Ο Α` Παγκόσμιος Πόλεμος θα είναι η αφορμή για τη γέννηση ενός από τα πιο ρηξικέλευθα καλλιτεχνικά κινήματα των αρχών του αιώνα: του Νταντά
«Γεννημένο» το 1916, στην «καρδιά» του μακελειού του Α` Παγκόσμιου Πολέμου, με τόπο «γέννησης» τη Ζυρίχη, συσπείρωσε την «αφρόκρεμα» των εικαστικών και λογοτεχνών της προοδευτικής ευρωπαϊκής διανόησης της εποχής και έθεσε με άναρχο, θορυβώδη, «σκανδαλιάρικο», ακραίο για τα ήθη της εποχής, αλλά πάντως σαφή τρόπο, τον διανοούμενο, προ των ευθυνών του απέναντι στην κοινωνία.
Πνευματικός «πατέρας» του κινήματος είναι ο Τριστάν Τζαρά (Σάμι Ρόζενστοκ το πραγματικό του όνομα), ποιητής και συγγραφέας που γεννήθηκε το 1896 στη Ρουμανία και έφυγε στη Ζυρίχη, με σκοπό να σπουδάσει μαθηματικά. Εκεί, μαζί με τον συμπατριώτη του ζωγράφο και αρχιτέκτονα Μαρσέλ Γιανκό, τον Γερμανό συγγραφέα Χούγκο Μπαλ και τον εικαστικό και ποιητή Χανς Αρπ θα συγκροτήσουν τον πυρήνα του κινήματος, που πολύ σύντομα θα αγκάλιαζε σχεδόν όλη την Ευρώπη.
Πολύ αργότερα, ο Τζαρά, επιχειρώντας να ερμηνεύσει τις αιτίες γέννησης του κινήματος θα πει πως απαραίτητη προϋπόθεση είναι να φανταστούμε «την ψυχική κατάσταση ενός μέρους των νέων σε εκείνο το είδος φυλακής που ήταν η Ελβετία της εποχής του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και από την άλλη το πνευματικό επίπεδο της τέχνης και της λογοτεχνίας εκείνης της εποχής». Ο πόλεμος θα δημιουργήσει σε αυτούς τους νέους την «απέχθεια και την εξέγερση». «Εμείς ήμασταν αποφασιστικά κατά του πολέμου, χωρίς, γι' αυτό το λόγο, να πέσουμε στις εύκολες πτυχές του ουτοπικού ειρηνισμού. Ξέραμε ότι δεν ήταν δυνατό να σταματήσει ο πόλεμος, παρά μόνο αφού ξεριζωνόταν το κακό. Η ανυπομονησία να ζήσουμε ήταν μεγάλη, η αηδία παρουσιαζόταν σε όλες τις εκφάνσεις του λεγόμενου μοντέρνου πολιτισμού, στις ίδιες του τις βάσεις, στη λογική, στη γλώσσα του. Ετσι η εξέγερση προσλάμβανε διαστάσεις, όπου το αλλόκοτο και το αφηρημένο ξεπερνούσαν κατά πολύ τις αισθητικές αξίες. Δε χρειάζεται να ξεχάσουμε ότι στη λογοτεχνία ένας πολυπράγμων συναισθηματισμός σκέπαζε κάθε τι το ανθρώπινο και το άσχημο γούστο με αξιώσεις μεγαλοσύνης παρουσιαζόταν σε όλους τους κλάδους της τέχνης, χαρακτηρίζοντας τη δύναμη της αστικής τάξης πάνω σε ό,τι πιο μισητό διέθετε...».
Αν και η αστική κουλτούρα είχε δεχτεί ισχυρά πλήγματα και από άλλα κινήματα ήδη από τον 19ο αιώνα, είναι αυταπόδεικτο πως η σύνδεση που κάνει το Νταντά ανάμεσα σε αυτήν και τον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο του αιώνα ξεπερνάει τα όρια της αισθητικής και αποκαλύπτει σε όλη του τη σαπίλα την απανθρωπιά του συστήματος. Οπως θα δούμε παρακάτω, ήταν αναπόφευκτο αυτή η οπτική του κινήματος να οδηγήσει πολλά εμπνευσμένα μέλη του στην οργανωμένη ταξική πάλη που γεννιόταν στην Ευρώπη και θα εκφραζόταν γρήγορα στη Ρωσία με την Επανάσταση του Οχτώβρη.
Προς το παρόν ας μείνουμε στη Ζυρίχη του 1916, όπου ήταν το καταφύγιο διαφόρων ανθρώπων από όλες τις γωνιές της Ευρώπης: πολιτικοί πρόσφυγες, καλλιτέχνες, ποιητές, αλλά και πράκτορες, κερδοσκόποι κ. ά.
Ισχυρή ήταν η παρουσία της ρώσικης, προοδευτικής εμιγκράτσιας, εκλεκτό μέλος της οποίας και το γνωστότερο φυσικά, ήταν ο ηγέτης του μπολσεβίκικου κόμματος, ο Λένιν. Ο Λένιν και η Κρούπσκαγια έμεναν τότε στην οδό Σπίλγκάσε 12. Στην αρχή αυτής της οδού, στον αριθμό 1 βρισκόταν το «Καμπαρέ Βολτέρ», όπου ήταν το σημείο συνάντησης όλων αυτών των ανθρώπων και το... «μαιευτήριο» όπου γεννήθηκε το Νταντά. Οι ντανταϊστές γνώριζαν τον Λένιν - αναμνήσεις ανθρώπων που έζησαν τότε εκεί φέρουν τον Τζαρά και τον Λένιν να έχουν παίξει πολλές παρτίδες σκάκι μαζί - και βέβαια δε χρειάζεται περισσότερο να ψάξουμε τις συνθήκες που γέννησαν το ανατρεπτικότερο ίσως καλλιτεχνικό κίνημα της γηραιάς ηπείρου. Οταν την επόμενη χρονιά ο Λένιν θα επιστρέψει στη Ρωσία για να ηγηθεί της Επανάστασης, ο Τζαρά και η παρέα του θα χαιρετίσουν με ενθουσιασμό το μεγάλο αυτό γεγονός.
Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε πως ο ντανταϊσμός της Ζυρίχης παρέμεινε γενικά στο επίπεδο της διανοητικής άρνησης, ενώ αντίθετα οι Γερμανοί ντανταϊστές θα ενωθούν με τους Σπαρτακιστές και θα πολεμήσουν στα οδοφράγματα. Ο ντανταϊστής ποιητής, ζωγράφος και εκδότης Μπάαργκελντ θα γίνει εκ των ιδρυτών του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρηνανίας.
Η διαμαρτυρία του ντανταϊσμού θα οδηγηθεί σε ακραίες θέσεις ολοκληρωτικής άρνησης της λογικής σε φιλοσοφικό επίπεδο, ενώ η άρνηση της αστικής κοινωνίας θα οδηγήσει και στη συνολική απόρριψη της τέχνης σαν προϊόν αυτής της κοινωνίας. Ως εκ τούτου, το Νταντά καταγράφεται σαν αντικαλλιτεχνικό, αντιλογοτεχνικό και αντιποιητικό κίνημα και όπως προκύπτει και από τα μανιφέστα του (το πρώτο «Ντανταϊστικό μανιφέστο» δημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του περιοδικού «Νταντά» που εξέδιδε το 1917 η ομάδα της Ζυρίχης) τάσσεται κατά της αιώνιας ομορφιάς, της αιωνιότητας των αρχών, της στατικής σκέψης, της καθαρότητας της αφηρημένης ιδέας. Αντιθέτως, προβάλλει την ατομική ελευθερία, τον αυθορμητισμό, την αμεσότητα, το ατελές, την αταξία.
Προϋπόθεση συνέπειας - αν υπάρχει τέτοια λέξη στο ντανταϊστικό λεξιλόγιο - για έναν πραγματικό ντανταϊστή είναι ακόμη και αυτή η άρνηση του Νταντά. Για τους ντανταϊστές ενδιαφέρον παρουσιάζει η χειρονομία και όχι το παραγόμενο έργο. Γι' αυτό και δε χρησιμοποιούν καν τον όρο «έργο τέχνης» και προτιμούν τον όρο «κατασκευή αντικειμένων». Ο Τζαρά, στο «Μανιφέστο για τον αδύναμο έρωτα και τον πικρό έρωτα » του 1920 θα γράψει πως «κατασκευάζεται» ένα ντανταϊστικό ποίημα: «Πάρτε μια εφημερίδα. Πάρτε ένα ψαλίδι. Διαλέξτε ένα άρθρο με το μήκος που θέλετε να έχει το ποίημά σας. Κόψτε το άρθρο και μετά κάθε λέξη που το αποτελεί και βάλτε το μέσα σε ένα σακουλάκι. Ανακινήστε το, βγάλτε τις λέξεις και αντιγράψτε με τη σειρά που τις βγάζετε. Η ποίηση θα σας μοιάζει...».
Το Νταντά θα «σφραγίσει» τη μοντέρνα τέχνη με πολλά μέσα έκφρασης, που θα αποτελέσουν πεδία καλλιτεχνικών πειραματισμών για τα επόμενα κινήματα και που μερικά από αυτά είναι οικεία πλέον σήμερα. Ενα από αυτά τα μέσα είναι και το φωτομοντάζ και οι ντανταϊστές θα καταγραφούν σαν οι πρώτοι που θα χρησιμοποιήσουν τη φωτογραφία σαν υλικό για τη δημιουργία ενός νέου, αυτόνομου μέσου. Το φωτομοντάζ θα είναι και το αγαπημένο μέσο έκφρασης του Αριστερού Μετώπου Τέχνης στη μετεπαναστατική Ρωσία. Από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες που χρησιμοποίησαν το φωτομοντάζ ήταν ο Μαξ Ερνστ.
Ο ντανταϊσμός θα «ταξιδέψει» στο Παρίσι όπου θα συναντηθεί με τον Γάλλο ποιητή Αντρέ Μπρετόν (τον μετέπειτα συνδημιουργό του Σουρεαλισμού) και τη δική του παρέα που θα δημιουργήσουν τον γαλλικό ντανταϊστικό πυρήνα. Αλλά το Νταντά θα περάσει τον ωκεανό και θα κατακτήσει και τη Νέα Υόρκη, με εξέχοντες εκπροσώπους του εκεί τους σημαντικούς καλλιτέχνες Ντυσάν (που θα ζωγραφίσει την Τζοκόντα με μουστάκι) και Πικαμπιά. Επίσης γνωστός πρωτοπόρος του ντανταϊσμού είναι και ο Λουί Αραγκόν, ενώ ο Πικάσο θα συμμετέχει... εν αγνοία του στην πρώτη ντανταϊστική έκθεση του «Καμπαρέ Βολτέρ» το 1916 και θα επηρεάσει τους ντανταϊστές στην τεχνική του κολάζ.
Οι ντανταϊστικές εκθέσεις, δρώμενα, βραδιές θα απασχολήσουν τις αστυνομικές αρχές πολλών χωρών. Ντανταϊστικές γκαλερί θα κλείσουν, θα απειληθούν λιντσαρίσματα, θα απασχοληθούν κοινοβούλια. Μια ντανταϊστική έκθεση στις αρχές του '20 στην Κολωνία θα καταστραφεί από τους ίδιους τους επισκέπτες (!) μέχρι που επενέβη η αστυνομία και την έκλεισε. Αλλωστε η πρόκληση και το συνειδητό θράσος ήταν τα «όπλα» του Νταντά.
Σαν κίνημα το Νταντά θα σβήσει - ακόμη μια φορά συνεπές στην άρνησή του στην αιωνιότητα - στις αρχές της δεκαετίας του '20. Αφήνοντας όμως πολύ βαθιά χνάρια στο μονοπάτι της τέχνης.