Η λέξη λήθη, που σαν ταφόπλακα επιδιώκουν κάποιοι να τη ρίξουν πάνω στο ιστορικό συγκρότημα, βρίσκεται - χρόνια τώρα - ακριβώς απέναντι απ' τις τουφεκιές της μνήμης. Ιστορική η εικόνα: Τα παιδιά του ΕΛΑΣ να πολεμούν, το Δεκέμβρη του 1944, με τα λιανοτούφεκά τους - μαντρωμένα μέσα στις προσφυγικές πολυκατοικίες - τους Εγγλέζους «συμμάχους» με το βαρύ οπλισμό, με τα τανκς παρατεταγμένα κατά μήκος της λεωφόρου και τα αεροπλάνα τους να πετούν σε ύψους 50 μέτρων, βομβαρδίζοντας ανελέητα. Αναπόφευκτη η σύγκριση: Σχεδόν εξήντα χρόνια μετά, η λήθη μοιάζει να 'χει παραταχθεί στις θέσεις των Εγγλέζων και χρησιμοποιώντας όλον το βαρύ οπλισμό της (κυβερνήσεις, υπουργούς, δημάρχους, υπηρεσίες, μεγαλοσυμφέροντα κλπ.) προσπαθεί να νικήσει τη μνήμη, που αντιστέκεται μεγαλειωδώς με τα λιανοτούφεκά της. Ποιος θα βγει νικητής απ' αυτήν τη μάχη; Το άμεσο μέλλον θα δείξει...
Δυο ...λιανοτούφεκα της μνήμης, ο Φοίβος Τσέκερης - 22 χρόνων το 1944, φοιτητής τότε του Πολυτεχνείου και διμοιρίτης στο λόχο των σπουδαστών, αλλά και γέννημα - θρέμμα Αμπελοκηπιώτης - και ο Δημήτρης Σωτηριάδης - οχτώ χρόνων τότε και κάτοικος των πολυκατοικιών της Αλεξάνδρας απ' το 1936 έως και σήμερα - «οπλίζουν» τις αναμνήσεις - βιώματα του παρελθόντος και καταθέτουν αυτό το πολύτιμο οπλοστάσιό τους στο «Ρ». Γιατί, όπως είπε και ξαναείπε ο πάντα νέος Φοίβος, «είναι ντροπή να περνούν καθημερινά απέξω απ' αυτές τις πολυκατοικίες οι Αθηναίοι και να νομίζουν πως τα σημάδια στους τοίχους, που έγιναν απ' τις σφαίρες και τις οβίδες των Αγγλων το '44, είναι... σκοροφάγωμα του χρόνου!».
Στις αρχές Δεκέμβρη του '44 - συνεχίζει την αφήγηση - παραιτήθηκαν οι έξι ΕΑΜίτες υπουργοί απ' την κυβέρνηση της «Εθνικής Ενότητας» του Γ. Παπανδρέου. «Είχαμε εντολή όταν παραιτηθούν οι υπουργοί, να πάμε στα αρχηγεία μας και να πάρουμε τα όπλα μας», λέει ο 78χρονος αγωνιστής. Θυμάται την πρώτη μεγάλη διαδήλωση χιλιάδων πολιτών στους δρόμους της Αθήνας, στις 3 Δεκέμβρη, που στοίχισε τη ζωή σε εκατοντάδες ανθρώπους. Θυμάται αναλυτικά και τη διαδήλωση της επόμενης μέρας, στις 4 Δεκέμβρη, που έγινε προς τιμήν των νεκρών. Και σ' αυτήν υπήρξαν νέοι νεκροί. «Είναι νωπή ακόμα μέσα μου η εικόνα να κατεβαίνουν χιλιάδες άνθρωποι στους δρόμους και να κρατούν στα χέρια τους ψηλά τα φέρετρα. Ηταν ανατριχιαστικό το θέαμα, ήταν ανατριχιαστική η κραυγή "κατάρα στους δολοφόνους"», λέει.
Αμέσως δίνει και το «σχεδιάγραμμα» της περιοχής, όπως ήταν τότε: «Στο μέρος που είναι σήμερα το Μέγαρο Μουσικής, η Αμερικάνικη Πρεσβεία και το Ναυτικό Νοσοκομείο, εκεί ήταν στρατώνες. Ηταν το 1ο και το 34ο Σύνταγμα Πεζικού. Ολη αυτή την περιοχή την κρατούσαν και την έλεγχαν οι Εγγλέζοι με τους τσολιάδες. Απ' την άλλη πλευρά της λεωφόρου, οι συνοικίες όλες - συμπεριλαμβανομένου και των Προσφυγικών - ήταν στα χέρια του ΕΛΑΣ».
Πώς θυμάται τις μάχες που διαδραματίστηκαν στην περιοχή; «Ο οπλισμός ήταν άνισος. Εμείς ήμασταν κάτι παιδαρέλια 18 με 22 χρόνων, που πολεμάγαμε με κάτι λιανοντούφεκα, αυτοί είχαν βαρύ οπλισμό. Είχαν κάτι κανόνια που τα 'χαν στήσει στην Ακρόπολη - την Ακρόπολη την είχαν σεβαστεί οι Γερμανοί, οι Αγγλοι δεν τη σεβάστηκαν - είχαν τανκς, αλλά κυρίως είχαν τα αεροπλάνα που πετούσαν πολύ χαμηλά, κατέβαιναν 30 - 50 μέτρα πάνω απ' τους συνοικισμούς, κι εμείς δεν είχαμε αντιαεροπορικά να τους χτυπήσουμε. Τα σπίτια τότε, εδώ τριγύρω, ήταν κάτι ξύλινες παράγκες με ξύλινες σκεπές και κάτι τοίχους σαν ρυζόχαρτα. Καταλαβαίνετε πόσο αυτά τα σπίτια μπορούσαν να αντέξουν τους πυροβολισμούς των Αγγλων μαχητών. Τα αεροπλάνα, λοιπόν, κατέβαιναν χαμηλά, βομβαρδίζανε και σκοτώνανε γυναικόπαιδα. Ηταν όλεθρος αυτό, συμφορά, γιατί είχαμε εκατοντάδες νεκρούς».
Στο σημείο αυτό, παρεμβαίνει η μνήμη του 8χρονου τότε παιδιού, που εξακολουθεί και σήμερα να μένει στα ιστορικά αυτά κτίρια, του Δημήτρη Σωτηριάδη: «Ημουν παιδί, αλλά θυμάμαι που έφτασαν στο κατώφλι μας - Οκτώβρης ή Νοέμβρης του 1944 ήταν - μια συνοδεία ανδρών, Ελληνες μαυροσκούφηδες κυρίως και μας είπαν: "Ν' αδειάστε τις πολυκατοικίες γιατί σε λίγες μέρες θα γίνει το σώσε εδώ". Οι μισές οικογένειες όντως φύγανε, όταν μάλιστα είδαν τα κανόνια να στήνονται στον Λυκαβηττό και την Ακρόπολη και την αναμπουμπούλα που επικρατούσε στις φυλακές Αβέρωφ. Οι άλλοι μισοί, μαζί και η δική μου οικογένεια, δεν έφυγαν. Ημασταν συνολικά 100 οικογένειες που αρνηθήκαμε να το βάλουμε στα πόδια. Οταν άρχισαν οι μάχες, οι ΕΛΑΣίτες μαντρώθηκαν στις πολυκατοικίες που ήταν φάτσα στο δρόμο. Τις υπόλοιπες τις χρησιμοποιούσαν σαν βοηθητικούς χώρους. Πολλοί απ' τους πατεράδες μας έμειναν μέσα κι έπιασαν τα όπλα. Τα γυναικόπαιδα πήγαμε στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, στα αποδυτήρια, παραμείναμε εκεί όλες τις μέρες των μαχών, κι είχαμε τις σφαίρες να περνούν πάνω απ' τα κεφάλια μας. Ηταν οι σφαίρες και απ' τους ΕΛΑΣίτες και απ' τους Εγγλέζους. Ημασταν ακριβώς στο κέντρο...».
Ο Δ. Σωτηριάδης θυμάται πολύ καλά την ημέρα της επιστροφής τους στα σπίτια, που από κείνες τις μέρες έως σήμερα κουβαλούν επάνω τους τα σημάδια των μαχών: «Οταν επιστρέψαμε στα σπίτια μας, βρήκαμε μεγάλες ζημιές. Οι ΕΛΑΣίτες, μάλιστα, είχαν ανοίξει μεγάλες τρύπες ανάμεσα στα δωμάτια ή και τα διαμερίσματα ακόμα, για να έχουν επικοινωνία μεταξύ τους, χωρίς να αναγκάζονται να βγαίνουν έξω. Για να μην πούμε για τοίχους που 'χαν πέσει απ' τους βομβαρδισμούς, για οικοσυσκευές κυριολεκτικά ρημαγμένες. Αλλά η ηθική ικανοποίηση ήταν μεγάλη. Θυμάμαι ακόμα τα λόγια των κατάκοιτων ηλικιωμένων προσφύγων - που δεν εγκατέλειψαν ούτε μια νύχτα τα διαμερίσματά τους, δεν μπορούσαν να τα εγκαταλείψουν, που έλεγαν μετά: "Τι παιδιά, τι παλικάρια! Να 'χαμε και μεις τα νιάτα να βοηθήσουμε". Εμείς παιδιά τότε γυρνάγαμε με τ' αρβυλάκια μας πόρτα την πόρτα να ακούσουμε, να μάθουμε ιστορίες. "Να τους μοιάσετε παιδιά μου", ήταν η ευχή που μας έδιναν. Κι είναι ακόμη χρέος η ευχή που κουβαλάμε τόσα χρόνια».
Μ' αυτό το χρέος έκλεισε και η κουβέντα, που έγινε με τους δύο άνδρες εκεί μπροστά στο ανακαινισμένο - απ' τους φοιτητές της Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ - περίπτερο των προσφυγικών της Λ. Αλεξάνδρας. Ακριβώς δίπλα στην πρώτη, φάτσα με τη λεωφόρο, πολυκατοικία, για την εικόνα της οποίας κάποιοι «Αθηναίοι» παραπονιούνται και διαμαρτύρονται. Χωρίς να γνωρίζουν οι περισσότεροι ότι αυτή η διαμαρτυρία τους αγγίζει τα όρια της ιστορικής ασέλγειας...
«Γιατί τόση επιμονή στο να γκρεμιστούν αυτά τα σπίτια;», πέφτει αμέσως η ερώτηση. Κι η απάντηση έρχεται ευθύβολη απ' τον Φ. Τσέκερη: «Ο,τι είχε σχέση με την Κατοχή και με τους αγώνες τότε του λαού μας, τα 'χουν εξαφανίσει όλα. Ολες οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα έχουν επιδιώξει και θέλουν να μην υπάρχουν ίχνη από εκείνη την εποχή. Μ' αυτή τη λογική, εξαφανίστηκαν οι φυλακές Αβέρωφ, ακόμα και το σπίτι της Η. Αποστόλου γκρέμισαν. Δεν αφήσανε τίποτα όρθιο. Τώρα και τούτες εδώ οι πολυκατοικίες, επειδή ακριβώς υπάρχουνε, τους ενοχλούν. Γι' αυτό θέλουν να τις εξαφανίσουν, για να σβήσει εντελώς η ηρωική αυτή εποχή των αγώνων».
Τα τελευταία, ωστόσο, λόγια του Δ. Σωτηριάδη ακούγονται βάλσαμο: «Οσα χρόνια και να περάσουν, όσα σπίτια και να χτιστούν στη θέση τους - αν τελικά τις γκρεμίσουν αυτές τις πολυκατοικίες - την ιστορική μνήμη δε θα μπορέσει καμιά κυβέρνηση να την κατεδαφίσει. Υπάρχουν άνθρωποι που θυμούνται, υπάρχουν απόγονοι αυτών που χάθηκαν, αυτών που πολέμησαν. Κι αυτοί είναι οι άνθρωποι που θα μεταφέρουν την ιστορία και την αλήθεια από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά».
Ολα αυτά τα χρόνια - ειδικά την τελευταία πενταετία, που η λέξη «κατεδάφιση» ακούγεται από επίσημα κυβερνητικά χείλη - πάρα πολλοί γνωστοί αρχιτέκτονες μίλησαν - μέσα από άρθρα τους στον Τύπο - για την ιστορική αξία και σημασία αυτών των κτιρίων. Μίλησαν για την πρώτη προσπάθεια του κράτους για οργανωμένη μέριμνα, για «την ύπαρξη του χτες που επιζεί πεισματικά με την ιδιοτυπία του, μέσα στις αλυσίδες των μικροαστικών πολυκατοικιών που μυρίζουν όνειρα εργολάβων». Παράλληλα, μόλις πρόσφατα η Εκθεση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής στη Φρανκφούρτη, οργανωμένη από το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής, επέλεξε το συγκρότημα αυτό των πολυκατοικιών ως ένα από τα 113 σημαντικότερα έργα του 20ού αιώνα. «Είναι εξαίρετα έργα της πρωτοποριακής τότε ιδεολογίας του Μοντερνισμού, που ευαγγελιζόταν την αρχιτεκτονική της ελπίδας, με κύρια χαρακτηριστικά τη διαφάνεια των δομικών υλικών, την ελεύθερη κάτοψη, το φως του ήλιου, τον αέρα», τονίζουν σήμερα οι ειδικοί.
Ο καιρός πέρασε, η ανοικοδόμηση άρχισε στην Αθήνα και οι περισσότεροι ιδιοκτήτες άρχισαν να μετακομίζουν σε «καλές» γειτονιές, σε πολυώροφες «ευπρεπείς» πολυκατοικίες, νοικιάζοντας τα σπίτια τους σε ηλικιωμένους, εργένηδες, εργάτες και - τα τελευταία χρόνια - σε αλλοδαπούς. Παράλληλα, εδώ και 30 χρόνια όλες οι κυβερνήσεις, πολλά υπουργεία και πολλοί φορείς μίλησαν για την... ανάπλαση των προσφυγικών πολυκατοικιών, χωρίς ωστόσο να προστεθεί στο χώρο ούτε ένα πετραδάκι. Αντίθετα, το ότι πάντα σαν σκιά πλανιόταν ο φόβος της κατεδάφισης - μιας και η αξία γης (14 στρέμματα) που καταλαμβάνουν οι συγκεκριμένες πολυκατοικίες είναι τεράστια - απέτρεψε τους ιδιοκτήτες να επενδύσουν χρήματα στα σπίτια τους.
«Με όλα αυτά κανείς δε δίνει λεφτά να φτιάξει τα διαμερίσματά του, γιατί κανείς δεν παίρνει το ρίσκο. Σου λέει αύριο μπορεί να γκρεμιστούν. Κι εγώ που πήρα αυτό το ρίσκο, δε μου εγγυάται κανείς ότι αύριο θα 'χω το σπίτι μου», λέει στο «Ρ» ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Ευταξιόπουλος, που στην πολυκατοικία της οδού Κορωνίας 25 - 30 δημιούργησε με μεράκι ένα διαμέρισμα που θα το ζήλευαν όλες... οι σύγχρονες πολυκατοικίες. Ο αρχιτέκτονας γεννήθηκε στις προσφυγικές πολυκατοικίες και πήρε κληρονομιά το διαμέρισμα που διαμόρφωσε - μαζί με κάποια άλλα που αγόρασε - γιατί προτίμησε «τη γειτονιά απ' την έλλειψη επικοινωνίας, τις ρίζες του απ' τον... εκσυγχρονισμό και το φως του ήλιου απ' τους φωταγωγούς». Και μαζί με τους υπόλοιπους 80 ιδιοκτήτες, που πεισματικά μένουν στην περιοχή, δίνουν τον αγώνα τους.
Οπως επισημαίνει ο Δ. Ευταξιόπουλος, πριν ενάμιση μήνα έγινε με πρωτοβουλία του ένα «γκάλοπ» με όλους τους ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων «για να ξέρουμε και μεις τι γίνεται, για να ξέρουμε και τι υπερασπιζόμαστε». Οι 81, όπως είπαμε, θέλουν να μείνουν πάση θυσία στα διαμερίσματά τους και να αναβαθμιστεί η περιοχή, οι 70 θέλουν να πουλήσουν και να πουλήσουν σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη τιμή και οι 77 είναι πλήρως αδιάφοροι, δεν έχουν καν απαντήσει στο ερωτηματολόγιο. «Αν αποφασίσουν, πάντως, την κατεδάφιση αυτών των ιστορικών κτιρίων απέναντί τους δε θα βρουν μόνο εμάς, θα βρουν και το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, αλλά και πολλούς, εκατοντάδες πολίτες που θέλουν η μνήμη να διατηρηθεί ζωντανή», λέει με πείσμα ο Δ. Ευταξιόπουλος.
Εκεί στο παράθυρο της Δημητσάνας οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες. Οι αναμνήσεις βαγόνια που περνούν μπροστά του. Χωματόδρομος ήταν κάποτε η θέα. Κι οι άνθρωποι είχαν άλλη περπατησιά, άλλο βλέμμα και «μια καλημέρα θα στην έλεγαν». Τα παιδιά είχαν τόπι στα χέρια τους και πληγωμένα γόνατα. Είχαν χαμόγελο στα χείλη και βλέμμα καθαρό, «δεν ήταν ταλαιπωρημένο όπως σήμερα απ' τις τηλεοράσεις και τις οθόνες». Κι η γειτονιά ήταν γειτονιά, ήταν οικογένεια. Ο ένας για τον άλλον κι όλοι μαζί για τον έναν.
Αυτός είναι ο 94χρονος Μενέλαος Μοσχοβέλης, ο γηραιότερος όλων των κατοίκων των προσφυγικών της λεωφόρου Αλεξάνδρας, ο άνθρωπος που δηλώνει χωρίς ενδοιασμούς πως «δεν το κουνάω από δω μέσα ακόμα κι αν ρίξουν το κτίριο στο κεφάλι μου»! Γιατί η τελευταία, η μοναδική του επιθυμία είναι να πεθάνει μέσα στο σπίτι που πέρασε όλη τη ζωή του...