Ασύδοτοι, αυθαίρετοι και με περισσευούμενο θράσος, απολαμβάνουν, από τη μία, τα κέρδη των δραστηριοτήτων τους και, από την άλλη, θεωρούν ότι όταν υπάρχει ζημιά, θα πρέπει να την επιμερίσουν στους εργαζόμενους του κλάδου, στον κρατικό προϋπολογισμό και στους κρατικούς τουριστικούς φορείς, λες και όλοι τους χρωστούν.
Εάν πιστέψει κανείς τους μεγαλοξενοδόχους, τα μεγάλα ξενοδοχεία και τα συγκροτήματα δεν έχουν αποφέρει ούτε μια δεκάρα στους ιδιοκτήτες τους και ο κλάδος, που συμμετέχει κατά 18% στο ΑΕΠ της χώρας, αποτελείται από κάποιους... ρομαντικούς, που επί δεκαετίες βάζουν από την τσέπη τους για να κάνουν πράξη το όνειρο εκατομμυρίων τουριστών για διακοπές στην Ελλάδα!!!
Η πρόκληση, αλλά και η γελοιότητα της κατάστασης προκύπτει από τη σοβαροφάνεια, με την οποία οι φορείς που εκπροσωπούν τους επιχειρηματίες διεκδικούν όλο και περισσότερα στη βάση απωλειών που δεν υφίστανται όλοι, αλλά κυρίως οι μικρότερες τουριστικές επιχειρήσεις και τα ξενοδοχεία. Την ώρα που οι μικροί αγρότες σπρώχνονται σε αγροτουριστικές δραστηριότητες με αμφίβολο μέλλον, οι μεγάλες επιχειρήσεις στήνουν ολόκληρα τουριστικά χωριά με εξειδικευμένες δράσεις «επιστροφής στη φύση». Την ώρα που οι μεγάλες επιχειρήσεις κατορθώνουν να κερδίζουν ακόμη και χωρίς να γεμίσουν τα ξενοδοχεία τους, επωφελούμενοι από τις «οικονομίες κλίμακας», τις συμφωνίες με τους τουρ οπερέιτορ και τον «εγκλεισμό» των πελατών τους στις εγκαταστάσεις τους, τα παράπλευρα μικρότερα ξενοδοχεία και τα τουριστικά καταστήματα οδηγούνται στην καταστροφή. Το χειρότερο είναι ότι οι μεγαλοξενοδόχοι επικαλούνται κυρίως τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρότερες επιχειρήσεις για να απαιτήσουν περισσότερα ευνοϊκά μέτρα για τους ίδιους, καθώς η εκπροσώπηση των τουριστικών επιχειρήσεων είναι ενιαία και ανεξαρτήτως μεγέθους.
Σε κάθε περίπτωση, το μεγάλο ξενοδοχειακό κεφάλαιο, παρά τις περί του αντιθέτου εντυπώσεις που καλλιεργεί, έχει ευνοηθεί, ενισχυθεί και «προικιστεί» διαχρονικά και προνομιακά σε σχέση με άλλους κλάδους της οικονομίας, από το υστέρημα του ελληνικού λαού. Ενδεικτικά, περίπου 100 εκατ. ευρώ είναι τα χρέη του ΕΟΤ για διαφημιστικά προγράμματα τουριστικής προβολής από μέσα ενημέρωσης. Δεκάδες εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο, από τα έσοδα της ΕΤΑ ΑΕ και προηγουμένως από το ταμείο του ΕΟΤ, κατευθύνονταν και κατευθύνονται σε προγράμματα τουριστικής προβολής, που ενισχύουν ή και αντικαθιστούν τα ανάλογα κόστη των επιχειρηματιών του τουρισμού. Αυτή και μόνον η πρόκληση θα αρκούσε για να διατηρήσουν «χαμηλούς τόνους» και κυρίως να μην προκαλούν, όπως κάνουν ειδικά την τελευταία περίοδο με την ενθάρρυνση της κυβέρνησης, που σπεύδει κι αυτή, όπως και τόσες άλλες στο παρελθόν, να ικανοποιήσει τις ορέξεις τους.
Η παραπάνω «παροχή» είναι, ωστόσο, «σταγόνα στον ωκεανό» της διαρκούς πολύμορφης ενίσχυσης των μεγαλοξενοδόχων που «βολεύονται» από κάθε κυβέρνηση και καθεστώς σε μια βαθιά και σταθερή κρατικοδίαιτη βάση. Από το 1950 έως και το 1964 εκδόθηκαν υπέρ τους 5 «χρηματοδοτικές ρυθμίσεις» για να αρχίσουν τη «δουλειά». Την περίοδο της χούντας, από το 1967 έως το 1974, εκδόθηκαν υπέρ τους ακόμη 15 «χρηματοδοτικές ρυθμίσεις». Αυτήν ακριβώς την περίοδο «ανδρώθηκαν» μερικοί από τους μεγαλύτερους σημερινούς ξενοδόχους της χώρας. Παρ' όλα αυτά, καθόλου δεν αδικήθηκαν οι μεγαλοξενοδόχοι και από την περίοδο της μεταπολίτευσης, καθώς, μέχρι σήμερα, οι κυβερνήσεις της ΝΔ έχουν εκδώσει 32 «χρηματοδοτικές ρυθμίσεις» και οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ άλλες 39 «χρηματοδοτικές ρυθμίσεις» υπέρ τους, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπολογιστεί το μέγεθος της κρατικής χρηματοδότησης, του δημόσιου χρήματος, που έχει καταλήξει όλα αυτά τα χρόνια στις τσέπες τους για την πραγματοποίηση του ελληνικού «τουριστικού θαύματος».
Κι όμως, την περίοδο πριν και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, είχαν το θράσος να παραπονούνται για το ότι ανακαίνισαν τα ξενοδοχεία τους ή έχτισαν καινούρια, χωρίς να πάρουν μία δραχμή από το κράτος!!! Σημειωτέον, η πλειοψηφία των ανακαινίσεων έγινε σε ξενοδοχεία που δε διέθεταν οικοδομική άδεια. Ηταν τότε που ο εργαζόμενος λαός χρεώθηκε επιπλέον με πολλά δισεκατομμύρια ευρώ για την προβολή της χώρας και τα ξενοδοχεία τους γέμισαν ως εκεί που δεν παίρνει.
Σημαντικές οικονομικές ενισχύσεις έλαβαν μεγάλες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και στη συνέχεια. Ενδεικτικά, με παρέμβαση Μαξίμου, «ξεμπλόκαρε» η επένδυση Κωνσταντακόπουλου στη Μεσσηνία και τα τέσσερα συγκροτήματά του επιδοτήθηκαν με νόμο με 146 εκατ. ευρώ επί προϋπολογισμού 325 εκατ. ευρώ. Στα τέλη του 2008, η κυβέρνηση της ΝΔ προχώρησε σε μια συνολική θεσμική στήριξη των μεγαλοεπιχειρηματιών του τουρισμού που υπολογίστηκε σε 257 εκατ. ευρώ. Ηταν τα περίφημα 13 μέτρα, μεταξύ των οποίων μείωση του δημοτικού φόρου, μείωση του Ενιαίου Τέλους Ακίνητης Περιουσίας, αναστολή καταβολής εισφοράς για το σύνολο των δανείων προς τις τράπεζες, κεφάλαια κίνησης με πλήρη επιδότηση των τόκων, κ.λπ. Να σημειωθεί ότι αν και φαινομενικά ευνοούνται και μικρότερες τουριστικές επιχειρήσεις, μικρά ξενοδοχεία, εστιατόρια, ενοικιαζόμενα δωμάτια, στην πράξη οι οικονομικές ωφέλειες είναι πολλαπλάσιες για τις μεγάλες μονάδες και συγκροτήματα, ενώ μέσω του σκληρού ανταγωνισμού, που ασκούν σε αυτές τις μικρές επιχειρήσεις, τα όποια οφέλη των μικρότερων εξανεμίζονται.
Στην παρούσα φάση, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) έχει ήδη συζητήσει το θέμα του «αναπτυξιακού» με την κυβέρνηση, που αναμένεται ότι θα τους προσφέρει ένα καλό «κομμάτι» από τα αρκετά δισ. ευρώ που θα μοιράσει στο μεγάλο κεφάλαιο, αποσπώντας τα από τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα.
Μια σειρά από νομοθετικές ρυθμίσεις των δικομματικών κυβερνήσεων έχουν προσφέρει στους τουριστικούς επιχειρηματίες σημαντικά προνόμια που μεταφράζονται επίσης σε «ζεστό» χρήμα. Με τη σειρά:
Αυτές είναι μερικές από τις βασικότερες παρεμβάσεις υπέρ των μεγαλοξενοδόχων, αλλά όχι οι μόνες. Συμπληρώνονται με μια μακριά σειρά άλλων, όπως η επιδότηση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, η απασχόληση σπουδαστών τουριστικών επαγγελμάτων με ειδεχθείς όρους, η άρση του καθεστώτος κορεσμού σε τουριστικές περιοχές για την αθρόα επέκταση των δωματίων κ.λπ. Κι όμως, επιμένουν να εμφανίζονται ως «αδικημένοι».