Επιδίωξή τους κάθε εργάτης να διαπραγματεύεται μόνος του με την εργοδοσία, να είναι πιο ευάλωτος σε εκβιασμούς και συμβιβασμούς
Η επιστολή που συνοδεύει το προσφάτως «επικαιροποιημένο» μνημόνιο, το οποίο συνυπογράφουν ο υπουργός Οικονομικών, Γ. Παπακωνσταντίνου, και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γ. Προβόπουλος, είναι αρκούντως αποκαλυπτική των σκοπών του. «Οι πολιτικές της ελληνικής κυβέρνησης - επισημαίνεται στην επιστολή - παραμένουν πλήρως προσανατολισμένες προς τη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, την εξασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την ενίσχυση της δυνητικής ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας (σ.σ. οι υπογραμμίσεις δικές μας)». Μέχρι σήμερα οι πολιτικές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα από τη μια μεριά τη μείωση των συντάξεων και των μισθών, τη νομοθέτηση της εργασίας έως το θάνατο, την ενίσχυση των ελαστικών μορφών εργασίας, κ.ά. Από την άλλη το τραπεζικό κεφάλαιο έχει ήδη πάρει 53 δισ. ευρώ και εξασφάλισε άλλα 25 δισ., το εφοπλιστικό κεφάλαιο αυξάνει την κερδοφορία του με την άρση του καμποτάζ, οι μεγαλοβιομήχανοι έχουν ήδη πάρει 8,8 δισ. ευρώ από το ΕΣΠΑ και τώρα διαγκωνίζονται για χρηματοδοτούμενες επενδύσεις 21,5 δισ. Και βέβαια οι παροχές και τα προνόμια δε σταματούν εδώ.
Η διατήρηση και η αύξηση των κερδών των μονοπωλίων είναι, λοιπόν, ο απώτερος στόχος, στο όνομα του οποίου θυσιάζονται εργατικά και λαϊκά δικαιώματα και κατακτήσεις δεκαετιών. Ετσι, στο «επικαιροποιημένο» μνημόνιο προβλέπεται ότι «η κυβέρνηση θα υιοθετήσει και θα υλοποιήσει νομοθεσία για την αναμόρφωση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων στον ιδιωτικό τομέα». Θα ψηφιστεί δηλαδή νέος νόμος, που θα ορίζει «ότι οι συμβάσεις σε επίπεδο επιχείρησης υπερισχύουν των κλαδικών συμβάσεων που με τη σειρά τους υπερισχύουν έναντι των συμβάσεων σε επίπεδο επαγγελματικών ενώσεων».
Με άλλα λόγια, καταργούνται στην πράξη οι κλαδικές και η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΕΕ) και προετοιμάζεται το έδαφος για την οριστική κατάργηση των ΣΣΕ. Στόχος, ο κάθε εργαζόμενος να αναγκάζεται να διαπραγματεύεται μόνος του τους όρους απασχόλησης με τον εργοδότη τους. Να αποδέχεται ό,τι όρους θέτει η εργοδοσία. Να αποτελεί αντικείμενο πλήρους εκμετάλλευσης από το μεγάλο κεφάλαιο.
Ταυτόχρονα, μέσα από την κατάργηση των ΣΣΕ, το κεφάλαιο επιδιώκει να χτυπήσει την ίδια τη συλλογική πάλη των εργαζομένων, το ρόλο και τη λειτουργία των συνδικάτων.
Καλλιεργεί συνειδήσεις προσανατολισμένες στην εξεύρεση ατομικών «λύσεων» και βάζει εμπόδια στην ανάπτυξη συλλογικών αγώνων (αναγκαίος όρος για να μπορέσει η εργατική τάξη όχι μόνο να εμποδίσει αποτελεσματικά την εφαρμογή αντεργατικών πολιτικών αλλά και να συγκρουστεί με στόχο την ανατροπή των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής).
Στο πλαίσιο της κατάργησης των ΣΣΕ συμβάλλει και η πρόβλεψη για κατάργηση της δυνατότητας του υπουργείου Εργασίας «να επεκτείνει όλες τις κλαδικές συμβάσεις και σε αυτούς που δεν εκπροσωπούνται στις διαπραγματεύσεις». Ετσι, μια κλαδική σύμβαση δε θα είναι υποχρεωτική για όλους τους εργοδότες του κλάδου και επομένως οι όροι της δε θα ισχύουν για τους εργαζόμενους που απασχολούν. Ενώ το μέτρο που προβλέπει τη «...μείωση των υπερωριακών αποδοχών και ενισχυμένη ευελιξία στη διαχείριση των ωρών εργασίας» στοχεύει στο να εξασφαλίσει ακόμα πιο φθηνή και ευέλικτη εργατική δύναμη για το μεγάλο κεφάλαιο.
Τα παραπάνω συμπληρώνονται από άλλα μέτρα, που προβλέπουν την τροποποίηση της νομοθεσίας για τη Διαιτησία, η οποία θα πρέπει να διασφαλίζει «ότι αποδίδεται προσήκουσα σημασία στην ανταγωνιστικότητα με όρους κόστους». Ακόμα την τροποποίηση της νομοθεσίας ώστε «να επεκταθεί η δοκιμαστική περίοδος για τους νεοπροσληφθέντες στον ένα χρόνο και να διευκολύνει τη μεγαλύτερη χρήση συμβάσεων προσωρινής εργασίας και μερικής απασχόλησης», μεγαλώνοντας την ανασφάλεια και επιδεινώνοντας τη θέση του εργαζομένου.
Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι στην κατεύθυνση της κατάργησης των ΣΣΕ βρίσκονται και οι αντεργατικές διατάξεις που περιλαμβάνονται στον τελευταίο αντιασφαλιστικό νόμο 3863/2010. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 74 αναφέρεται ότι οι εργοδότες που προσλαμβάνουν νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας, ηλικίας κάτω των 25 ετών, «τους αμείβουν με το ογδόντα τέσσερα τοις εκατό (84%) του κατώτατου βασικού μισθού ή ημερομισθίου, όπως αυτό ορίζεται κάθε φορά από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Οπως και ότι «μεταξύ εργοδοτών και ατόμων που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος έως και το 18ο έτος της ηλικίας τους, δύνανται να καταρτίζονται ειδικές συμβάσεις μαθητείας, μέχρι ενός (1) έτους, με σκοπό την απόκτηση δεξιοτήτων. Οι εν λόγω μαθητευόμενοι λαμβάνουν το εβδομήντα τοις εκατό (70%) του κατώτατου ημερομισθίου ή μισθού της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ)...». Και στις δύο περιπτώσεις η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, επικαλούμενη διάφορα προσχήματα, «κάνει νόμο» την κατάργηση του κατώτερου βασικού μισθού.
Την πολιτική αυτή, παρά τους λεονταρισμούς τους, στηρίζουν οι δυνάμεις του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, που με τις θέσεις και την τακτική τους υπονομεύουν τις ΣΣΕ.
Η κατάπτυστη Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΕΕ) που υπέγραψε στα μέσα του περασμένου Ιούλη η ΓΣΕΕ προβλέπει μηδενικές αυξήσεις για το 2010, «αύξηση» στο ύψος του ευρωπληθωρισμού το δεύτερο εξάμηνο του 2011, την ίδια «αύξηση» στο δεύτερο εξάμηνο του 2012. Με άλλα λόγια, υπέγραψε τη μείωση των μισθών των εργαζομένων καθώς ο πληθωρισμός ήδη τρέχει κοντά στο 6%. Ετσι, η ΓΣΕΕ ολοκλήρωσε τρόπον τινά έναν από τους βασικούς στόχους της μεγαλοεργοδοσίας: Να μετατρέψει την ΕΓΣΕΕ από όπλο στα χέρια των εργαζομένων σε όπλο στα χέρια του μεγάλου κεφαλαίου.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γ. Παναγόπουλος, δήλωνε λίγο καιρό πριν την υπογραφή της ΕΓΣΕΕ: «Το ερώτημα δεν είναι τι σύμβαση θα υπογράψουμε, αλλά αν θα υπογράψουμε σύμβαση...». Με αυτή την προσέγγιση καλλιεργούσε την αντίληψη «σύμβαση να υπογράψουμε και ό,τι υπογράψουμε» και προλείανε το έδαφος για τη μείωση των μισθών.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αξιοποίησε πλήρως τις αντεργατικές κατευθύνσεις της ΕΓΣΕΕ, λέγοντας ότι δε θα γίνει δεκτή καμία απόφαση από τον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας που θα ορίζει αυξήσεις σε κλάδους πάνω από τα όρια της ΕΓΣΕΕ. Δηλαδή, το μηδέν!
Τις ευθύνες του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού για το χτύπημα των ΣΣΕ αποκαλύπτει και η περίπτωση της ΟΤΟΕ. Η πλειοψηφία της, ακριβώς στη λογική του προέδρου της ΓΣΕΕ, υπέγραψε πριν λίγα χρόνια κλαδική σύμβαση με τους τραπεζίτες, μέσα από την οποία άνοιξε ο δρόμος για την απελευθέρωση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων.
Η ίδια πλειοψηφία χρησιμοποιεί σήμερα το επιχείρημα ότι οι «επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις βλάπτουν τον υγιή ανταγωνισμό», δήθεν για να υπερασπιστεί τις κλαδικές συμβάσεις! Το επιχείρημα αυτό δείχνει ότι οι δυνάμεις του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού σκέπτονται όπως οι εργοδότες και στηρίζουν πλήρως τα συμφέροντά τους, δηλαδή την ανάγκη ενίσχυσης του ανταγωνισμού. Με αυτά τα επιχειρήματα οι δυνάμεις αυτές επιχειρούν να μάθουν στους εργάτες να υπερασπίζονται όσα υπονομεύουν τις δικές τους ανάγκες και τα δικά τους συμφέροντα.
Ταυτόχρονα, η ΓΣΕΕ είναι αυτή που μαζί με την ΑΔΕΔΥ φρόντισαν όλο το προηγούμενο διάστημα να διευκολύνουν την υλοποίηση της άγριας αντεργατικής πολιτικής. Οχι μόνο δεν προειδοποίησαν τους εργάτες αλλά κατηγορούσαν για κινδυνολογία το ΠΑΜΕ που αποκάλυπτε τα άγρια αντεργατικά σχέδια. Εβαλαν και βάζουν εμπόδια στους αγώνες, «κρατώντας» το ζήτημα της οργάνωσής τους μακριά απ' τους τόπους δουλειάς, ουσιαστικά εμποδίζοντας τις συλλογικές διαδικασίες, ναρκοθετώντας την κοινή αγωνιστική δράση των εργαζομένων στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα. Στην ίδια κατεύθυνση, προβάλλουν συντεχνιακές λογικές που διαιρούν τους εργαζόμενους, ενώ σε κάθε αντεργατικό σχεδιασμό «συνιστούν» αναμονή με διάφορα προσχήματα, προκειμένου να δώσουν στην κυβέρνηση το χρόνο που χρειάζεται για να εφαρμόσει την πολιτική της. Και όταν αναγκάζονται από τα πράγματα, «ρίχνουν ντουφεκιές στον αέρα», με αιτήματα που δε στηρίζουν τα εργατικά συμφέροντα, παίζοντας ακόμα και το ρόλο του απεργοσπάστη.
Αυτές οι εξελίξεις δημιουργούν κυριολεκτικά συνθήκες εργασιακής ζούγκλας. Για τον κάθε εργαζόμενο πρέπει να γίνει καθαρό ότι η πολιτική αυτή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη λογική της διαχείρισης, του εφικτού και του λιγότερο κακού. Είναι αναγκαίο να καταδικάσει στη συνείδησή του και στην πράξη τις πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις που τον σπρώχνουν στην εξαθλίωση και στην ομηρία. Να απομονώσει τις δυνάμεις του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού, να παλέψει για αλλαγή του συσχετισμού δύναμης στο κίνημα. Να οργανωθεί και να δυναμώσει την ταξική πάλη, το συντονισμένο αγώνα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, ώστε όχι μόνο να βάλει εμπόδια στις αντεργατικές πολιτικές αλλά και να παλέψει για την πολιτική ανάπτυξης που θα έχει κριτήριο τις ανάγκες των εργαζομένων και του λαού. Στο πλαίσιο αυτό αποτελεί μονόδρομο η συσπείρωση στη γραμμή της ταξικής πάλης, στη γραμμή των ταξικών συνδικάτων και του ΠΑΜΕ.