ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Ιούνη 2010
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Τα παθήματα του Σταμάτη του φορατζή

Παπαγεωργίου Βασίλης

Πρωί πρωί έπαιρνε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ από την πόλη ο Σταμάτης ο φορατζής και γύρναγε τα χωριά της περιοχής για να εισπράξει τον κοινοτικό φόρο από τους χωρικούς. Περίπου σαν την παλιά δεκάτη ήτανε κι αυτός ο θεσμοθετημένος φόρος, με όλες τις βαριές συνέπειες για τον οικογενειακό κορβανά.

Βέβαια, ο άνθρωπος εφάρμοζε πιστά το νόμο και κοίταζε, όσο περνούσε απ' το χέρι του, να είναι συγκαταβατικός απέναντι στους μικρούς εισοδηματίες. Για τους μεγάλους όμως τζορμπατζήδες με τα πολλά μπερεκέτια δεν έκανε πίσω ρούπι όταν του ζητούσανε κάποια ελάφρυνση ή αναβολή του φόρου ή ακόμη παράνομη ρύθμιση των χρεών τους. Επρεπε να πληρώνουν το φόρο κανονικά και στην ώρα του. Ητανε δε καλός εκτιμητής της κάθε σοδειάς.

Ως άνθρωπος ήτανε καλοκάγαθος. Πολλές γραμματικές γνώσεις δεν είχε. Ζήτημα αν είχε βγάλει το εξατάξιο τότε γυμνάσιο. Ητανε καλός οικογενειάρχης και δεν ήξευρε από ταβέρνες και πολύβουες διασκεδάσεις. Απ' το σπίτι στη δουλειά και απ' τη δουλειά στο σπίτι. Ούτε συνήθιζε να κάνει πολλά χωρατά. Και για κείνα που του κάνανε οι άλλοι δεν ένιωθε δυσάρεστα, έτσι τουλάχιστον φαινότανε. Τα αντιμετώπιζε με μια παράξενη στωικότητα.

Μια Κυριακή αυγή, λοιπόν, και όπως ήταν αγουροξυπνημένος, παραγγέλνει στη γυναίκα του την Αντωνία:

-- Ετοίμασέ μου γλήγορα το πρωινό και δώσ' μου τον τουρβά και το δίκαννο, θα πάω στα χωριά να κάνω εισπράξεις.

Κοιτάζοντας δε το ρολόι του αναστέναξε: «Αμάν, θα χάσω το πρώτο λεωφορείο!...».

Και κείνη τον ρώτησε με απορία:

-- Βρε, χριστιανέ μου, το σκέφτηκες καλά; Κυριακάτικα θα κάνεις εισπράξεις; Κάτσε λίγο να ξεκουραστείς, μέρα του Θεού είναι σήμερα.

-- Και εισπράξεις θα κάνω και λαγό θα σου φέρω, της απάντησε με αυστηρό κάπως ύφος ο Σταμάτης.

Αφού ετοιμάστηκε και πήρε όλα τα χρειαζούμενα ξεκίνησε για το ΚΤΕΛ. Μόλις έφτασε, πέταξε το αποτσίγαρο και πήρε αμέσως το πρώτο λεωφορείο - το πρόλαβε - και σε μια ώρα περίπου (ο δρόμος ήτανε χαλικόστρωτος με πολλές λακκούβες και στροφές) έφτασε στο ακριτικό κεφαλοχώρι, όπου ήθελε να πάει. Παλιά ήτανε Κοινότητα, σήμερα είναι Δήμος. Εκανε μερικές εισπράξεις που εκκρεμούσαν και ξεκίνησε αμέσως να πάει για κυνήγι.

Κόντευε μεσημέρι. Στο δρόμο συνάντησε το φίλο του τον Θανάση, τον αγροφύλακα. Τον ρώτησε ποιο μονοπάτι να πάρει για να πάει στου Σαράντη την τσιούκα, ένα λόφο με πυκνή βλάστηση, για να βαρέσει κάνα λαγό. Και κείνος τον ορμήνεψε:

-- Βρε, Σταμάτη, καταμεσήμερο οι λαγοί κοιμούνται στα γιατάκια τους, πού θα βρεις λαγό να βαρέσεις;

-- Αλήθεια λες, Θανάση;

-Αμ, τι, ψέματα; Ακουσι, τι θα σ' πω γω. Ο Μαργαρίτης, ο γείτονας του Αποστόλ', του γραμματικού της Κοινότητας, έχει βαρέσ' το πρωί έναν τρανό λαγό και θαρρώ πως τον κρατάει ακόμα κριμασμένο μες στου κελάρι τ'. Δεν πας να τουν παρακαλέ'εις να σ' τουν πουλήσ'; Δώσ' του και κάτι παραπάνου να στρέξ'. Τι να κάν'ς για; Αλλιώς, πώς θα χαρεί κι η Αντωνιά σου;

Πράγματι αυτό έκανε. Πήγε στο σπίτι του Μαργαρίτη, συμφώνησε στην τιμή και πήρε το λαγό. Τον έβαλε μες στον τουρβά και ξεκίνησε για τη στάση του λεωφορείου.

Στο δρόμο θυμήθηκε πως έπρεπε να τον πασπαλίσει με λίγη ρίγανη για να μη βρωμίσει. Γύρισε πίσω, πήγε στο μπακάλικο του Πασκάλη, αγόρασε τη ρίγανη, την έχωσε καλά καλά στου λαγού την ανοιγμένη και καθαρισμένη κοιλιά και τρισευτυχισμένος πήγε στη στάση να πάρει τη συγκοινωνία.

* * *

Η ώρα θα ήτανε γύρω στη 1 μετά το μεσημέρι όταν έφτασε στο πρώτο χωριό με το λεωφορείο της επιστροφής. Σκέφτηκε να κατέβει για να δει μερικούς φίλους του και να πιει έναν καφέ. Θα συνέχιζε με το επόμενο λεωφορείο για το γυρισμό του στο σπίτι. Κατέβηκε δε όλος χαρά...

Πήγε βιαστικά βιαστικά στο καφενείο του Νικόλα. Σ' ένα τραπέζι καθότανε μια μεγάλη παρέα: Ο αγροτικός γιατρός της περιοχής, άνθρωπος καλαμπουρτζής και πειραχτήρι, κοντόχοντρος στο σώμα, ήτανε - δεν ήτανε πενηντάρης, ο πάρεδρος του μικρού αυτού χωριού, ο δάσκαλος του (μονοθέσιου) σχολείου, ο πρόεδρος της σχολικής εφορίας με το γραμματέα και δύο άλλοι χωρικοί, ο κλητήρας του χωριού και ο πρώην πάρεδρος.

Μόλις μπήκε στο καφενείο ο Σταμάτης, ο φορατζής, χαιρέτησε όλους τους θαμώνες ευγενικά και πήγε να κάτσει σ' ένα αδειανό τραπέζι, που ήτανε στη γωνιά, περιμένοντας τους φίλους του, που τους είχε ειδοποιήσει μ' ένα παιδί, το Γιαννάκη του Σκαρλάτου.

-- Ε, Σταμάτη, έλα κατά δω να καθίσεις, τον κάλεσε ο γιατρός, που δεν ήθελε να τον βλέπει μονάχο του κει στο τραπέζι.

-- Ευχαριστώ, γιατρέ, θα 'θελα να καθίσω λίγο μόνος μου. Θα δω τους φίλους μου και μετά θα φύγω αμέσως με το επόμενο λεωφορείο, γιατί θ' ανησυχούν η γυναίκα μου και τα παιδιά.

-- Το επόμενο λεωφορείο θ' αργήσει να περάσει, του είπε ο γιατρός, διακριτικά.

-- Εμαθα, γιατρέ, πως βάλανε έκτακτο λεωφορείο, είπε ο Σταμάτης.

Ο γιατρός δεν επέμενε άλλο.

Στο μεταξύ είχε πάει πρωτύτερα ο Σταμάτης στο μπουφέ να κρεμάσει τον τουρβά και το δίκαννο πίσω απ' την πόρτα. Περνώντας μπροστά απ' το τραπέζι της παρέας, ο γιατρός κάτι είχε ψυλλιαστεί μες στον τουρβά, γιατί εξείχαν λίγο του λαγού τ' αυτιά, αλλά δεν ήτανε και τόσο σίγουρος περί τίνος πρόκειται. Σιγοψιθυρίζοντας στο δάσκαλο, που καθότανε δίπλα του, τον ρώτησε:

-- Πρόσεξες δάσκαλε; Σαν να είδα αυτιά λαγού μες στον τουρβά!

-- Ετσι μου φάνηκε και μένα, γιατρέ, του είπε ο δάσκαλος.

-- Αμ, δε θα μας τη σκαπουλάρει, έτσι, για να τη γλιτώσει... Να δεις τι χνέρι θα πάθει, είπε αστειευόμενος ο γιατρός.

Σε λίγο σηκώνεται απ' το τραπέζι ο γιατρός για να πάει τάχα στην τουαλέτα. Τη στιγμή κείνη μπαίνει τυχαία στο καφενείο ο Αποστόλης, ο γραμματικός της Κοινότητας, εξαίρετος άνθρωπος και πολύ αγαπητός στους κατοίκους του χωριού.

Λέγανε οι παλιοί πως η καλοσύνη και η εργατικότητά του τον συνόδευαν πάντα, απ' την περίοδο της Κατοχής ακόμα, όταν ήταν αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης.

Είχε έρθει στο χωριό αυτό με το μηχανάκι του για κάτι υπηρεσιακές δουλειές της Κοινότητας.

Στο μεταξύ είχε ακούσει στο κεφαλοχώρι τα παράδοξα καθέκαστα με την... ιστορία του λαγού του Μαργαρίτη και τα διηγήθηκε όλ' αυτά χαμηλόφωνα στην παρέα, ξεκαρδιζόμενοι όλοι στα γέλια.

Ο γιατρός, σίγουρος πια ότι ο λαγός είναι μες στον τουρβά, δε χάνει λεπτό, πηγαίνει στον μπουφετζή και του λέει το και το. Του παραγγέλνει δε να πάρει το λαγό πίσω απ' την πόρτα, να τον γδάρει, καθαρίζοντάς τον καλά και να τον ψήσει τεμαχισμένο στα κάρβουνα, βάζοντας όλα τ' απαραίτητα μπαχαρικά. Και μετά να τον σερβίρει στην παρέα μαζί με τα καλύτερα σαλατικά της εποχής, δίνοντας κι από 'να μεζέ κι ένα ποτηράκι κρασί στον Σταμάτη και στα άτομα που είχανε μείνει στο καφενείο και δεν είχανε πάει ακόμα στο σπίτι τους για το μεσημεριανό φαγητό.

Τα διάφορα έξοδα της παρέας επέμενε ο γιατρός, τούτη τη φορά, πως θα 'ταν όλα δικά του. Το κρασί, μια νταμιτζάνα ολάκερη, ήταν απ' το δάσκαλο. Το είχε φέρει πριν λίγες μέρες απ' τη γενέτειρά του, το Σουφλί, που φημίζεται για τ' αγνά κρασιά: μπρούσικα, ημίγλυκα κτλ.

* * *

Πράγματι, έγιναν όλα όπως τα είχε σχεδιάσει ο γιατρός. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ο καφετζής έβαλε πάνω στο τραπέζι της παρέας μια μεγάλη στενόμακρη πιατέλα με τους αχνιστούς ροδοκόκκινους μεζέδες. Και δώσ' του σε λίγο να τσουγκρίζονται δυνατά τα ποτήρια της παρέας με το σουφλιώτικο μπρούσικο κρασί. Μετά θα πήγαινε ο μπουφετζής να δώσει στον Σταμάτη και στους φίλους του από 'να μεζέ κι ένα ποτηράκι κρασί.

Ο Σταμάτης δεν είχε υποψιαστεί το παραμικρό για το τι έγινε με το λαγό του. Φαινότανε, ωστόσο, λίγο στεναχωρημένος, μένοντας μόνος του κει στο γωνιακό τραπέζι. Οι φίλοι του στο μεταξύ είχανε φύγει για το σπίτι τους.

Ο γιατρός, ο πλακαδόρος, κάλεσε και πάλι τον Σταμάτη, κάπως φωναχτά και λίγο επιτακτικά τούτη τη φορά, αλλά γουστόζικα, να καθίσει στο τραπέζι της παρέας:

-- Ε, Σταμάτη, έλα κι εσύ να καθίσεις εδώ στην παρέα μας, κάτι μας έφερε ο Νικόλας να φάμε.

Στην αρχή ο Σταμάτης έδειξε κάποια απροθυμία, ανάμεικτη με αμηχανία, αλλά όταν αντιλήφθηκε τους λαχταριστούς ροδοκόκκινους μεζέδες, αμέσως λιγουρεύτηκε. Πήγε γλήγορα και κάθισε δίπλα στο γιατρό. Εκείνος του χτύπησε την πλάτη και, χαμογελώντας, του είπε:

-- Είδες, Σταμάτη, τι καλή παρέα που έχουμε και τι φανταστικούς, καλοψημένους μεζέδες βλέπεις πάνω στο τραπέζι; Μας τους πρόσφερε ένας καλός χριστιανός.

Ο Σταμάτης άρχισε να ψυλλιάζεται... Εμεινε όμως στη θέση του αποσβολωμένος και πελιδνός. Ο Νικόλας απ' τον μπουφέ δεν άντεξε και πέταξε το «καρφί» του με κάποια δόση χιουμοριστικής διάθεσης, λέγοντας «η παρέα είναι καλή, αλλά οι μεζέδες είναι γατίσιοι». Χα χα χα! βρόντηξε όλο το καφενείο από τα γέλια.

Πάνω στην παραζάλη του ο Σταμάτης, ο καλοκάγαθος, κατάλαβε σε λίγο του γιατρού τη γουστόζικη «πλάκα» και χάφτοντας τον πρώτο μεζέ, αναφώνησε για το θήραμά του, «Χαλάλι του! Τέτοια λαγίσια νοστιμιά ούτε η Αντωνία μου, η μαστόρισσα, την πετυχαίνει». Στου γιατρού δε τ' αυτί, την είπε, μισογελώντας, «ψευτομαστόρισσα» και κείνος τον παρηγόρησε... ιατρικά.

***

Σημείωση

Τα παλιά χρόνια στις μικρές κοινωνίες των χωριών τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα τηρούνταν θα 'λεγα με ιερή ευλάβεια σε αντίθεση με τις πόλεις. Επιπλέον, και παράλληλα μ' αυτά, την ώρα της μαζικής διασκέδασης εφευρίσκονταν αυθόρμητα από έξυπνους χωρατατζήδες κι άλλοι τρόποι έκφρασης χαράς και διασκέδασης, όπως οι αυτοσχέδιες καζούρες και τα αστεία πειράγματα, όταν ο κόσμος ξεφάντωνε στις γιορτές, στα πανηγύρια, στα καφενεία, στις βεγγέρες και αλλού. Μια τέτοια εύθυμη «ιστορία» θέλησα να διηγηθώ μεσ' απ' τη μικρή αυτή νουβέλα.

Δυστυχώς, η σημερινή ξενόφερτη υποκουλτούρα έχει εισβάλει παντού, ακόμα και στα πιο απόμακρα χωριά, με αποτέλεσμα να υποβαθμιστεί ο ντόπιος λαϊκός πολιτισμός. Η πάλαι ποτέ σφριγηλή ύπαιθρος με τη σφύζουσα ελληνική παράδοση, που τηρούνταν πιστά απ' όλες τις ηλικίες των ανθρώπων, είναι γνωστό σ' όλους ότι τείνει να εξαφανιστεί. Αν δεν υπάρξουν όροι και προϋποθέσεις για αναστροφή της υπάρχουσας αυτής απογοητευτικής κατάστασης και δε δοθούν κίνητρα παραμονής του κόσμου, και κύρια των νέων ανθρώπων, στον τόπο τους, το πρόβλημα θα ενταθεί.

Ως γνωστόν, η ανυπαρξία αυτών των όρων και προϋποθέσεων χρονολογείται απ' τη δική μας ακόμη εποχή, τη δεκαετία του '60 και '70. Εξαιτίας αυτής της ανησυχητικής κατάστασης υπήρξε μια πρωτόγνωρη τάση για μαζική φυγή του κόσμου στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η διάθεση για φυγή είχε εμφανιστεί μάλιστα σ' όλα τα κοινωνικά στρώματα: Στους εργάτες, επαγγελματίες, υπάλληλους, εκπαιδευτικούς και άλλους επιστήμονες.

Με την ευκαιρία θα 'θελα να πω δυο λόγια στους αγαπητούς νέους του τόπου μας: Καλή η χαρούμενη διασκέδασή σας στα μπαράκια και τις καφετέριες της όμορφης πόλης της Αλεξανδρούπολης και βέβαια χαιρόμαστε πολύ γι' αυτό.

Ομως, όπως φανταζόμαστε, το επόμενο βήμα για τη διασκέδασή σας θα 'ναι η γοητεία της στραφταλιστής και «εκσυγχρονιστικής» Αθήνας και Θεσσαλονίκης - ο «εκσυγχρονισμός» θα 'λεγα θριαμβεύει σ' όλα τα επίπεδα - αν δεν πάρετε στα χέρια σας την υπόθεση της εξυγίανσης της κοινωνικής ζωής στην επαρχία και δεν αγωνιστείτε συντονισμένα για την κατάργηση του υπάρχοντος νομικού πλαισίου στις εργασιακές σχέσεις.

Χαιρόμαστε, όμως, πιο πολύ και για τους άλλους νέους, που τους βλέπουμε να παλεύουν ασταμάτητα και αποφασιστικά στους δρόμους του αγώνα, κρατώντας ψηλά τα λάβαρα και τα πλακάτ για την επίλυση των καυτών και οξυμένων προβλημάτων κάθε λογής - διαχρονικών και σημερινών. Απαιτούν εδώ και τώρα να σταματήσει η λειτουργία της ρυπογόνας βιομηχανικής μονάδας εξόρυξης χρυσού στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης, να επαναπροσληφθούν οι εργαζόμενοι που απολύθηκαν, καιρό τώρα, απ' τους εργοδότες των εργοστασίων και βιοτεχνιών στο Νομό Εβρου και μια σειρά άλλα ζητήματα, όπως της εξάλειψης της μάστιγας των ναρκωτικών, της εμπέδωσης της ειρήνης και της κατάργησης του πολέμου σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αισιοδοξούμε ωστόσο για το μέλλον. Πιστεύουμε ότι η ανθρωπότητα, αργά ή γρήγορα, θ' απαλλαγεί απ' όλα αυτά τα δεινά του καπιταλιστικού συστήματος και ότι θα καταργηθεί η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Ολοι θα ζουν σε συνθήκες ειρήνης και ελευθερίας, όσα και όποια εμπόδια κι αν παρεμβληθούν στο δρόμο για το σοσιαλισμό. Ο σοσιαλισμός είναι νομοτέλεια. Η αστική τάξη δεν μπόρεσε δυστυχώς να το καταλάβει ακόμα.

Η πάλη για την αλλαγή του πολιτικοκοινωνικού συστήματος συνεχίζεται. Δεν ήρθε το τέλος της ιστορίας, όπως διατείνονται με κομπασμό οι θεωρητικοί του ιμπεριαλισμού μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη και την ΕΣΣΔ.

Από τη συλλογή διηγημάτων


Βιογραφικό Του Μενέλαου ΓΟΥΒΕΤΑ

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Σουφλί. Η πολυμελής οικογένειά μου, εφτά άτομα, πέρασε δύσκολες οικονομικές και πολιτικές καταστάσεις.

Είμαι πτυχιούχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αλεξανδρούπολης και της ΣΕΛΔΕ Αθήνας. Φοίτησα στην Πάντειο (Τμήμα Κοινωνιολογίας) και έλαβα μέρος σε παιδαγωγικά σεμινάρια, καθώς και της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδημίας.

Εργα μου: 1) Ο δάσκαλος που λιώνει σα λαμπάδα, δίνοντας φως (κωμωδία). Ανέβηκε το 1955 στην αίθουσα τελετών της Ακαδημίας και παίχτηκε από σπουδαστές, τον υποφαινόμενο, την Βάγια Τζαμτζή (με παράλληλη απαγγελία ποιήματός μου απ' την ίδια και συνοδεία βιολιού από μένα) και 5 ακόμη σπουδαστές. 2) Το κακάο ψήνεται - η UNRRA και τα κλομπς, συλλογή διηγημάτων, 3) Επέτειοι - χρονικά. 4) Αρθρα και σχόλια - κοινωνικοπολιτικά. Τα τρία τελευταία έργα έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στον Τύπο, από το 1988. Αρχές της δεκαετίας του 1960 έχω συνεργαστεί με τουριστικό περιοδικό της Αθήνας, προβάλλοντας τα αξιοθέατα του νομού Εβρου.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ