ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Μάρτη 2010
Σελ. /40
ΔΙΕΘΝΗ
ΙΡΑΚ
Εκλογικός μανδύας στην κατοχή

Πρώτοι ψηφίζουν οι στρατιωτικοί
Πρώτοι ψηφίζουν οι στρατιωτικοί
Στις κάλπες καλείται σήμερα ο ιρακινός λαός για να εκλέξει τη δεύτερη, υπό κατοχή, βουλή και κυβέρνηση μέσα σε κλίμα τεταμένα ήρεμο καθώς οι διεκδικητές της εξουσίας ανταλλάσσουν, ήδη, κατηγορίες για νοθεία, για παραποιημένους εκλογικούς καταλόγους και για παράτυπα ψηφοδέλτια, γεγονός που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο το αποτέλεσμα ν' αμφισβητηθεί ανοιχτά δυναμιτίζοντας την όποια ατμόσφαιρα «εθνικής συναίνεσης». Επισήμως, οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι καταμετρούνται σε 19 εκατομμύρια από τα 28 εκατομμύρια του ιρακινού πληθυσμού. Εξ αυτών, περίπου το 1,5 εκατομμύριο βρίσκεται εκτός συνόρων.

Επί ιρακινού εδάφους έχουν στηθεί 50.000 εκλογικά τμήματα ενώ δρακόντεια είναι τα μέτρα ασφαλείας που έχουν λάβει οι ιρακινές αρχές απαγορεύοντας όλες τις μετακινήσεις, αναπτύσσοντας αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις στους δρόμους και κλείνοντας τα σύνορα. Ηδη, έχουν ψηφίσει οι Ιρακινοί που βρίσκονται εκτός Ιράκ, καθώς στήθηκαν κάλπες σε προξενεία και πρεσβείες σε 46 χώρες, καθώς και οι αστυνομικοί, οι στρατιώτες, το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, οι ασθενείς νοσοκομείων και οι κρατούμενοι.

Την ψήφο των Ιρακινών διεκδικούν 86 πολιτικοί σχηματισμοί με 6.259 υποψήφιους, εκ των οποίων οι 325 θα γίνουν βουλευτές. Με βάση το υπάρχον νομικό πλαίσιο, όταν η Βουλή συγκροτηθεί σε σώμα θα εκλέξει τον νέο Πρόεδρο της χώρας, ο οποίος με τη σειρά του θα δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο κόμμα που θα έχει διασφαλίσει τις περισσότερες ψήφους. Οπως εκτιμούσαν αξιωματούχοι της Εκλογικής Επιτροπής, τα πρώτα αποτελέσματα δεν αναμένονται πριν τις 18 Μάρτη, ενώ τελικά αποτελέσματα θα δημοσιοποιηθούν στα τέλη του μήνα.

Κοσμικότητα και ...ανάπτυξη

Σε αντίθεση με το 2005, τώρα οι ψηφοφόροι έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν με σταυρό τον υποψήφιο της αρεσκείας τους, εκτός από την πολιτική παράταξη. Επιπλέον, αυτή τη φορά οι σουνίτες συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία και δεν την μποϋκοτάρουν, όπως έγινε το 2005.

Γεγονός, επίσης, είναι ότι η πλειοψηφία των παρατάξεων που διεκδικούν να σχηματίσουν κυβέρνηση, αυτοπροβάλλονται ως κοσμικά κόμματα, στα οποία συμμετέχουν σιίτες, σουνίτες και Κούρδοι. Μάλιστα, η κοσμικότητα και η εκλογική συνεργασία στο όνομα της «εθνικής συμφιλίωσης και της αποτίναξης του θρησκευτικού διχασμού» αποτέλεσε κοινό κυρίαρχο σύνθημα.

Ισως το σημαντικότερο παράδειγμα να είναι η συμμαχία «Ιρακινή Εθνική Κίνηση» - αλ Ιρακίγια - υπό τον πρώτο κατοχικό πρωθυπουργό, σιίτη Ιγιάντ Αλάουι, στην οποία συμμετέχει το μεγαλύτερο σουνιτικό κόμμα, το «Ιρακινό Μέτωπο για τον Εθνικό Διάλογο», όπως και ο σουνίτης αντιπρόεδρος Τάρεκ αλ Χασεμί. Εξίσου ενδεικτικό είναι ότι και ο σιίτης πρωθυπουργός Μάλικι με την παράταξή του «Συμμαχία για ένα Κράτος δικαίου» συνεργάζεται με ένα σημαντικό κομμάτι σουνιτών, πρώην ανταρτών, που, στη συνέχεια, σχημάτισαν τα «Συμβούλια Εθνικής Αφύπνισης» με αμερικανική χρηματοδότηση και αποτέλεσαν την κύρια δύναμη πυρός απέναντι στην «αλ Κάιντα».

Ενα άλλο σημαντικό κομμάτι των «Συμβουλίων» συμμετέχει στην παράταξη «Ενότητα για το Ιράκ» υπό τον, επίσης, σιίτη υπουργό Εσωτερικών, Τζαουάντ αλ Μπουλάνι. Μοναδική αμιγώς σιιτική συμμαχία είναι η «Εθνική Ιρακινή συμμαχία» στην οποία συνεργάζεται η πρώην ισχυρότερη σιιτική οργάνωση του Ιράκ, το Ισλαμικό Συμβούλιο για το Ιράκ, με τις δυνάμεις του ακραίου σιίτη ηγέτη, Μουκτάντα Σαντρ και έναν πρώην καλό σύμμαχο των κατοχικών δυνάμεων, τον Αχμάντ Τσαλαμπί.

Οι μεγαλύτερες παρατάξεις που διεκδικούν την ψήφο των Ιρακινών προβάλλουν σχεδόν όλες το τρίπτυχο ασφάλεια, εθνική συμφιλίωση, ανάπτυξη με καταπολέμηση της διαφθοράς. Στο συγκεκριμένο σημείο ο πρωθυπουργός Μάλικι «παίζει ένα χαρτί» παραπάνω: την υπογραφή συμφωνιών με ξένες πετρελαϊκές κοινοπραξίες για 10 πετρελαϊκά κοιτάσματα με όρους αρκετά επωφελείς.

Πάντα παρούσα η κατοχή

Τα ιρακινά ΜΜΕ αλλά και διεθνείς αναλύσεις χαρακτήριζαν τη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση ως κρίσιμη καθώς, θεωρητικώς, η κυβέρνηση που θα προκύψει από αυτήν θα κληθεί να διαχειριστεί την ...αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων. Με βάση τη συμφωνία που υπογράφτηκε στα τέλη του 2008, οι αμερικανικές δυνάμεις θ' αρχίσουν ν' αποχωρούν μέσα στο καλοκαίρι. Ηδη, έχουν αποσυρθεί από τα αστικά κέντρα και συμμετέχουν σε επιχειρήσεις «μόνο εφόσον δεχθούν επίσημο αίτημα». Τυπικώς, στα τέλη του 2011 θα έχουν αποχωρήσει, αφού μέχρι τότε 50.000 Αμερικανοί εκπαιδευτές θα έχουν «καταστήσει αξιόμαχες τις ιρακινές δυνάμεις».

Επίσης, γεγονός είναι ότι οι αμερικανικές πετρελαϊκές επιχειρήσεις ήταν αυτές που βγήκαν «χαμένες» από τις προαναφερόμενες συμφωνίες καθώς μόνο ως μικρού ποσοστού εταίροι εμφανίζονται σε δύο μόνο συμβόλαια. Αντίθετα, τη μερίδα του λέοντος εξασφάλισαν κινεζικές και ευρωπαϊκές κοινοπραξίες. Κοινή πεποίθηση ήταν ότι οι αμερικανικές εταιρείες απέφυγαν να καταθέσουν αξιοπρόσεκτες προσφορές καθώς θα έπρεπε να καλύψουν με δικά τους έξοδα τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας που θα χρειάζονταν λόγω της εχθρότητας της ιρακινής κοινής γνώμης.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που χαρακτηρίζουν την σημερινή εκλογική αναμέτρηση ως έναρξη μιας συμβολικής αντίστροφης μέτρησης για την αμερικανική κατοχή. Δεν υπάρχει, όμως, τίποτε πιο παραπλανητικό. Κατ' αρχάς, η συμφωνία για το καθεστώς περαιτέρω παραμονής των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ προβλέπει επαναδιαπραγμάτευση των όρων και παράταση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας εφόσον αυτό ζητηθεί από την ιρακινή πλευρά.

Το σημαντικότερο, όμως, είναι το εξής: στις παρατάξεις εκείνες που διεκδικούν την εξουσία του Ιράκ είτε ηγούνται είτε κατέχουν κυρίαρχη θέση πρόσωπα που συνεργάστηκαν με τις κατοχικές δυνάμεις, στις οποίες οφείλουν και την πολιτική τους ύπαρξη. Αυτό, με απλά λόγια, σημαίνει ότι στην όποια επόμενη κυβέρνηση, η κατοχική δύναμη θα έχει ισχυρή έμμεση παρουσία.Αν, δε, κανείς συνυπολογίσει ότι υπάρχουν και περιφερειακές δυνάμεις, όπως το Ιράν, οι οποίες διά μέσου επίσης ισχυρών προσώπων (π.χ. Σαντρ) διεκδικούν μεγαλύτερη επιρροή, γίνεται αντιληπτό ότι οι σημερινές εκλογές πολύ λίγο έχουν να κάνουν με τον ίδιο τον ιρακινό λαό και πολύ περισσότερο με τις νέες μορφές που θα λάβει η κατοχή σε συνεργασία ή σε σύγκρουση με τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


Στρατός στην υπηρεσία του ΝΑΤΟ

Το ζήτημα των στρατιωτικών εξοπλισμών της Ελλάδας, που εξακολουθεί να την ταλανίζει, αποτέλεσε σημαντικό ζήτημα του κινήματος ειρήνης της δεκαετίας του 1980. Φούντωσε ιδιαίτερα εξαιτίας της αγοράς των εξήντα γαλλικών «Miraze» που ονομάστηκε «αγορά του αιώνα». Υπήρχε από τότε διαχωρισμός των αναγκαίων αμυντικών δαπανών από εκείνες που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του ΝΑΤΟ. Η άρνηση του κινήματος ειρήνης στις ΝΑΤΟικές δαπάνες εντασσόταν στη γενικότερη θέση του της διάλυσης του ΝΑΤΟ κι όλων των στρατιωτικών συνασπισμών. Ηταν η θέση που ανεξαρτήτως φανερών και κρυφών αντιρρήσεων γινόταν αποδεκτή έστω και σιωπηρώς.

Ολες οι στρατιωτικές δαπάνες συμπλέκονταν με την εξυπηρέτηση συμφερόντων ισχυρών καπιταλιστικών κρατών που διέθεταν παραγωγή κι εμπορία οπλικών συστημάτων. Αυτές οι αγορές από την Ελλάδα εξελίσσονταν σε διεθνές περιβάλλον έντονου ανταγωνισμού που τα έσοδα από τις πωλήσεις στη νόμιμη και παράνομη σύμπλεξη αγοράς όπλων καθόριζαν τον ετήσιο προϋπολογισμό ισχυρών καπιταλιστικών οικονομιών. Το κίνημα ειρήνης εστίασε την τοποθέτησή του αποκλειστικά στις καθαρά αμυντικές εξοπλιστικές ανάγκες. Αρνήθηκε κάθε δαπάνη που εξυπηρετούσε το ευρύτερο ΝΑΤΟικό πρόγραμμα.

Υπήρχε το ζήτημα της μείωσης ακόμη και των καθαρά αμυντικών δαπανών προς εξοικονόμηση πόρων για τις λαϊκές ανάγκες. Συνδεόταν και με τη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας στον ευαίσθητο γεωγραφικό χώρο της οξύτητας των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Υπήρχε ήδη η αλλαγή του αμυντικού δόγματος της Ελλάδας από τον «εκ βορρά κίνδυνο» στον «εξ ανατολών κίνδυνο» μετά την πτώση της δικτατορίας και τα γνωστά τουρκικά γεγονότα του 1974. Διαμορφώθηκαν δυο απόψεις για το ζήτημα της μείωσης των αμυντικών δαπανών. Η μια πρόβαλλε τη δημιουργία συμφωνίας με την Τουρκία για αμοιβαία μείωση σε ποσοστό 10% ως αρχή. Η άλλη ζητούσε η μείωση να καθορίζεται διαφορετικά, ανάλογα με τη συνολική εξοπλιστική δύναμη για κάθε χώρα. Αυτό που έμενε πάντως ήταν η ενιαία άποψη για τον αμυντικό προσανατολισμό της Ελλάδας στη βάση των εσωτερικών της αναγκών. Επιπρόσθετη βεβαίωση γι' αυτό ήταν οι ενιαίες διακηρύξεις απομάκρυνσης των ξένων στρατιωτικών βάσεων.

Ενα άλλο σχετικό ζήτημα ήταν η μείωση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας μέχρι και την άρνησή της. Το πρόβαλλαν οι λεγόμενοι «αντιρρησίες συνείδησης» και οι «εναλλακτικοί». Οι πρώτοι συμπλήρωναν την ήδη υπάρχουσα άρνηση στράτευσης των Ιεχωβάδων. Οι άλλοι ήταν κάτι καινούριο εισερχόμενο κυρίως εκ Δυτικής Γερμανίας και πρότειναν την εναλλαγή της στράτευσης με την παροχή κοινωφελούς εργασίας σε ιδρύματα, όπως νοσοκομεία, δήμοι, κλπ.

Η θέση του κινήματος ειρήνης ήταν ο σοβαρός συνυπολογισμός της αμυντικής δυνατότητας της Ελλάδας έναντι του αυξανόμενου τουρκικού επεκτατισμού. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο. Η μείωση της δύναμης των στρατευσίμων θα οδηγούσε στη δημιουργία μισθοφορικού στρατού. Το κίνημα ειρήνης ήταν απόλυτα αντίθετο στην ύπαρξη μισθοφόρων. Σήμερα εκείνο που φαινόταν αχνά στον ελληνικό ορίζοντα είναι γεγονός. Μισθοφορικά νιάτα της Ελλάδας βρίσκονται εκτός συνόρων σε πολυεθνικές εκστρατείες. Το οικονομικό τίμημα για τη συντήρησή τους είναι πάνω από ένα εκατομμύριο ευρώ τη μέρα. Η Ελλάδα βρίσκεται στο βόρβορο πολύπλευρης κρίσης, απειλούμενη πανταχόθεν, προς χάριν εξυπηρέτησης ντόπιων κεφαλαιοκρατικών και διεθνών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Πρόκειται περί ενός οικονομικού, πολιτικού και στρατιωτικού ενδοτισμού. Ερώτηση: Μήπως χρειάζεται το κίνημα ειρήνης να θέσει πιο δυναμικά το ζήτημα των μισθοφορικών στρατευμάτων;


Αντώνης ΔΑΜΙΓΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ