ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 3 Οχτώβρη 2010 - 1η έκδοση
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ενας Αριστοφάνης σ' ένα ερημονήσι και...

Γρηγοριάδης Κώστας

Ο Αριστοφάνης, ο μακαρίτης κωμωδοποιός κείνου του καιρού, ξεβράστηκε - σκέτο πτώμα, μα με γλώσσα που τσακίζει κόκαλα - σ' ένα ερημονήσι γεμάτο ερείπια, καμένα σπίτια, σάπια τρόφιμα, χαλασμένα μηχανήματα, κουφάρια ζώων και ανθρώπων, όχεντρες και σκορπιούς! Εκανε μια γρήγορη τσάρκα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα σ' ολόκληρο το νησί - δεν ήταν, άλλωστε, τίποτα το μεγάλο, μια Σαλαμίνα, πες - και ύστερα χώθηκε σε μια μικρή σπηλιά, για ν' αποφύγει την κάψα του ήλιου, κατακαλόκαιρο που ήταν. Μα, πριν προλάβει ν' ανασάνει, ακούει αγκομαχητό ανθρώπου να 'ρχεται απ' της σπηλιάς το βάθος. Τρόμαξε! Γρήγορα, όμως, ξαναπήρε θάρρος. Και χούγιαξε, βάνοντας τα χέρια του σα χωνί στο στόμα. Η απόκριση ήρθε γοργά. Κι απόκοντα, ένα ανθρώπινο ερείπιο πρόβαλε από το βάθος... Σούρθηκε κοντά του κι άρχισε να μοιρολογεί ακατάσχετα και πονεμένα! Ανθρωπέ μου, καλέ μου άνθρωπε, βάσκανη μοίρα μας χτύπησε σε τούτο το όμορφο νησί! Χάθηκαν όλα όσα είχαμε! Σίφουνας φύσηξε και τα σώριασε όλα στο χώμα. Δεινή αναβροχιά στέγνωσε το νησί όλο. Κάψα του ήλιου ανυπόφορη καψάλισε φυτά και δέντρα. Η πείνα και η δίψα γιόμισαν το νησί κουφάρια. Τα όρνια χίμηξαν και ξέσκισαν τις σάρκες ζώων κι ανθρώπων. Υστερα, χάθηκαν και τα όρνια. Τέλειωσε η θροφή τους. Απόμειναν οι όχεντρες και οι σκορπιοί, που θανατώνουν με πόνους αβάσταχτους. Λίγοι άνθρωποι που 'χαμε απομείνει τελευταία, ψευτοζώντας αραιώναμε μέρα τη μέρα. Οταν ξέσπασε η μπόρα, όλοι ούρλιαζαν και ζητάγανε να φάνε και να πιούνε. Μα, οι αρχόντοι λέγαν και ξαναλέγαν πως μας βρήκε κρίση! Κρίση δεινή. Ο κόσμος δε συμφωνούσε μαζί τους και τους σιχτίριζε. Στο τέλος, φάνηκε πως η δοκιμασία ήταν αληθινή και τα αγαθά έγιναν όλα στάχτη και μπούλμπερη. Ε, όλα χάθηκαν! Το νησί έγινε μια σκέτη, απέραντη νεκροφόρα! Είμαι ο τελευταίος ζωντανός στο νησί! Είχα σωριασμένα κάποια παξιμάδια και λίγο νερό σε δοχεία. Μ' αυτά κρατιέμαι ακόμα στη ζωή. Γιατί από χρόνια πριν ασκήθηκα στο να τρώω μόνο για να ζω κι όχι να ζω για να τρώω που έκαναν οι άλλοι. Κι αντέχω ακόμα. Μα, θα 'ρθει κ' εμένα η σειρά. Η κρίση μάς ξεπάστρεψε!..

Ο Αριστοφάνης στενοχωρήθηκε σφόδρα. Μα, τι να κάνει; Η κρίση σκοτώνει, σκέφτηκε. Κούνησε λυπημένα το κούτελό του και πήρε δρόμο. Ο φτωχός έμεινε πάλι μόνος, περιμένοντας το θάνατό του... Ο Αριστοφάνης πέταξε - Αριστοφάνης ήταν αυτός, δεν ήταν πολιτικός κουραμπιές του καιρού μας! - και προσγειώθηκε σε κάποιο άλλο νησί, πιο μεγάλο, πιο πλούσιο, καθώς φαινόταν με την πρώτη ματιά. Κατά το συνήθειό του, έκανε μια γοργή περιήγηση απ' άκρη σ' άκρη, από Ανατολή σε Δύση και από Βορρά σε Νότο. Αλλο σόι τούτο. Αλλο πράμα. Νησί πλούσιο και κόσμος φινετσάτος, καλοζωισμένος. Αλλά σαν έγειρε ο ήλιος κατά τη δύση, ο Αριστοφάνης πήρε πόδι και τράβηξε προς κάτι μαχαλάδες απόμερους, να δει τι κάνουν οι άνθρωποι εκεί. Επεσε πάνω σ' ένα μπουλούκι με χωνιά και απλωμένα σκουτιά γιομάτα γράμματα... Μπα, τι 'ναι τούτα, σκέφτηκε. Ακουγε τις φωνές και διάβαζε τα συνθήματα. Μερικά έγραφαν: Κάτω τα χέρια από τα κατακτημένα μας. Θέλουμε εργασία, όχι πολιτική φλυαρία. Πεινάμε, δώστε μας ψωμί να φάμε. Φτάνει πια ο εμπαιγμός. Τα πλούτη εμείς τα παράγουμε και σεις τα σπαταλάτε! Τρώτε αβέρτα και θησαυρίζετε άνομα.

Εσείς καλοπερνάτε κ' εμείς κοιλοπονάμε από την πείνα. Εμείς δουλεύουμε κ' εσείς μας δουλεύετε. Πίνετε το αίμα μας. Δημιουργείτε κρίση εσείς οι Κροίσοι και τη φορτώνετε στην πλάτη εμάς των δύστυχων. Φέρτε τα λεφτά μας πίσω. Είστε κλέφτες, αγιογδύτες...

Τέτοια έγραφαν και τέτοια φώναζαν... Ο Αριστοφάνης έπεσε σε συλλογή. Εβαλε κάτω τα δυο νησιά κι άρχισε να συγκρίνει. Εκείνο το πρώτο, το έρημο και συφοριασμένο, με τις όχεντρες και τους σκορπιούς που το σάρωσε η θεομηνία απ' άκρη σ' άκρη, γιόμισε πληγές και φτώχεια για όλους. Η μάστιγα ήταν αληθινή και για όλους. Η δυστυχία άγγιξε πλούσιους και πένητες. Αφέντες και δούλους. Ρήμαξε ο τόπος ολάκερος. Και πήρε σβάρνα τα πάντα. Ηταν οργή της φύσης. Ξέσπασμα ακράτητο και εκδικητικό. Ανομβρία. Ξηρασία. Ακαρπία. Πείνα. Δίψα. Θάνατος! Μα θάνατος ολωνών! Και τότε, είναι δίκαιος, ακόμα και ο θάνατος!

Ομως σε τούτο το δεύτερο νησί, αλλιώτικα ήταν τα πράματα. Εδώ, άλλοι τρώνε και ευφραίνονται και άλλοι πεθαίνουν από ανέχεια και δυστυχία ασήκωτη. Εδώ τα αγαθά όχι δε λείπουν, μα είναι και περισσευάμενα. Οι θησαυροί είναι αμύθητοι. Τα τρόφιμα γεμίζουν χωματερές αμέτρητες!

Κούνησε το κεφάλι πάνω - κάτω. Πήρε το δρόμο αμίλητος κ' έφτασε μπροστά σε μια μεγάλη πλατεία γεμάτη κόσμο κάθε λογής. Εκανε νεύμα πως ήθελε ησυχία και ανέβηκε πάνω σε μια καρέκλα. Σιγή απλώθηκε παντού. Κ' εκείνος πήρε αμέσως τη μορφή του παλιού, ζωντανού Αριστοφάνη. Και ούρλιαξε:

Ρε κουβάδες, πούστηδες και κερατάδες, που βαφτίζετε τη φτώχεια πλούτο και την απάτη αρετή, το κλέψιμο τιμιότητα, την πόρνη παναγία, τον αγιογδύτη τζέντλεμαν, τον λήσταρχο λεβέντη, τη μικρομάνα που πεινά αλήτισσα του δρόμου, τα γκόλντεν μπόις ειδικούς, αδράτα πληρωμένους, τα φτωχομεροκάματα τσογλάνια πηλοφόρια, τους κάθε είδους «απαφτούς», κυρίους φιγουράτους, γιατί τη δυναστεύετε έτσι την κοινωνία; Ποιανού θεού καμώματα είναι αυτά, λεχρίτες; Πού είσαστε (ήσασταν, θα είσαστε), όταν ο πόνος και η αθλιότητα γονατίζουν τους ταλαίπωρους της Γης; Γιατί σκευωρείτε και σκηνοθετείτε κρίσεις και παρακρίσεις που θα οδηγήσουν σε παρακρούσεις; Τι ταΐζετε την ανθρωπότητα με φούμαρα και παραμύθια - καμώματα του δικού σας νοσηρού μυαλού; Γιατί κατασκευάζετε κρίσεις; Πού είναι η κρίση στο νησί σας; Οταν τα πλούτη είναι άφθονα, μιλάτε για έλλειψη; Μπορεί να υπάρχει έλλειψη με πλούτη - βουνό; Τρισκατάρατοι! Ε, τρισκατάρατοι! Μάθατε, ποτέ, κάτι άλλο εκτός από τις αλλαξοκωλιές; Ποιος, ελόγου σας, νοιάστηκε, αληθινά, για δίκιο και για λευτεριά, για πατρίδα και για πίστη, ξον από τόσο που να σας βολεύει να στρογγυλοκάθεστε σε κάνα θόλο, μια και όντως (όντως! όντως!) έχετε κώλο; Μα, αλιτήριοι, θα 'ρθει καιρός που τούτος ο τόπος θα ταρακουνηθεί. Θα 'ρθουν καιροί βρυχώμενοι και μαύρα περιστέρια θα κλώθουν κύκλους δίσεχτους πάνω από τον τόπο και θα μηνάνε χαλασμό και δίκιο του φτωχούλη!

Παπάδες χρυσοποίκιλτοι, δεσπότες με μερτσέντες, πού είναι ο ταπεινός Χριστός που ψέλνετε στις εκκλησιές; Πολιτικοί, πρωθυπουργοί που τρέμετε το δίκιο, φτηνοί εντολοδόχοι τους - των μεγιστάνων όλων - γιατί, αλήθεια, το λαό τον κατατυραννάτε; Και μη μου πείτε άλλο πια τα ψευτοπαραμύθια, πως τάχα είναι άσχημα η δόλια οικονομία!

Πείτε σταράτα, αντρικά (α, τώρα!) πως είστε υπηρέτες, των μεγιστάνων όπου Γης, και στο λαό μονάχα ρίχνετε λίγα ψίχουλα, να μην εβγεί η ψυχή του!

Αριστοφάνη εμέ με λεν, τα ξέρω τα τερτίπια του καθενός σας κερατά: πολιτικού, δεσπότη και ψευτοδιανοούμενου που τον ταΐζουν «σώπα»! Το μόνο που θα κάνετε, το έχετε συνήθειο, ή θα με αφορίσετε ή στη σιωπή αμέσως θα παραδώσετε αυτά που το βρωμύλο στόμα σάς λέει κατακούτελα, πώς λέμε: «στο σταυρό»!

Λυμφατικούς εγώ, ποτέ, δεσπότες δε θυμάμαι ούτε κακοστεκούμενους διαχειριστές του Δήμου! Δημότες, όμως, άπειρους φτωχούς και πεινασμένους και μεροκαματιάρηδες με δυο μπουκιές και λίγο ψωμάκι, να περνούν την πείνα του στομάχου που λειτουργεί νυχτόημερα, σπρωγμένο από ανάγκη!

Και είδα, βλέπω και θα ιδώ ανθρώπους σαν τα σκιάχτρα, να περιφέρονται παντού σαν άδικες κατάρες, πλασμένες από όσα εσείς δεινά στον κόσμο απλόχερα σκορπάτε μέρα - νύχτα!..

Ο Αριστοφάνης σταμάτησε για λίγο και κατάπιε έναν κόμπο! Εναν κόμπο πίκρας! Πίκρας πικρότερης από την άγρια πικροδάφνη! Μετά, κοίταξε γύρω γύρω το πλήθος όλο που έστεκε σα μαγεμένο, δίχως μιλιά και κίνηση. Με το δεξί του χέρι έδειξε κατά την Ανατολή και φώναξε δυνατά: Ξυπνήστε! Ξυπνήστε! Ξυπνήστεεεεεε!!


Βιογραφικό του Γιάννη Σ. ΚΩΤΣΑΔΑΜ

Ο Γιάννης Κωτσαδάμ γεννήθηκε στο Ζερίκι Λιβαδειάς. Σπούδασε (υπότροφος ΙΚΥ) Ιστορία - Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Ακολούθησε εκπαιδευτική κατεύθυνση. Υπηρέτησε σε Γυμνάσια - Λύκεια επαρχίας και Αθήνας. Εκλέχτηκε Πρόεδρος Διαφόρων ΕΛΜΕ και Ειδικός Γραμματέας της ΟΛΜΕ. Τερμάτισε την εκπαιδευτική διαδρομή ως Διευθυντής Β/θμιας Εκπαίδευσης. Εχει γράψει σειρά βιβλίων και αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά, με θέματα κοινωνικοπολιτικά, ιστορικά, λογοτεχνικά. Συνεργάτης επί χρόνια του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών. Κείμενά του περιλαμβάνονται στην περιοδική έκδοση «Θέματα Παιδείας» του ΚΜΕ. Μέλος της ΕΕΛ. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το πολυσέλιδο έργο του: «Η ΒΟΙΩΤΙΑ, από την Αρχαιότητα έως τις μέρες μας», με στοιχεία Ιστορίας, Αρχαιολογίας και σύγχρονης ζωής της Βοιωτίας.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ