Η απάτη του «κοινωνικού διαλόγου» επιστρατεύεται ξανά για τον αποπροσανατολισμό των εργαζομένων
Την ίδια στιγμή ο υπουργός Εργασίας Α. Λοβέρδος χαρακτήριζε το Ασφαλιστικό «δημοσιονομικό δυναμίτη», ενοχοποιώντας ευθέως για το δημοσιονομικό εκτροχιασμό τις συντάξεις των 500 και 600 ευρώ. Στη ρετσινιά της εξουσίας ενάντια στους εργαζόμενους και στη δημόσια Κοινωνική Ασφάλιση ότι ευθύνονται για τη μη βιωσιμότητα του συστήματος, το στέλεχος της κυβέρνησης προσθέτει μία ακόμα, ότι οι ασφαλισμένοι και τα δικαιώματα που τους απέμειναν ευθύνονται και για τη δημοσιονομική χρεοκοπία. Με τον τρόπο αυτό ο αρμόδιος υπουργός προδιαγράφει ότι «μέτρο» των αντιασφαλιστικών ανατροπών θα είναι η εθελούσια πειθαρχία της κυβέρνησης απέναντι στους δανειστές του ΔΝΤ και της ΕΕ και την πολιτική τους.
Αλλά οι επιλογές της κυβέρνησης και η υπαγωγή της χώρας στο ΔΝΤ και στην ΕΕ δεν προδιαγράφουν μόνο τη σκληρότητα των μέτρων στο Ασφαλιστικό. Ανοίγουν ταυτόχρονα τις «Πύλες της κόλασης» για τις εργασιακές σχέσεις, την απασχόληση, τους μισθούς. Ηδη στο τραπέζι τίθεται ο 14ος μισθός στον ιδιωτικό τομέα, η κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, συνολικά η αναθεώρηση του εργατικού δικαίου. Οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια διπλή επίθεση. Επίθεση στα δικαιώματά τους καθ' όλη τη διάρκεια του εργάσιμου βίου, αλλά και στα ασφαλιστικά τους δικαιώματα, τη δραματική χειροτέρευση των όρων διαβίωσης όταν απέρχονται από τη δουλειά τους.
Οι ανατροπές στην Ασφάλιση σε συνδυασμό με τη χειροτέρευση των εργασιακών σχέσεων φτιάχνουν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ για τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, τους μετανάστες και τη νέα γενιά. Το «νέο μοντέλο» ασφάλισης σε μια αγορά εργασίας που χειροτερεύει με ραγδαίους ρυθμούς, κάνει αδύνατη την πλήρη σύνταξη ακόμα και στα σημερινά χαμηλά επίπεδα.
Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα ανακοινώσεις της κυβέρνησης, το σχέδιό της οδηγεί σε κατάργηση της 35ετίας και της 37ετίας, στα 40 χρόνια και βάλε, για να εξασφαλίζεται πλέον πλήρης σύνταξη. Ποιος όμως θα μπορεί να εργάζεται ανελλιπώς για 40 ολόκληρα χρόνια; Πέρα βέβαια από το ζήτημα αν θα αντέχει. Οι καταστάσεις ανέργων του ΟΑΕΔ βεβαιώνουν για το αντίθετο. Τους δύο πρώτους μήνες του 2010 οι καταγεγραμμένοι άνεργοι ξεπέρασαν τις 750.000. Αν σ' αυτούς προσθέσουμε και τους εργαζόμενους με μερική απασχόληση και υποαπασχόληση, τότε πάνω από ένα εκατομμύριο δεν έχουν ένσημο ή αποκτούν ένσημα «στη χάση και στη φέξη». Με δεδομένο ότι η αδήλωτη και μαύρη εργασία διαχρονικά ξεπερνάει το 20%, οδηγούμαστε σε μια κατάσταση, όπου ένας στους τρεις ικανούς προς εργασία ή εργαζόμενους δεν εξασφαλίζουν ασφάλιση. Δηλαδή δεν εξασφαλίζουν τις προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση. Ποιο λοιπόν θα είναι το μέλλον των συντάξεων όταν νομοθετούν ως προϋπόθεση για πλήρη σύνταξη την εργασία για 40 και πλέον χρόνια; Σε ποια ηλικία θα συνταξιοδοτηθούν αυτοί οι εργαζόμενοι; Πόσα χρόνια θα πρέπει οι σημερινοί νέοι να βρίσκονται στην παραγωγική διαδικασία, όταν, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, τον περασμένο Γενάρη η ανεργία σε αυτούς ξεπέρασε το 30%; Τελικά, με αυτούς τους όρους, θα συνταξιοδοτηθούν ποτέ;
Και ποιο θα είναι το ύψος της σύνταξης, όταν νομοθετείται η μείωση του συντελεστή αναπλήρωσης από το 70% στο 50% και ίσως χαμηλότερα, στην περίπτωση που δεν αποδίδεται σε όλους η «βασική», με τη δραστική μείωση των μισθών που επιδιώκουν; Αν σήμερα με αυτό το συντελεστή η μέση σύνταξη στο ΙΚΑ δεν ξεπερνά τα 650 ευρώ και ενώ ισχύει η 35ετία, πού θα φτάσει η μέση σύνταξη, όταν ο συντελεστής αναπλήρωσης μειωθεί στο 50% και αυτός για τα 40 χρόνια εργασίας; Αρκεί να αναφέρουμε ότι μια μείωση των μισθών κατά 10% οδηγεί σε μείωση των εσόδων των Ταμείων κατά 14%. Πώς όμως τότε τα Ταμεία θα καλύπτουν τις συντάξεις στο μέλλον, τη στιγμή μάλιστα που με το νομοσχέδιο η κρατική χρηματοδότηση περιορίζεται μόνο στην κάλυψη της «βασικής»;
Να, γιατί αυτό που η κυβέρνηση διαφημίζει ως «σωτηρία» της Κοινωνικής Ασφάλισης και των συντάξεων, στην πραγματικότητα θα σημάνει τον οριστικό ενταφιασμό των ασφαλιστικών δικαιωμάτων για όλους.
Και αυτός ο ενταφιασμός δεν αφορά στο απώτερο μέλλον. Οι ανατροπές προωθούνται άμεσα, πέρα από τη λειτουργία του νέου συστήματος. Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση έχει αποφασίσει: