Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε συνοπτικά τις τάσεις αλλά και την εμπειρία του Οικογενειακού Γιατρού από ορισμένες χώρες της Ευρώπης, όπως καταγράφεται στη μελέτη για τον ανασχεδιασμό των υγειονομικών υπηρεσιών του ΙΚΑ.
Το σουηδικό σύστημα υγείας παραδοσιακά ήταν προσανατολισμένο προς τη δευτεροβάθμια περίθαλψη.
Ωστόσο την τελευταία 20ετία έχει σημειωθεί σημαντική μεταστροφή των πολιτικών για την υγεία, οι οποίες πλέον εστιάζονται στην παροχή πρωτοβάθμιας φροντίδας.
Οι πρωτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας στη Σουηδία έχουν χαρακτήρα τόσο θεραπευτικό όσο και προληπτικό και διανέμονται μέσω 900 και πλέον κέντρων πρωτοβάθμιας περίθαλψης, τα οποία είναι διασκορπισμένα σε όλη τη χώρα. Τα κέντρα αυτά διοικούνται από τα Κοινοτικά Συμβούλια και έχουν πληθυσμό ευθύνης από 20.000 - 50.000 κατοίκους, αφού το μέγεθος αυτό θεωρείται βέλτιστο για την αποδοτικότερη και αποτελεσματικότερη παροχή υπηρεσιών.
Τα κέντρα πρωτοβάθμιας περίθαλψης έχουν ως κύριο στόχο τη βελτίωση της υγείας του πληθυσμού και την αντιμετώπιση και θεραπεία ασθενειών που δε χρειάζονται νοσηλεία. Εκτός από το ιατρικό προσωπικό, στη διαδικασία παροχής υπηρεσιών εμπλέκονται και άλλοι επαγγελματίες υγείας, όπως φυσιοθεραπευτές και νοσηλεύτριες.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι νοσηλεύτριες αποτελούν το πρώτο σημείο επαφής του κράτους με τους χρήστες. Αυτές αποφασίζουν για το αν ο χρήστης θα δει το Γενικό/Οικογενειακό γιατρό ή θα παραπεμφθεί σε γιατρό ειδικότητας ή σε νοσοκομείο. Επίσης, συνταγογραφούν και επισκέπτονται ασθενείς κατ' οίκον, ιδιαίτερα ηλικιωμένους και άτομα που χρήζουν βοήθειας. Βέβαια, σε κάθε περίπτωση δρουν σε συνεννόηση και υπό την καθοδήγηση των Γενικών/Οικογενειακών γιατρών, η αναβάθμιση των οποίων αποτέλεσε τον πυρήνα στις αλλαγές του σουηδικού συστήματος υγείας.
Το 1994 με νομοθετική ρύθμιση που ψηφίστηκε από τη σουηδική Βουλή, εισήχθη το σύστημα του «Οικογενειακού Γιατρού». Το σύστημα αυτό στηρίχτηκε στη βασική αρχή ότι κάθε δικαιούχος θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εγγράφεται στη λίστα ενός Γενικού/Οικογενειακού γιατρού και να μπορεί να τον αλλάξει όποτε αυτός κρίνει σκόπιμο. Το εισόδημα του Γενικού/Οικογενειακού γιατρού βασίζεται κατά κύριο λόγο σε μηνιαίο μισθό, που συνυπολογίζει τον αριθμό των δικαιούχων που λαμβάνουν πρωτοβάθμιες φροντίδες υγείας, και σε ένα ποσό αμοιβής κατά πράξη.
Από το 1996 δόθηκε στα κοινοτικά συμβούλια η δυνατότητα δύο εναλλακτικών προσεγγίσεων σε ό,τι αφορά την οργάνωση πρωτοβάθμιας φροντίδας στην περιοχή ευθύνης τους. Ετσι, τα Κοινοτικά Συμβούλια μπορούν να εγγράφουν δικαιούχους σε Γενικούς/Οικογενειακούς γιατρούς, αλλά και να οργανώσουν τους Γενικούς/Οικογενειακούς γιατρούς της περιοχής τους με οποιοδήποτε άλλο τρόπο κρίνουν αποδοτικότερο.
Σήμερα στη Σουηδία υπάρχουν δύο επιλογές εργασιακής σχέσης των οικογενειακών γιατρών με τα Κοινοτικά Συμβούλια. Περισσότεροι από το 80% των Γενικών/Οικογενειακών γιατρών απασχολούνται από τα κέντρα υγείας των Κοινοτικών Συμβουλίων, ενώ υπάρχει και ένα 17% γιατρών που εργάζονται ως ιδιώτες. Θα πρέπει να σημειωθεί βέβαια ότι προκειμένου οι Γενικοί/Οικογενειακοί γιατροί να λειτουργήσουν ιδιωτικά θα πρέπει να έχουν συνάψει συμφωνία με τα Κοινοτικά Συμβούλια, τα οποία τους αποζημιώνουν για τις υπηρεσίες που προσφέρουν. Αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων αυτών, ήταν η αύξηση των Γενικών/Οικογενειακών γιατρών κατά 125% μέσα σε μια δεκαετία, με αποτέλεσμα το 1996 να υπάρχουν 4.000 Γενικοί/Οικογενειακοί γιατροί με πληθυσμιακή αναλογία 1 προς 1.955 δικαιούχους.
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Πορτογαλίας διέπεται από το 1979 από τη βασική αρχή της παροχής ολοκληρωμένης φροντίδας για το σύνολο του πληθυσμού.
Ο ρόλος του Γενικού γιατρού είναι κρίσιμος, όσον αφορά την παροχή πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και επιτελικός σε σχέση με τη διαχείριση της πορείας του ασθενούς στο σύστημα και τελικά την εξασφάλιση ολοκληρωμένης φροντίδας. Μετά τις μεταρρυθμίσεις των τελευταίων χρόνων, οι βασικές παροχές της Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης είναι οι ακόλουθες: Πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας που παρέχεται από γενικούς ιατρούς, πρόληψη ασθενειών, προαγωγή της υγείας, ιατρική και κοινωνική αποκατάσταση, φροντίδα μάνας - παιδιού, οικογενειακός προγραμματισμός, φροντίδα ηλικιωμένων συμπεριλαμβανόμενων των κατ' οίκον επισκέψεων, ειδικές φροντίδες υγείας και νοσηλευτική φροντίδα. Το 23% του συνολικού ιατρικού πληθυσμού της χώρας αποτελείται από γενικούς γιατρούς που παρέχουν υπηρεσίες μέσα από Κέντρα Υγείας ολοκληρωμένης παροχής φροντίδας, ενώ το 85% του πληθυσμού είναι εγγεγραμμένο σε λίστες γενικών γιατρών.
Το Εθνικό Ισπανικό Σύστημα Υγείας έχει εξ αρχής οργανωθεί ως ένα ολοκληρωμένο δημόσια χρηματοδοτούμενο σύστημα υγείας. Το σύστημα είναι διοικητικά αποκεντρωμένο, με τοπική οργάνωση σε κάθε μία από τις 17 περιφέρειες της χώρας. Οι βασικές αρχές του συστήματος είναι: Συνολική κάλυψη με ελεύθερη πρόσβαση για όλους τους πολίτες. Συμπληρωματικότητα των διαφορετικών δικτύων υγείας με σκοπό το ολοκληρωμένο της φροντίδας. Οργάνωση της υγείας σε επίπεδο κοινότητας μέσα σε ευρύτερες περιοχές και βασικές ζώνες υγείας. Ανάπτυξη ενός νέου μοντέλου πρωτοβάθμιας περίθαλψης, με έμφαση στις δραστηριότητες προαγωγής της υγείας και πρόληψης ασθενειών.
Οι υγειονομικές παροχές του ισπανικού συστήματος υγείας συνοψίζονται στα ακόλουθα:
Το πρώτο σημείο επαφής μεταξύ του συστήματος υγείας και του ασθενή, αποτελεί ο Γενικός/ Οικογενειακός γιατρός, ο οποίος, αν χρειάζεται παραπέμπει τον ασθενή σε ειδικό γιατρό αλλά και τον παρακολουθεί στη συνέχεια.
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Μεγάλης Βρετανίας, χαρακτηρίζεται από ευρεία και ολοκληρωμένη παροχή φροντίδων υγείας και αποτέλεσε το σημείο αναφοράς για αρκετές χώρες που επιχείρησαν να ανασχεδιάσουν τα συστήματα υγείας τους. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικές προτάσεις μεταρρύθμισης του συστήματος. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές επικεντρώθηκαν στα παρακάτω κρίσιμα ζητήματα:
Στη Γερμανία η Πρωτοβάθμια Περίθαλψη παρέχεται από τους Γενικούς /Οικογενειακούς γιατρούς, τους παιδίατρους και τους υπόλοιπους γιατρούς ειδικότητας, ανάλογα με την κατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου. Οι επαγγελματικοί ιατρικοί σύλλογοι στη Γερμανία, θεωρώντας δυσανάλογα μικρό τον αριθμό των Γενικών/Οικογενειακών γιατρών, ενθαρρύνουν τους νέους γιατρούς να ακολουθήσουν αυτή την ειδικότητα. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η εφαρμογή προγραμμάτων προληπτικής ιατρικής για συγκεκριμένες καταστάσεις και ασθένειες. Επιπλέον οι Γενικοί /Οικογενειακοί γιατροί έχουν ενεργό συμμετοχή στην κοινωνική ιατρική, στην κάλυψη έκτακτων αναγκών, στη διαχείριση κινδύνων για την υγεία που σχετίζονται με το εργασιακό περιβάλλον και στη συμβουλευτική αγωγή υγείας. Σχετικά με την αμοιβή τους, το 1996 τέθηκε σε εφαρμογή ένα νέο σύστημα αμοιβών για να περιορίσουν τον όγκο των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Το νέο σύστημα προβλέπει: