«Κάποτε ο χρόνος είχε τέσσερις εποχές, σήμερα έχει δύο. Κάποτε δουλεύαμε οκτώ ώρες, σήμερα έχουμε χάσει το μέτρημα. Κάποτε είχαμε χρόνο να πάμε για καφέ με τους φίλους μας... Τώρα τα λέμε μέσω MSN και Skype. Κάποτε είχαμε χρόνο να κοιτάξουμε τον ουρανό, να δούμε το χρώμα του, να ακούσουμε το κελάηδημα των πουλιών, να νιώσουμε την ευωδιά του βρεγμένου χώματος. Σήμερα τα βλέπουμε στην τηλεόραση. Κάποτε παίζαμε με τους φίλους μας ποδόσφαιρο στις αλάνες. Σήμερα παίζουμε ποδόσφαιρο στο Playstation. Κάποτε ζητάγαμε συγγνώμη από κοντά, σήμερα το λέμε και με SMS. Κάποτε κυκλοφορούσαμε με ταπεινά αυτοκίνητα 1.000 κυβικών και ήμασταν χαρούμενοι... Κάποτε αγοράζαμε ένα παντελόνι και το είχαμε για δύο χρόνια. Τώρα το έχουμε δύο μήνες και μετά παίρνουμε άλλο. Κάποτε ζούσαμε σε σπίτι 65 τετραγωνικών και... ήμασταν ικανοποιημένοι. Σήμερα ζούμε σε σπίτια μεγαλύτερα και δε χωράμε μέσα... Κάποτε λέγαμε καλημέρα σε έναν περαστικό και τον ρωτούσαμε για την τάδε οδό. Σήμερα μας το λέει ο navigator. Κάποτε πίναμε νερό της βρύσης και ήμασταν μια χαρά. Σήμερα πίνουμε εμφιαλωμένο και ...αρρωσταίνουμε. Κάποτε είχαμε τις πόρτες των σπιτιών ανοικτές, όπως και τις καρδιές μας. Σήμερα κλειδαμπαρωνόμαστε, βάζουμε συναγερμούς και έχουμε και 5-6 λυκόσκυλα για να μην αφήσουμε κανέναν να μας πλησιάσει. Είτε είναι καλός, είτε κακός. Κάποτε είχαμε 2 τηλεοπτικά κανάλια και πάντα βρίσκαμε κάτι ενδιαφέρον να δούμε. Σήμερα έχουμε 100 κανάλια και δεν μας αρέσει κανένα πρόγραμμα. Κάποτε μαζευόμασταν όλη η οικογένεια γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι και αισθανόμασταν ενωμένοι και ευτυχισμένοι. Σήμερα, έχει ο καθένας το δικό του δωμάτιο και δε βρισκόμαστε μαζί στο τραπέζι ποτέ... Κάποτε η σκληρή δουλειά ήταν ιδανικό. Σήμερα είναι βλακεία. Κάποτε τα περιοδικά έπαιρναν συνέντευξη από τον Σεφέρη. Σήμερα παίρνουν από τον ...πρώτο τυχόντα. Κάποτε μας μάγευε η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη, σήμερα μας ξεκουφαίνει η ...Σούλα Μπούλα.
Κάποτε νοιαζόμασταν για το γείτονα, σήμερα τσαντιζόμαστε αν αγοράσει καλύτερη τηλεόραση από εμάς. Κάποτε ζούσαμε με το μισθό μας. Σήμερα ζούμε με τους μισθούς που ΘΑ πάρουμε...
Κάποτε ιδανικό ήταν να γίνεις αναγνωρισμένος. Σήμερα, ιδανικό είναι να γίνεις απλά αναγνωρίσιμος. Κάποτε μας δάνειζε λεφτά ο αδελφός μας. Σήμερα μας δανείζουν οι τράπεζες. Κάποτε κοιτούσαμε στα μάτια τους ανθρώπους. Τώρα τους κοιτάμε στην τσέπη. Κάποτε δουλεύαμε για να ζήσουμε. Σήμερα ζούμε για να δουλεύουμε. Κάποτε είχαμε χρόνο για τον εαυτό μας. Σήμερα δεν έχουμε χρόνο για κανένα... Αυτό το "Κάποτε", το έλεγαν Ζωή...».
Aφιερωμένο σε όσους γεννήθηκαν πριν το 1980!
«H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε. Είμαστε μια γενιά σε αναμονή: Περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας. Επρεπε να περιμένουμε δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε. Δύο ώρες μεσημεριανού ύπνου για να ξεκουραστούμε, ήταν απαραίτητο. Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή. Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί.
Δεν είχαμε Playstations, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια, βιντεοταινίες με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε φίλους. Κανονίζαμε να βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα, μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία. Περνούσαμε τη μέρα μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας από ξύλα. Χάσαμε χιλιάδες μπάλες ποδοσφαίρου. Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση, όχι εμφιαλωμένο και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση. Θεέ μου! Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους φωνάζαμε από την πόρτα... Φανταστείτε το! Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στο σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο! Πώς τα καταφέραμε; Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπε να συμβιβαστούν με την απογοήτευση. Κάποιοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη. Δεν υπήρχαν ειδικά τεστ για να περάσουν όλοι. Τι φρίκη! Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στην παραλία χωρίς αντηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30 και χωρίς μαθήματα ιστιοπλοΐας, τένις ή γκολφ. Φτιάχναμε όμως φανταστικά κάστρα στην άμμο και ψαρεύαμε με ένα αγκίστρι και μια πετονιά. Ρίχναμε τα κορίτσια κυνηγώντας τα και όχι πιάνοντας κουβέντα σε κάποιο chat room.
Ο παραμυθάς Πολύβιος περίμενε κι εκείνος το δικό του αγαπημένο ξωτικό να επιστρέψει φορτωμένο με ιστορίες, όμορφες και παράξενες, απ' όλο τον κόσμο. Ομως ο Σείριος δεν ήρθε ποτέ και ο Πολύβιος αποφάσισε να τον αναζητήσει στα Πέρα Δάση. Μαζί με την πιστή του φίλη, τη Χλόη, ξεκίνησαν το μακρινό ταξίδι τους. Οι καλικάντζαροι είχαν καταφέρει να αποκοιμίσουν όλα τα ξωτικά. Πώς, όμως, το έκαναν αυτό; Ο Πολύβιος, η Χλόη και ο Σείριος πρέπει να βρουν τη λύση και να απελευθερώσουν όλους τους φίλους τους από τα δεσμά του Μορφέα.
Το ταξίδι «Στη Χώρα των Παραμυθάδων» (εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα») έγραψε και εικονογράφησε η Αλεξία Ιασεμίδη, η οποία ταξιδεύει τους μικρούς μας φίλους, σε τόπους καταπράσινους, πλημμυρισμένους από παράξενα πολύχρωμα φυτά και γλυκές μαγικές λάμψεις. Σε ένα διαφορετικό, μαγικό κόσμο, με το δικό του ημερολόγιο, τα έθιμά του, τα όνειρα και τους μύθους του...
Δυο νέοι, μια αγάπη.Η Μαρία Ρόζα και ο Σαλιβέρειος, αγωνίζονται να επιβιώσουν ανάμεσα σ' ένα εχθρικό περιβάλλον και στην αναστάτωση του έρωτα. Βυθίζονται στις προσωπικές τους περιπέτειες και ζουν στιγμές ζωής κι αιώνιας αγάπης χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς διαπραγμάτευση. Οι οιωνοί της μοίρας όμως είχαν φροντίσει να βιώσουν μ' έναν τόνο λύπης τη χαρά, την πίστη και την περηφάνια μέσα στον τρόμο της ματαιότητας. Μια φυγή απελπισμένη, με τη λαχτάρα κάποιας ευτυχίας σε μια ζωή γεμάτη όμορφα όνειρα. Μια συγκλονιστική ιστορία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, από στιγμές πραγματικής ζωής, φαντασίας και πάθους στα όμορφα χρόνια της αθωότητας. Μια σπαρακτική αφήγηση μέχρι τα βάθη της ψυχής, για τη ζωή, την ελευθερία, τον έρωτα, την αγάπη, τα όνειρα και τις ελπίδες των ανθρώπων που τη βίωσαν ως πρωταγωνιστές της.
Ενα θετικό πλεονέκτημα του βιβλίου είναι τα ιστορικά συμβάντα που περνούν σαν υπομνήσεις μέσα από τη μυθιστορία, όπως τα βίωσαν οι ήρωες παράλληλα με τις δικές τους προσωπικές αναζητήσεις. Ενα ταξίδι μέσα στο χρόνο γεμάτο μυρωδιές περασμένων, όμορφων ημερών κι ενός παράφορου έρωτα. Ατμοσφαιρική γραφή, γεμάτη συναισθηματικές περιγραφές, γοητευτικούς ήρωες που αγγίζουν τις ψυχές των αναγνωστών με τα σπουδαία μεγέθη της αλήθειας τους, ζωντανεύοντας εικόνες μιας ρομαντικής εποχής. Συναισθηματικό μυθιστόρημα με φαινομενικά ταπεινές σχέσεις που όμως κρύβουν μέσα τους την αληθινή έννοια της αγάπης αγγίζοντας τα κορυφαία μεγέθη της αληθινής ζωής. Ενα έργο εποχής που γεννάει κινηματογραφική πλοκή άξια δραματοποίησης.