Ανάμεσα στα άλλα που φέρνει στην επιφάνεια η τραγική κατάσταση με τις πυρκαγιές στη Ρωσία, είναι και η σημασία που έχει για μια χώρα να διασφαλίζει την αυτάρκεια σε γεωργικά προϊόντα, προς όφελος του λαού της. Με αφορμή την καταστροφή μεγάλων εκτάσεων με σιτηρά από τις 500 και πλέον φωτιές που μαίνονται στη Ρωσία, ξεκίνησαν και στη χώρα μας οι συζητήσεις για το ενδεχόμενο να αυξηθούν οι τιμές των παραγώγων του σιταριού, με δεδομένο ότι η Ρωσία θα δεσμεύσει την όποια παραγωγή τής απομείνει και δε θα κάνει εξαγωγές. Ανάμεσα στα πολλά που ακούστηκαν, τις τελευταίες μέρες, είναι και μια αλήθεια όπως αυτή: Η χώρα μας έχει ανάγκη ετησίως από 1,4 εκ. τόνους σιταριού, αναγκάζεται ωστόσο να εισάγει το 1 εκ. τόνους, αφού η εγχώρια παραγωγή ίσα που φτάνει τους 400.000 τόνους. Η όποια συζήτηση βέβαια στα αστικά ΜΜΕ σταματάει εκεί, πριν δηλαδή τεθεί το αυτονόητο ερώτημα: Γιατί μια χώρα όπως η Ελλάδα, με ευνοϊκό κλίμα και τεράστιες γεωργικές εκτάσεις δεν παράγει τόσα γεωργικά αγαθά, ώστε να καλύπτει τις ανάγκες της και ταυτόχρονα να κάνει και εξαγωγές; Πώς γίνεται το ισοζύγιο στο σιτάρι και στα άλλα προϊόντα να είναι αρνητικό, σε μια μεσογειακή χώρα με μεγάλη παράδοση στις καλλιέργειες;
Οι απαντήσεις οδηγούν αυτόματα στην καρδιά του προβλήματος: Στο πλαίσιο του καταμερισμού εντός της καπιταλιστικής ΕΕ, όπως αυτή εκφράζεται και με τη νέα ΚΑΠ, η Ελλάδα δε δικαιούται να παράγει ποσότητες γεωργικών προϊόντων αντίστοιχες των αναγκών της, γεγονός που έχει τραγικές συνέπειες όχι μόνο για τους χιλιάδες αγρότες που ξεριζώνονται από τη γη τους, αλλά εκφράζεται και στη διατροφική εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές, την παγκόσμια επάρκεια και το διεθνές χρηματιστήριο των τιμών. Η Ελλάδα μπορεί να είναι αυτάρκης σε προϊόντα που έχει ανάγκη ο λαός για τη διατροφή του. Οι εξαρτήσεις από τα μονοπώλια και η πολιτική που τα υπηρετεί είναι αυτά που την εμποδίζουν. Αυτά είναι που πρέπει να φύγουν από τη μέση, με τη μαζική πολιτική πάλη του λαού.