Η μεν κυβέρνηση ισχυριζόταν ότι έγνοια της είναι η «προστασία των προσωπικών δεδομένων» (το θρήσκευμα θεωρείται ένα απ' αυτά) των πολιτών, πράγμα που στην πορεία έχει σχεδόν ξεχαστεί. Εξάλλου, πόσο πειστικό μπορεί να είναι το επιχείρημα αυτό όταν την ίδια ώρα το ηλεκτρονικό φακέλωμα μπαίνει στην καθημερινή μας ζωή, η Συνθήκη Σένγκεν δρομολογεί νέα δεδομένα ελέγχου της ζωής των πολιτών και ταυτόχρονα προωθούνται νέα κατασταλτικά μέτρα, στο όνομα αντιμετώπισης της τρομοκρατίας; Από την άλλη η Ιεραρχία σήκωσε τη σημαία του «ανένδοτου αγώνα», στο όνομα της «προστασίας της ελληνορθόδοξης ταυτότητας» των πολιτών. Το μέγεθος όμως της κινητοποίησης δείχνει ότι αλλού το πάνε. Είναι φανερή η αναντιστοιχία των αντιδράσεων με αυτό που υποτίθεται ότι διακυβεύεται, το δευτερεύον - ακόμα και για τους ιεράρχες - θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητας. Και αυτό το γνωρίζει η Ιεραρχία, εξάλλου το έχει παραδεχτεί ότι το θέμα των ταυτοτήτων θα μπορούσε να το συζητήσει αρκεί... κλπ.
Ενα άλλοθι που το έχει ανάγκη τόσο για το μέτωπο εσωτερικής όσο και εξωτερικής πολιτικής. Ετσι η κυβέρνηση εμφανίζει τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες ως πράξη που ανταποκρίνεται στα σύγχρονα δεδομένα. Στην ουσία όμως πίσω από αυτή τη ρύθμιση, η οποία βέβαια θα έπρεπε να είχε γίνει προ πολλού, βρίσκεται η επιδίωξή της να προωθηθεί η πρακτική και η ιδεολογία του κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου και του «Ευρωπαίου πολίτη». Βρίσκεται η επιδίωξη της πλήρους υποταγής του λαού στους σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστικών κέντρων και η κατάργηση κάθε ιδέας για λαϊκή πάλη στο εθνικό πεδίο.
Παράλληλα, μέσα από αυτή τη διαμάχη εξασφαλίζεται και ένας αναγκαίος όρος για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Αυτός είναι ο τεχνητός διαχωρισμός του λαού με βάση τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Επειδή ακριβώς τα τελευταία χρόνια είχαν αμβλυνθεί αυτού του είδους οι διαχωριστικές γραμμές προσπαθούν να δημιουργήσουν νέους.
Πρόκειται για το σκηνικό μιας καλοστημένης απάτης σε βάρος του ελληνικού λαού, γιατί τον εμπλέκουν και τον παγιδεύουν σε κάλπικες αντιθέσεις και τον μετατρέπουν σε αναλώσιμο υλικό των δικών τους επιδιώξεων.
Η πρόσφατη συνέντευξή του στους ξένους ανταποκριτές, αλλά και η ομιλία του στη Θεσσαλονίκη, δεν αμφισβητεί την ιδιωτική πρωτοβουλία, την «παγκοσμιοποίηση», την ένταξη στην ΟΝΕ. Προβάλλει, υποτίθεται, μια άλλη διαχείρισή τους, που να μην αλλοιώνει τα «εθνικά» χαρακτηριστικά. Ουσιαστικά παρουσίασε το ρόλο που διεκδικεί η Εκκλησία στην ελληνική κοινωνία, και όχι μόνο. Για να θεμελιώσει δε αυτό το ρόλο έκανε αναφορές στην Ιστορία και επικαλέστηκε τους πολλούς αιώνες που έχει υπάρξει «μαζί με τον λαό».
Διαχώρισε τη θέση του από τις άλλες πολιτικές, αναγορεύοντας τη θεοκρατική προσέγγιση των πραγμάτων ως τη μοναδική που υπάρχει. «Η Ορθοδοξία, είπε, δεν είναι ρομαντικό ιδεολόγημα. Είναι πρόταση ζωής. Ο Ελληνας διασώθηκε πάντοτε μέσα στην Ορθοδοξία». Και κήρυξε την εκστρατεία για «ένα ευρύτερο άνοιγμα της Εκκλησίας προς τον κόσμο, για να δώσει όραμα, ελπίδα και προ πάντων ζωή». Μάλιστα δεν παρέλειψε να κάνει αναφορές στα «μεγάλα προβλήματα του καιρού μας», όπως «η γιγαντιαία επιχείρηση πολιτισμικής ισοπέδωσης, ο χριστιανικός αποχρωματισμός της Ευρώπης, το κοινωνικό άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλουσίων και πτωχών, η καλπάζουσα ανεργία, η πείνα και ο αποκλεισμός, η βία και η ξενοφοβία, ο ρατσισμός και φονταμενταλισμός».
Η εργατική τάξη, τ' άλλα λαϊκά στρώματα, από κοινού χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε, να συσπειρωθούν στην πάλη ενάντια στην ευρωατλαντική τάξη πραγμάτων και την εξουσία που την επιβάλλει, ακυρώνοντας τα σχέδια διχασμού και αποκρούοντας το κάλπικο δίλημμα που στήθηκε με αφορμή αυτή τη διαμάχη. Είναι επίσης καιρός να λυθεί οριστικά το ζήτημα διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους.