Κατακόρυφη αύξηση παρουσίασαν τα ελλείμματα της Ελλάδας με το εξωτερικό στο α` τετράμηνο του 2000, συγκριτικά με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Το συνολικό άνοιγμα από τη διεύρυνση των ελλειμμάτων (όπως αυτό καταγράφεται στη στήλη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) αυξήθηκε κατά 99,2%. Δηλαδή σχεδόν διπλασιάστηκε! Αυτό προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, που δόθηκαν χτες στη δημοσιότητα και τα οποία σε μεγάλο βαθμό, σκιαγραφούν με τη γλώσσα των αριθμών- εκτός των άλλων- και το μέγεθος της παραγωγικής υποβάθμισης της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Αναλυτικότερα από τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, που καταγράφουν τις εξελίξεις του ισοζυγίου των κάθε είδους συναλλαγών της χώρας με το εξωτερικό, προκύπτει ότι στο α' τετράμηνο του 2000, συγκριτικά με το αντίστοιχο περσινό τετράμηνο το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (απαρτίζεται από τα ισοζύγιο εμπορικό, υπηρεσιών, εισοδημάτων και με μεταβιβάσεων) αυξήθηκε κατά 99,2%. Συγκεκριμένα το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, διαμορφώθηκε φέτος στο ποσό των 2.806,5 εκατομ. ευρώ, από 1.409,1 εκατομ. ευρώ το αντίστοιχο περσινό τετράμηνο.
Από τα αναλυτικά στοιχεία, προκύπτει με σαφήνεια, ότι η δραματική επιδείνωση που παρουσίασε το έλλειμμα του ισοζυγίου στο πρώτο τετράμηνο, οφείλεται στη μεγάλη αύξηση της συναλλαγματικής δαπάνης για εισαγωγές αγαθών και στην ισχνή αύξηση των συναλλαγματικών εισπράξεων από εξαγωγές αγαθών. Ετσι, ενώ η συναλλαγματική δαπάνη για εισαγωγές αγαθών (μαζί με τα καύσιμα) αυξήθηκε κατά 42,4% οι συναλλαγματικές εισπράξεις από εξαγωγές (μαζί με τα καύσιμα) αυξήθηκαν αυξήθηκαν μόλις κατά 20.9%.
Ειδικότερα, η επιδείνωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, στο α` τετράμηνο του 2000, οφείλεται:
Αποτέλεσμα των συγκεκριμένων, δυσμενών, εξελίξεων στους επιμέρους δείκτες του ισοζυγίου ήταν να μειωθούν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας κατά περίπου 1,2 δισ. δολάρια και να διαμορφωθούν στο ποσό των 16,7 δισ. δολαρίων, από 18,9 δισ. δολάρια που ήταν το Δεκέμβρη του 1999.
Μειωμένες κατά 5 περίπου δραχμές το λίτρο αναμένεται σύμφωνα με πληροφορίες να πωλούνται από αύριο τα μεσάνυχτα οι τιμές των βενζινών, ενώ κατά 4 περίπου δραχμές φθηνότερο το λίτρο θα πωλείται το πετρέλαιο κίνησης. Η ανακοίνωση μειώσεων στα υγρά καύσιμα είναι η δεύτερη συνεχόμενη μετά από τα μπαράζ των αυξήσεων, που εκτόξευσαν το τελευταίο διάστημα στα ύψη τις τιμές των καυσίμων. Ωστόσο, όμως, από το σημείο ανακοίνωσης των μειώσεων μέχρι αυτές να περάσουν στην κατανάλωση, υπάρχει μεγάλη απόσταση, αφού και την περασμένη εβδομάδα που ανακοινώθηκαν μειώσεις κατά 5 δραχμές, ελάχιστα ήταν τα πρατήρια που «συμμορφώθηκαν» με τις νέες τιμές.
Το συγκεκριμένο φαινόμενο (δηλαδή το μη πέρασμα των μειώσεων) τείνει να γίνει καθεστώς το τελευταίο διάστημα, με αποτέλεσμα οι μειώσεις που ανακοινώνει το υπουργείο Ανάπτυξης να αποτελούν «κενό γράμμα». Βέβαια, το ποιος φέρει την ευθύνη είναι ένα μεγάλο ζήτημα, αφού οι εμπλεκόμενες πλευρές (διυλιστήρια, Εταιρίες Εμπορίας και βενζινοπώλες) ρίχνουν τις ευθύνες στους άλλους και το αποτέλεσμα το πληρώνει ο καταναλωτής.
Από την πλευρά της η κυβέρνηση, που κατά τα άλλα «κόπτεται» για τη συγκράτηση του πληθωρισμού και ισχυρίζεται ότι μόνο ο πλήρης «ανταγωνισμός», τον οποίο εφαρμόζει πιστά, μπορεί να έχει πτωτική επίδραση στον πληθωρισμό, θα πρέπει να εξηγήσει στους καταναλωτές, γιατί, ενώ ανακοινώσει μειώσεις οι τιμές παραμένουν σε τέτοια ύψη.
Μια ... διευκρινιστική επιστολή του ΔΟΛ και η απάντηση του «Ρ»
Με επιστολή του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη προς τον «Ρ», που υπογράφει ο πληρεξούσιος δικηγόρος Κώστας Α. Μίντζηρας και αφορά δημοσίευμα της 8/7/2000 υπό τον τίτλο «Αγροτουριστικά "δολώματα"» ζητείται να ενημερωθούν οι αναγνώστες εφημερίδας ότι:
α) «Οποιεσδήποτε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες ο κ. Χρ. Λαμπράκης, ή ο ΔΟΛ, πρόκειται να συμμετάσχουν στην ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΕ, τη σύσταση της οποίας ανήγγειλε ο κ. Ανωμερίτης, είναι εξ ολοκλήρου ψευδείς και ανυπόστατες και μειώνουν ηθικά, όσους στηρίζουν στη χώρα μας τον αγροτουρισμό, χωρίς εμπορικό ή οικονομικό συμφέρον».
β) «Η προβολή των αγροτουριστικών υπηρεσιών και προϊόντων μέσω του διαδικτύου από την "πύλη" "in.gr", που παρέχει άνευ οικονομικού ανταλλάγματος και ουδεμία σχέση έχει με το "ηλεκτρονικό εμπόριο"».
Σχετικά με το περιεχόμενο της επιστολής του ΔΟΛ, ο συντάκτης του δημοσιεύματος σημειώνει ότι ο «Ρ» στο σχετικό δημοσίευμα:
Πρώτον, δεν ανέφερε πουθενά τη συμμετοχή του ΔΟΛ στην ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΕ. Απλά έγραψε ότι «Υπό το βλέμμα του προέδρου του Συλλόγου Χρ. Λαμπράκη, ο Γ. Ανωμερίτης παρουσίασε τους στόχους του νέου φορέα διαχείρισης αγροτουριστικών προϊόντων, όπως τον αποκάλεσε, όπου κύριοι μέτοχοι θα είναι το υπουργείο Γεωργίας και οι εποπτευόμενοί του οργανισμοί (51%) ο ΕΟΤ, η ΑΤΕ, αναπτυξιακές εταιρίες και επιχειρηματικοί φορείς».
Δεύτερον, σημείωσε ανάμεσα στις «καινοτομίες» που ανακοίνωσε ο υπουργός Γεωργίας «είναι το ηλεκτρονικό εμπόριο αγροτικών προϊόντων, όπου επίσης δραστηριοποιείται το συγκρότημα Λαμπράκη», αλλά πουθενά δεν έγραψε λέξη για οικονομικά ανταλλάγματα όπως αναφέρεται στην επιστολή και αν ο ΔΟΛ εννοεί ότι η «πύλη» στο διαδίκτυο είναι μη κερδοσκοπική, μέχρι τώρα, καμία αντίρρηση. Ελπίζουμε να παραμείνει τέτοια και στο άμεσο μέλλον, χωρίς έμμεσες ή άμεσες κερδοσκοπικές επιδιώξεις.
Ενα άλλο γενικόλογο σημείο της επιστολής αναφέρει: «Η υποστήριξη αυτή, όπως επανειλημμένα έχει κατηγορηματικά διευκρινιστεί, δε θα πρέπει να συνδέεται με οποιαδήποτε επιχειρηματική σκοπιμότητα, που και πάλι διαψεύδεται». Προφανώς το παραπάνω χωρίο επιχειρεί να αντικρούσει εμμέσως το ότι ο «Ρ» έγραψε: «Ομως, ο οφθαλμοφανής λόγος που ιδρύεται η "ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΕ" είναι να ενισχυθούν οι συγκεκριμένες μορφές αγροτουριστικής επιχειρηματικής δράσης κυρίως του συγκροτήματος Λαμπράκη, που σχεδόν μονοπωλεί και το χώρο αυτό».
Εκτός αυτών ο «Ρ» επισήμανε: «Ο αγροτουρισμός, όπως τον σχεδιάζει η κυβέρνηση με ατραξιόν του τύπου "τουρισμός μέσα στη φάρμα", αποτελεί το δόλωμα για να μετατραπούν οι αγρότες σε γκαρσόνια - κολίγοι των διαφόρων μεγαλοεπιχειρηματιών, ντόπιων και ξένων, που μυρίζονται μεγάλα κέρδη από την αγροτουριστική δραστηριότητα».
Στην επιστολή πάντως αναφέρεται το «σλόγκαν» της κυβέρνησης ότι: «Μεταξύ των σκοπών που εξυπηρετεί ο αγροτουρισμός είναι η βελτίωση του αγροτικού εισοδήματος». Και η συνέχεια της επιστολής έχει ως εξής: « Η "επιμονή" του κ. Χρ. Λαμπράκη, του ΔΟΛ, αλλά και των Φίλων της Μουσικής και άλλων φορέων, στην προβολή του αγροτουρισμού, αποβλέπει στην ευαισθητοποίηση της Κοινής Γνώμης σχετικά με τη δραστηριότητα αυτή (που βοήθησε σημαντικά τους αγρότες άλλων ευρωπαϊκών χωρών) και στην τόνωσή της, ώστε να προστεθούν και άλλες πηγές εσόδων στην αγροτική οικονομία».
Τα συμπεράσματα δικά σας.
Οι διαδικασίες που θα ακολουθηθούν από την κυβέρνηση, για την ιδιωτικοποίηση της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδας (ΑΤΕ) - με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους εργαζόμενους αγρότες και την ελληνική αγροτική οικονομία - ήταν το αντικείμενο της σύσκεψης που πραγματοποιήθηκε χτες στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Στη σύσκεψη που έγινε υπό την προεδρία του υπουργού Γ. Παπαντωνίου, του διοικητή της ΑΤΕ Π. Λάμπρου και υπηρεσιακών παραγόντων, εξετάστηκαν διάφορα σενάρια και παραλλαγές σεναρίων, σχετικά με την προώθηση της διαδικασιών ιδιωτικοποίησης της τράπεζας.
Αν και επίσημα δεν ανακοινώθηκε τίποτα σχετικό, πληροφορίες αναφέρουν ότι στη σύσκεψη:
Την απόφαση της κυβέρνησης Σημίτη να συνεχίσει την πολιτική του «παίρνω τα πολλά από τους πολλούς και φτωχούς για να τα ξαναμοιράσω απλόχερα στους λίγους και πλούσιους», σηματοδοτεί το «πλαφόν» αύξησης μέχρι 3% που προγραμματίζεται να δοθεί το 2001 στις δαπάνες του κράτους για μισθούς και συντάξεις, καθώς και στην πλειοψηφία των υπουργείων.
Εκφράζοντας την απόφασή της τηρήσει απαρέγκλιτα την πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών και της ΟΝΕ, η κυβέρνηση κάλεσε τους υπουργούς να υποβάλουν (μέχρι αύριο) τις προτάσεις τους για τον προϋπολογισμό δαπανών (των υπουργείων και των φορέων που εποπτεύουν), με τον περιορισμό ότι οι αυξήσεις δαπανών δε θα ξεπερνούν το 3%!.
Στο ίδιο ύψος, δηλαδή το πολύ μέχρι 3% που τρέχει και ο επίσημος πληθωρισμός, αποφάσισε να περιορίσει η κυβέρνηση και τις δαπάνες για μισθούς και συντάξεις του δημοσίου, εν γνώσει της ότι με αυτό τον τρόπο διαιωνίζει το καθεστώς «παγώματος» ή και μείωσης της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και παράλληλα αύξησης των κερδών και υπερκερδών των μεγαλοεπιχειρηματιών.