ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010
Σελ. /28
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Σημαντικές σκηνικές δημιουργίες
«Ορέστης» από το Εθνικό Θέατρο

«Κάρμεν»
«Κάρμεν»
Κρατώντας μια επιφύλαξη - εν αναμονή της τελευταίας παράστασης από το «Θέατρο Τέχνης» με τον αριστοφανικό «Πλούτο» - η υπογράφουσα τη στήλη θεωρεί ως σημαντικότερη καλλιτεχνική δημιουργία στα φετινά Επιδαύρια την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου με τον «Ορέστη» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά. Σημαντικότερη, γιατί είχε την τόλμη να «προσκομίσει» μια νέα, μελετημένη και ουσιαστικώς σύγχρονη ερμηνευτικά και αισθητικά «πρόταση» για την τραγωδία αυτή. «Πρόταση», που αρμόζει απολύτως στην ποίηση, αλλά και με τη «ματιά» της προβάλλει τα μέγιστα τον - διά της μεγαλοφυούς ειρωνείας του - πρωτοπόρο διαλεκτικό ρεαλισμό του Ευριπίδη. Και όλα αυτά, με εξαιρετικής αισθητικής παραστασιακούς συντελεστές και χωρίς εξυπνακισμούς και εντυπωσιοθηρισμούς. Εδώ να σημειωθεί ότι η ρεαλιστικής απλότητας και φυσικότητας και ταυτόχρονα έμμεσου, αποστασιοποιητικού σχολιασμού ερμηνευτική «πρόταση» του Γ. Χουβαρδά επέλεξε, αλλά και στηρίχθηκε, στις εξής αρετές: Στη νοηματικά μεστή, και άμεση και μεστή, αλλά και υποδορίως ποιητική μετάφραση του Στρατή Πασχάλη. Στο υπέροχο αισθητικά, υποδειγματικά σεβαστικό απέναντι στο μνημειώδες αρχαίο θέατρο της Αργολίδας, εκπληκτικής λιτότητας και παράλληλα συμβολικότητας σκηνικό του Γιοχάνες Σουτς. Στην επιλογή υποβλητικών μελωδιών του Μανώλη Καλομοίρη, εκτελεσμένων ζωντανά από ηθοποιούς. Στον Λευτέρη Παυλόπουλο, που οι «μαεστρικοί» φωτισμοί διαβάθμιζαν τα τρία επίπεδα της δράσης (δράση που εκτυλίσσεται στην ορχήστρα, πίσω και πέραν αυτής, υπονοώντας ότι η ανθρώπινη ζωή έχει και τα «παρασκήνιά» της). Η σκηνοθετική πρόταση «θεμελιώθηκε» πάνω στο εξής μεγάλο ερώτημα: Ποια είναι η σχέση του αρχαίου δράματος με το σύγχρονο άνθρωπο; Εχει αυτό κάτι να πει, ιδιαίτερα στους νέους; Ξέρουν, μπορούν να κατανοήσουν, να συμμεριστούν, αλλά και να κρίνουν (σε ανθρώπινο και κοινωνικό επίπεδο) το ψυχολογικό άλγος, τη συνειδησιακή βάσανο και τα κοινωνικά δεινά του μητροκτόνου Ορέστη και της συνενόχου στο φόνο αδελφής του Ηλέκτρας; Αποδέχονται τη μυθολογική εκδοχή ότι «θέλημα» του Απόλλωνα ήταν η μητροκτονία και ότι με παρέμβαση του ίδιου θεού ο Αρειος Πάγος «αθωώνει» τον πατροκτόνο; Μπορούν να διανοούνται ότι και σε σημερινούς νέους μπορεί να συμβεί μια τραγωδία ανάλογη με του Ορέστη και της Ηλέκτρας; Πόσο απαλλαγμένη είναι η σύγχρονη κοινωνία, ο σημερινός άνθρωπος από όσα προκαλούν φρικτά εγκλήματα, όπως αυτά που αφηγούνται οι αρχαίοι μύθοι και τραγικοί οι ποιητές; Το πολύσημο αυτό ερώτημα τέθηκε με ένα σκηνοθετικό εύρημα, σχετικά με το Χορό. Εύρημα εύστοχο, που «εισάγει» και θυμίζει συνεχώς την αμφισημία αυτής της αίσιου τέλους τραγωδίας. Μόνη αλλά σοβαρή παρατήρηση της στήλης είναι η μεγάλης διάρκειας - πριν την έναρξη της καθαυτό τραγωδίας - εισαγωγική παρουσία και οι κάπως υπερβολικές «πλακίτσες» του νεολαιίστικου Χορού. Το Χορό αποτέλεσε μια ομάδα νέων κοριτσιών και αγοριών - μαθητών λυκείου, ή φοιτητών ή σπουδαστών δραματικής σχολής, που εκδράμοντας στην Επίδαυρο, μπαίνουν στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου και εν είδει παιχνιδιού, με γέλια και αλληλοπειράγματα, λένε ένας ένας, ή και μαζί, κάποιες φράσεις που έχουν αποστηθίσει από το Χορό ή από πρόσωπα της ευριπίδειας τραγωδίας. Ξαφνικά το θεατροπαίχνιδο των νεολαίων «παγώνει» με τη θέα δύο άλλων δυστυχισμένων πλασμάτων. Της Ηλέκτρας που πονά και τρέμει για τη συνειδησιακή «τρέλα», αλλά και το τι μέλλεται να πάθει ο Ορέστης. Καθώς μπροστά στα μάτια της παρέας διεκτραγωδούνται τα πάθη των δύο αδελφών, αναφέρονται οι υπαίτιοι, τα αίτια, η κοινωνική προέκταση των παθών τους και ο αγωνιώδης αγώνας τους να σωθούν, η νεανική παρέα σταδιακά «μετέχει» του δράματος, μεταβαλλόμενη σε Χορό - συμπαραστάτη των πασχόντων αλλά και παρατηρητή και κριτή των ευθυνών και απόψεων όλων των προσώπων. Χάρη στη διττή σκηνοθετική καθοδήγηση, αφ' ενός με την καλοζυγισμένη ρεαλιστική αλήθεια και φυσικότητα στις ερμηνείες των ρόλων στα επεισόδια ακτινοβόλησε η εξανθρώπιση από τον Ευριπίδη των μυθολογικών προσώπων, δηλαδή το δραματικά ψυχολογικό ρεαλιστικό πλάσιμό τους. Και αφ' ετέρου, με την ειρωνίζουσα διάσταση του ρόλου του Απόλλωνα, τη διακριτική ένταξη και αποστασιοποίηση του Χορού από τη δράση, την εμμέσως «σχολιαστική» μουσική και προπάντων με το ιδιοφυές σκηνοθετικό φινάλε, που αφήνει τα δύο αδέλφια στην ορχήστρα μόνα και ψυχικά βασανισμένα παρά την αθώωση του Ορέστη, προβάλλει η αμφισημία του ευριπιδικού έργου. Το φινάλε υπονοεί ό,τι απαγορευόταν να πει στην εποχή του, ο κατηγορούμενος για την αθεΐα του Ευριπίδης. Οτι δεν υπάρχουν «θεώθεν» εντολές. Οτι ο άνθρωπος, και μόνον αυτός, ευθύνεται για τα εγκλήματά του και όσο ζει θα βασανίζεται ψυχολογικά και συνειδησιακά από αυτά. Η σκηνοθετική άποψη ευτύχησε και με εξαιρετικές ερμηνείες. Σωματοποιημένη αλήθεια, εσωτερικότητα και απλότητα διακρίνει την ερμηνεία του Νίκου Κουρή (Ορέστης) και της Στεφανίας Γουλιώτη (Ηλέκτρα). Ο «δαιμόνιος» υποκριτικά Χρήστος Στέργιογλου (Τυνδάρεως) καταθέτει την πιο ενδιαφέρουσα ερμηνεία της παράστασης, μορφοποιώντας τον αδυσώπητα «δογματικό» συντηρητικό ορθολογισμό, που συνηγορεί υπέρ της θανατικής καταδίκης του μητροκτόνου. Ο Νίκος Καραθάνος (Φρύγας δούλος), με ειρωνικότατο χιούμορ «γλεντά» υποκριτικά (ξεπερνώντας κάπως το μέτρο), παραπέμποντας στους σημερινούς μετανάστες, πλάθει τη γραφική μεν αλλά αναγκαία, προκειμένου να σωθεί, κουτοπονηριά του ανίσχυρου ανθρώπου.Ο Μανώλης Μαυρομματάκης (Αγγελιαφόρος) με λαϊκή φυσικότητα και αμεσότητα εκφράζει την «κοινή λογική» του απλού ανθρώπου. Πολύ καλές, αρμόζουσες στη σκηνοθετική άποψη για τους ρόλους τους είναι και οι ερμηνείες των Ακύλλα Καραζήση (δειλός και καιροσκόπος Μενέλαος), Κώστα Βασαρδάνη (έμμεσα σχολιαστικός Πυλάδης) και Γιώργου Γλάστρα (σαρδόνια ειρωνικός Απόλλων). Σχηματική η ερμηνεία της Τάνιας Τρύπη και διεκπεραιωτική η υποκριτική παρουσία της απαίδευτης θεατρικά (αδύναμη φωνή, σφιγμένης κινησιολογικά, αφύσικης στο περπάτημα και τη στάση) Γεωργιάννας Νταλάρα.

«Κάρμεν»

«Ορέστης»
«Ορέστης»
Πασίγνωστη και αγαπητή σε ένα ευρύ λαϊκό κοινό, είναι η οπερατική «Κάρμεν» του Μπιζέ, σε λιμπρέτο των Μεϊλάκ και Αλεβύ. Ομως, σχεδόν, άγνωστη είναι η ομότιτλη νουβέλα του Προσπέρ Μεριμέ, στην οποία βασίστηκε η όπερα. Ο Μεριμέ γοητευμένος από τη «φλόγα» της ισπανικής τσιγγάνικης ψυχής, «φλόγα» που, διεκδικώντας μια απόλυτη ελευθερία, κάποτε και αχαλίνωτα, μπορεί να «καεί» η ίδια και να «κάψει» τα πάντα γύρω της, έπλασε ένα σπουδαίο, βαθύτατα λαϊκό δράμα, με ανδρικά και γυναικεία στοιχεία αντλημένα από την τσιγγάνικη φτωχολογιά. Οι άντρες βιοπορίζονται υπηρετώντας στο στρατό ή σαν γυρολόγοι και οι γυναίκες σαν εργάτριες. Νέα, όμορφη, αλλά έρημη και πάμφτωχη εργάτρια είναι η τσιγγάνα Κάρμεν. Δε φοβάται ούτε τη δουλειά, ούτε την ομορφιά της. Κι ούτε τον πόθο που προκαλεί στα αρσενικά. Η ίδια είναι η προσωποποίηση του πόθου. Του πόθου και για έρωτα και για την απόλυτη ελευθερία της σαν ανθρώπινη ύπαρξη. Και δίνεται σ' αυτόν το διπλό πόθο της, ασυγκράτητα, ασυμβίβαστα, χωρίς υποψίες, χωρίς συστολές, με την αυθορμησιά και την αθωότητα παιδιού, χωρίς περίσκεψη για τους κινδύνους, για το κακό που μπορεί να προκαλέσει στην ίδια και σε άλλους ο πόθος που νιώθει και προκαλεί και η απόλυτη χειραφέτησή της και ελευθερία βουλήσεως και αισθημάτων που διεκδικεί. «Πειρασμός» για κάθε αρσενικό, όντας ελεύθερη και στον έρωτα, όπως σε όλα, φλερτάρει έναν φτωχό, αρραβωνιασμένο με μια καλή γειτονοπούλα του, μισθοφόρο στρατιώτη. Παρά τις αρχικές αντιστάσεις του, ο στρατιώτης αποδιώχνει την αρραβωνιαστικιά του, πικραίνοντας και τη μάνα του. Ο δύστυχος, «τρελαμένος» από έρωτα για την Κάρμεν, και άλλα αρσενικά που την ποθούν, διεκδικώντας την αποκλειστικότητα στο κορμί και στην πεισματικά ανυπότακτη ψυχή της, θα οδηγηθεί στη σφαγή της και στη φυλακή. Ο Στάθης Λιβαθινός είχε την πρωτότυπη ιδέα να πειραματιστεί, ανεβάζοντας την «Κάρμεν» σαν σύγχρονο δράμα, σαν θέατρο πρόζας αλλά μετά μουσικής και μάλιστα σε ένα μη θεατρικό χώρο. Στην αυλή ενός νεοκλασικού σπιτιού, στον Κεραμεικό. Σε μια γειτονιά που σήμερα βιώνει πάθη δύστυχων μεταναστών, πάθη παρόμοια με των - θεωρούμενων παντού ως «ξένων» - τσιγγάνων. Η ιδέα του σκηνοθέτη ευδοκίμησε καθόλα. Και με τη ρεαλιστική απλότητα της σκηνοθεσίας. Και με τη σύνθεση ενός δραματουργικά πυκνού κειμένου που βασίστηκε και στα δύο κείμενα (της νουβέλας και της όπερας), σε εύγλωττη θεατρικά μετάφραση του Στρατή Πασχάλη. Και με την τζαζ διασκευή, ζωντανά εκτελεσμένη από τριμελή ορχήστρα, ενορχήστρωση δημοφιλών μουσικών αποσπασμάτων της όπερας από τον Κώστα Μαγγίνα. Και με τα όμορφα, σύγχρονα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, που επιμελήθηκε και το σκηνικό χώρο. Και με τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου. Αλλά και με την ομόψυχη υποκριτική κατάθεση και τις πολύ καλές ερμηνείες των Ηλία Μελέτη, Πηνελόπης Μαρκοπούλου, Ευθύμη Παππά, Χρήστου Σουγάρη. Κυρίαρχη, με ξεχωριστή, ταιριαστής στην Κάρμεν, ορμητικής συναισθηματικής αλήθειας και δύναμης, ερωτικής ομορφιάς και σκηνικής χάρης είναι η ερμηνεία της Μαρίας Ναυπλιώτου.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ