εξέλιξη και η εξέλιξη της θρησκευτικής συνείδησης είναι παράλληλες διαδικασίες. Βασικά στοιχεία του θρησκευτικού κόσμου (π.χ. ιδέες όπως της άπειρης οντότητας, της ψυχής, ή ακόμη και της πέραν του τάφου ζωής) απαιτούν σημαντική αφαιρετική ικανότητα που δεν μπορεί να υπάρχει στην πρωτόγονη κοινωνία.


Θανάσης ΠΑΠΑΡΗΓΑΣ


ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΔΙΣΤΟΜΟ

(Το φοβερό έγκλημα των χιτλερικών)

Η ΧΤΕΣΙΝΗ μέρα εδώ και 56 χρόνια - 10 Ιουνίου 1944 - μας φέρνει στο μαρτυρικό Δίστομο, το μεγάλο βοιωτικό κεφαλοχώρι, που ζούσε τότε τη φοβερή τραγωδία του χαλασμού και του θανάτου. Στο χωριό, στη μικρή πολιτεία σήμερα, που οι Ούνοι, όπως είχαν κάνει και σε πολλά άλλα χωριά μας, θέριζαν κι έκαιγαν αδίσταχτα τη ζωή.

ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ πως τα πρώτα μαντάτα για τη σφαγή του Διστόμου, οι πρώτες πληροφορίες, έφταναν και κυκλοφορούσαν ψιθυριστά, από στόμα σε στόμα στην Αθήνα την άλλη κιόλας μέρα, κυριακάτικα. Είχαν φτάσει από τη Λιβαδειά, που κι αυτή συγκλονισμένη ζούσε κι αφουγκραζόταν από την πρώτη κιόλας ώρα το βογκητό του Διστόμου.

ΕΚΕΙΝΟ το Σάββατο το Δίστομο δεν παρουσίαζε τη γνώριμη, συνηθισμένη του κίνηση. Ηταν ένα πρωινό αλλιώτικο. Καθώς στην εκκλησιά του, τον Αϊ - Νικόλα, θα γινόταν το μνημόσυνο για τα τέσσερα παλικάρια, τέσσερα τσοπανόπουλα που τα θέρισαν 40 μέρες πρωτύτερα οι Γερμανοί, καθώς βοσκούσαν τα κοπάδια τους στις γύρω πλαγιές.

ΠΡΩΤΕΣ μέρες του θεριστή κι οι δουλιές του κάμπου βρίσκονταν στο φόρτε τους στ' αμπέλια και στο θέρο αλλά και στα κοπάδια. Οι ξωμάχοι τ' άφησαν για λίγο και πετάχτηκαν ως το χωριό για να τιμήσουν τους συγχωριανούς τους. Ετσι και βρέθηκε συγκεντρωμένος κόσμος πολύς στο χωριό, το πρωινό του Σαββάτου.

ΠΑΝΕ 20 χρόνια, που ένα ξανά Σάββατο γύρεψα να βρω, να πλησιάσω τις μνήμες με τους ελάχιστους εκείνους επιζώντες από τη μαρτυρική ώρα του χωριού τους. Ενα συναπάντημα με τους γέροντες αλλά και νεότερους που μικρά παιδιά βρέθηκαν στο Δίστομο, που κολυμπούσε στο αίμα και στο θάνατο.

ΟΙ ΧΙΤΛΕΡΙΚΟΙ είχαν μεθοδικά προετοιμάσει την επιδρομή στο Δίστομο. Ξεκίνησαν γύρω στις εφτάμισι. Το πρωί από τη Λιβαδειά ενώ μια άλλη φάλαγγα ερχόταν από την Αμφισσα. Με δυο επιταγμένα λιβαδείτικα λεωφορεία κουβαλούσαν μασκαρεμένους σαν μαυραγορίτες 18 άνδρες των Ες - Ες. Δολερό τέχνασμα για να αιφνιδιάσουν και να χτυπήσουν ΕΛΑΣίτικα τμήματα, που βρίσκονταν στην περιοχή.

ΠΙΣΩ από τους μασκαρεμένους σαν αστακοί σε δεκάδες καμιόνια οι Γερμανοί, που γύρω στις 10 το πρωί φτάνανε στο χωριό αφού στη διαδρομή είχαν κυριολεκτικά θερίσει κάθε ίχνος ανθρώπινης ζωής. Ο χαλασμός άρχισε καθώς πλησίαζαν το χωριό.

Ο,τι ζωντανό βρισκόταν μπροστά και δίπλα τους, το πολυβολούσαν και το «θέριζαν». Κι έπεφταν νεκροί στα σταροχώραφα και τ' αμπέλια: άνθρωποι, μουλάρια, πρόβατα, σκύλοι.

Ο ΘΑΝΑΣΗΣ Σκούρτας, που στάθηκε τυχερός, καθώς μπόρεσε να ξεφύγει από τον κλοιό του θανάτου που είχε ζώσει το Δίστομο και έπιασε το βουνό μας, έδωσε στα λιγοστά λόγια όλο το σκηνικό του χαλασμού που κατέγραψαν από μακριά τα μάτια του. Κι όταν τελικά τη νύχτα θα γλιστρήσει στο χωριό, θα συμπληρώσει την εικόνα με τούτα τα λόγια:

«Ψυχή δεν υπήρχε μέσα στο Δίστομο. Μονάχα η ερημιά και ο χάρος. Δεν ακουγόταν πουθενά γαύγισμα σκύλου. Τά 'χαν κι αυτά γαζώσει μαζί με τους ανθρώπους. Φυσούσε ένας δυνατός, άγριος αγέρας. Και τα παραθυρόφυλλα κι αυτά, διαπλατωμένα, χτυπούσαν αδιάκοπα...

ΚΙ ΕΝΑΣ άλλος Διστομίτης, ο Κ. Νικολάου, θα μας συμπληρώσει την εικόνα... «... Στα πόδια μας μπροστά σκοτωμένοι ανθρώποι, σκύλοι και μουλάρια... Θάνατος και συμφορά. Το χωριό βογκούσε. Πολλοί τραυματισμένοι βρίσκονταν ακόμη αβοήθητοι. Ηταν μια νύχτα, που τίποτε και ποτέ δεν μπορεί να τη σβήσει από το νου μας...». Πάνω από διακόσιοι οι νεκροί και δεκάδες οι βαριά τραυματισμένοι.

ΤΙΠΟΤΑ και ποτέ δεν μπορεί να σβήσει από το νου μας τη φρικτή δοκιμασία, που έζησαν το Δίστομο και τα άλλα μαρτυρικά χωριά της πατρίδας μας από τους χιτλεροφασίστες εισβολείς. Ο ποιητής του λαού μας, ο Γιάννης Ρίτσος, με τον ποιητικό του λόγο μάς φέρνει σήμερα προσκυνητές στο μαρτυρικό χωριό:

ΕΔΩ 'ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου

ω, εσύ διαβάτη, όπου πατήσεις να προσέχεις.

ΕΔΩ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου

κι απ' τη θυσία κι απ' τη σκληρότητα του ανθρώπου.

ΕΔΩ μία στήλη απλή, μαρμάρινη όλη κι όλη

με ονόματα σεμνά, κι η Δόξα τα ανεβαίνει

λυγμό - λυγμό, σκαλί - σκαλί, μέγιστη σκάλα.


Του
Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ