Πάει, λοιπόν, και αυτό το καλοκαίρι. Που η νότα, για μια ακόμα φορά - αδιαμαρτύρητα - έμπλεξε με το σουβλάκι, η τραγωδία - ανυποψίαστη - με τη γειτονική ντισκοτέκ, ο κλασικός χορός - χωρίς συνείδηση - με τις σούζες των μοτοσακό, τα διάφορα «έθνικ» - αφελέστατα - με τις κραυγές των γαϊδάρων. Τι πανδαιμόνιο προχειρότητας! Τι εκστρατεία κακογουστιάς. Τι έλλειψη σεβασμού για τον συγγραφέα, τον δημιουργό, τον εκτελεστή και, κυρίως, τον θεατή... Και κοντά σε όλα αυτά μην ξεχάσουμε και τα πανηγύρια! Της Αγίας Τριάδας, του Αγίου Τάδε, της Μαρίας της Μαγδαληνής... Και πόση σκόνη. Και τι φρικτός θόρυβος.
Και να τα κότερα. Και να οι έξωμες τουαλέτες. Και να οι πρεμιέρες. Και να οι «φιλότεχνοι» αστοί πολιτικοί να γονατίζουν - με ευλάβεια - μπροστά στον Αριστοφάνη, να φιλάνε - με συντριβή - χέρι του Σοφοκλή, αρκεί, όπως καταλαβαίνετε, να τους παίρνει η τηλεόραση! Και μετά, κάπου - μέσα στα χωράφια - όλο και κάποιο σκυλάδικο θα υπάρχει - με γκόμενες απ' τη Ρωσία, ίσως - για το υπόλοιπο βράδυ! Η η Παναγία της Σουμελάς, για ποντιακούς χορούς και απονομή - και αποδοχή, φυσικά - βραβείων «για την προσφορά στην ποντιακή υπόθεση»! `Η κάποια δεξίωση στο κότερο του «χορηγού» για τα ουίσκι τους! Και τις αναθέσεις, ίσως των μεγάλων έργων, ποιες ξέρει!
Λίγα μέτρα από την Ομόνοια, στην καρδιά της πρωτεύουσας, ο τρίτος κόσμος ζει και βασιλεύει. Στο Μεταξουργείο, η μέση ηλικία που οι γυναίκες αποκτούν το πρώτο τους παιδί είναι τα 16 χρόνια, παντρεύονται στην εφηβεία και πολύ συχνά υποφέρουν από κατάθλιψη. Περιδιαβάζοντας τους δρόμους της περιοχής νιώθεις μελαγχολία από την εγκατάλειψη, την υποβαθμισμένη ζωή, τη φτώχεια που είναι ολοφάνερη... Τι κάνει το κράτος γι' αυτά τα παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς να πηγαίνουν σχολείο τα περισσότερα, γι' αυτές τις νεαρές γυναίκες που δεν προλαβαίνουν να ζήσουν, να μάθουν γράμματα, να σηκώσουν κεφάλι, που κοιμούνται συχνά κατάχαμα μαζί με τα παιδιά τους, χωρίς κανείς να νοιάζεται για τις τρώγλες που τις στεγάζουν;
Μια πρόσφατη έρευνα έρχεται να αποκαλύψει τις οδυνηρές συνθήκες ζωής των γυναικών και των παιδιών, αλλά και γενικότερα των οικογενειών που έχουν έρθει εδώ από τη Θράκη. Ελληνες υπήκοοι, μουσουλμάνοι - τσιγγανόφωνοι και τουρκόφωνοι, έφτασαν στην Αθήνα σαν εσωτερικοί οικονομικοί μετανάστες και πολύ συχνά ολόκληρες οικογένειες εξαρτώνται από την εργασία των παιδιών τους που δεν τελειώνουν το σχολείο - αν κάποτε το άρχισαν - και εκτίθενται στους κινδύνους της νύχτας.
Η έρευνα έγινε ανάμεσα σε παιδιά και γυναίκες 16-55 χρόνων και συνεργάστηκαν για την ολοκλήρωσή της το Κέντρο Ερευνών για θέματα Ισότητας, το Κέντρο Καλλιτεχνικής και Παιδαγωγικής Επιμόρφωση «ΣΧΕΔΙΑ» και η κοινωνική και εκπαιδευτική δράση, εταιρία μη κερδοσκοπική, με χρόνια εμπειρίας στην περιοχή και επικοινωνίας με τις γυναίκες που ζουν εκεί.
Σε σχέση με τη γυναίκα, οι ερωτήσεις αφορούσαν θέματα γυναικολογικά, ψυχικής υγείας και άλλα προβλήματα υγείας, καθώς και τον τρόπο αντιμετώπισής τους.
Στην πλειονότητά τους ιδίως οι τσιγγανόφωνες, θα ήθελαν να αλλάξουν εμφάνιση, κυρίως στον τρόπο που ντύνονται, ώστε να μην ξεχωρίζουν, ιδιαίτερα αν αναζητούν δουλιά. Η εύκολη διάκριση μέσω της ενδυμασίας τις κάνει στόχο για διαφορετική μεταχείριση..
Στην καθημερινή ζωή: Τι τις νευριάζει και πώς αντιδρούν; Τα παιδιά που κάνουν φασαρία και δεν ακούν είναι κάτι που θυμώνει όλες τις γυναίκες. Αρκετές έχουν παράπονα για τους άντρες και τα πεθερικά τους, τα οποία είναι «πανταχού παρόντα». Τα κουτσομπολιά του περίγυρου είναι το πιο ισχυρό όπλο που διαθέτει η μικροκοινωνία τους, για να ελέγχει τα μέλη της και οι γυναίκες φαίνεται ότι ασφυκτιούν μέσα σ' αυτό τον κλοιό του αυστηρού ελέγχου. Οι συνθήκες διαβίωσης αναφέρονται πολύ συχνά από τις τσιγγανόφωνες σαν αιτία θυμού («το γεγονός ότι δεν έχω λεφτά» το ότι «δεν μπορώ να αγοράσω ένα ωραίο ρούχο», «δεν έχω χρήματα ούτε για τσιγάρα»).
Οι περισσότερες από τις τσιγγανόφωνες που μίλησαν στην έρευνα (70,97%) ασχολούνται με την πώληση λουλουδιών είτε στα φανάρια, είτε συχνότερα τις βραδινές ώρες (20.00 - 3.00) σε διάφορα εστιατόρια και ταβέρνες. Παράλληλα, ορισμένες συμπληρώνουν τα έσοδά τους με επαιτεία «Δέκα χρόνια λέει μια 20χρονη ξέρεις τι έχω περάσει να πουλάω λουλούδια, κούραση! Από μικρό παιδί άγχος σου λέω, άγχος!». Από τις τουρκόφωνες πολλές είναι άνεργες ή δεν έχουν εργαστεί και ασχολούνται με τα οικιακά. Οι περισσότερες γυναίκες δηλώνουν ότι μπορούν να μάθουν οποιαδήποτε δουλιά, αρκεί να τους δείξει κάποιος, επειδή μαθαίνουν εύκολα και το μυαλό τους «κόβει».
Τόσο οι τσιγγανόφωνες όσο και οι τουρκόφωνες ενδιαφέρονται να βρουν δουλιά. Ομως αυτό που τις δυσκολεύει πολύ είναι ότι δεν έχουν πού ν' αφήσουν τα παιδιά τους (όλες θα ήθελαν να δημιουργηθεί ένα κέντρο εξωσχολικής απασχόλησης). Διαφαίνεται ακόμα καθαρά η συνειδητοποίηση ότι οι περιορισμένες γραμματικές τους γνώσεις αποτελούν εμπόδιο για να βρουν δουλιά... Από τα παιδιά τους, τα μισά περίπου δεν πήγαν ποτέ σχολείο - αλλά και από όσα πήγαν, άλλα σταμάτησαν και άλλα έχουν μεγάλες δυσκολίες: ένα ουσιαστικό εμπόδιο είναι πως όταν πάνε σχολείο για πρώτη φορά, τοποθετούνται σε τάξη ανάλογα με την ηλικία τους και όχι σύμφωνα με τις γνώσεις τους. Ετσι, δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τα άλλα παιδιά. Ενας άλλος σημαντικός λόγος είναι ότι πολλά παιδιά εργάζονται το βράδυ, πουλώντας λουλούδια, κοιμούνται πολύ αργά και το πρωί δεν μπορούν να ξυπνήσουν. Τα τσιγγανόφωνα κορίτσια είναι η ομάδα παιδιών που στο μεγαλύτερο ποσοστό δουλεύει, ενώ τα τουρκόφωνα αγόρια είναι αυτά με το υψηλότερο ποσοστό φοίτησης στο σχολείο.
Ο Μεσαίωνας στην καρδιά της Αθήνας...
Η περιοχή του Μεταξουργείου όπου ζουν οι γυναίκες με τις οικογένειές τους έχει πολλές υποβαθμισμένες ή εγκαταλειμμένες κατοικίες όπου καταφεύγουν εξωτερικοί και εσωτερικοί μετανάστες. Μια περιοχή όπου κυριαρχεί η ανεργία και είναι ευδιάκριτη η φτώχεια των ανθρώπων και η έλλειψη πράσινου. Τα σπίτια βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση συντήρησης και λείπουν στοιχειώδεις ανέσεις. Οπως διαπιστώνει η έρευνα, οι περισσότερες οικογένειες μένουν σε δωμάτια που έχουν κοινή αυλή και χώρους υγιεινής μαζί με άλλες οικογένειες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν οι οικογένειες ζουν σε πολυκατοικίες, η τουαλέτα είναι, μέσα, αλλά μερικές φορές είναι και πάλι κοινή γιατί περισσότερες από μία οικογένειες στεγάζονται στο διαμέρισμα.