Για πρώτη φορά μετά τη Μεταπολίτευση, από το σύνολο των αστικών κομμάτων τίθεται με τέτοια έμφαση το ζήτημα της αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού, η οποία, όπως όλα δείχνουν, επιδιώκεται να επιταχυνθεί από τις εθνικές εκλογές, όποτε κι αν γίνουν.
Στόχος ασφαλώς δεν είναι να αλλάξει ρότα η αντιλαϊκή διαχείριση για λογαριασμό της πλουτοκρατίας. Αντίθετα, επιδιώκεται η θωράκισή της, με την καλλιέργεια της αυταπάτης ότι κάτι «νέο» και «καλύτερο» μπορεί να γεννηθεί για τους εργαζόμενους και το λαό.
Από πού προκύπτουν η ανησυχία και οι σχεδιασμοί;
Η ιδιαίτερη πείρα που έχει συσσωρεύσει ο λαός και η διαφωτιστική δουλειά του ΚΚΕ βοηθάει να βγουν ασφαλή συμπεράσματα. Το παραδοσιακό σύστημα της δικομματικής εναλλαγής απαξιώνεται στις συνειδήσεις πλατύτερων λαϊκών στρωμάτων, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά τα τελευταία 35 χρόνια. Με καθοριστική συμβολή του ΚΚΕ, έχει αποδειχτεί ότι η αλλαγή κυβέρνησης δε συνιστά και αλλαγή πολιτικής.
ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ταυτίζονται ολοένα και περισσότερο στις λαϊκές συνειδήσεις για την ενιαία στρατηγική τους, πράγμα που δυσκολεύει σήμερα τη μετάγγιση ψήφων από το ένα στο άλλο, ανάλογα με τη συγκυρία, προκειμένου να παραμένει αναλλοίωτος ο συσχετισμός υπέρ του κεφαλαίου, από το συνδικαλιστικό κίνημα μέχρι το επίπεδο της διακυβέρνησης.
Γι' αυτό αναζητούν αναχώματα στη ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών στρωμάτων που χειραφετούνται από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, ώστε να μην καταφέρουν να διανύσουν την πορεία αυτή μέχρι τέλους, να συναντηθούν με το ΚΚΕ, να βάλουν το λιθαράκι τους στην αναγκαία αλλαγή του συσχετισμού δύναμης.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, η αστική τάξη αξιοποιεί σε ρόλο εμπροσθοφυλακής και εφεδρείας δυνάμεις δοκιμασμένες, είτε αυτό αφορά κόμματα - λαγούς, με άδηλους πόρους, είτε κόμματα υπό ίδρυση, είτε ακόμα και νεόκοπους Μεσσίες, που επιλέχτηκαν για να θολώσουν τα νερά στις εκλογές για την τοπική διοίκηση, όπως ο Δημαράς, ο Μητρόπουλος και άλλοι.
Διατηρώντας τους επιμέρους ανταγωνισμούς τους για το ποιος θα αποτελέσει τον κεντρικό πόλο στην κυοφορούμενη αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, όλες οι δυνάμεις που διεκδικούν ρόλο στη διαχείριση του αστικού συστήματος συστεγάζονται στην κοινή προσπάθεια για την αναμόρφωσή του.
Πρωταγωνιστικό ρόλο επιδιώκει να παίξει η ΝΔ, ζητώντας να αποτελέσει αυτή και όχι το ΠΑΣΟΚ τον πόλο γύρω από τον οποίο θα οικοδομηθεί το νέο πολιτικό σκηνικό. Η στροφή της, μάλιστα, είναι αξιοσημείωτη. Μετά την επιστροφή του από τις Βρυξέλλες, όπου συνεδρίασε το Λαϊκό Κόμμα, ο Αντ. Σαμαράς, όχι μόνον υπερθεμάτισε πάνω στο ψευτοδίλημμα των πρόωρων εκλογών, αλλά επιπλέον περιέγραψε τις προϋποθέσεις για μια ενδεχόμενη κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και άλλους, λέγοντας: «Το πρόβλημά μας δεν είναι να μοιράσουμε υπουργεία. Το πρόβλημά μας είναι να αλλάξει η καταστροφική πολιτική της ασφυξίας και να υιοθετηθεί πολιτική ανάκαμψης και ανάπτυξης».
Ο ΛΑ.Ο.Σ. καλλιεργεί, επίσης, το έδαφος για κυβερνήσεις συνεργασίας, αποδεικνύοντας πως του έχει ανατεθεί συγκεκριμένος ρόλος. Ο πρόεδρός του διατυμπανίζει ότι «δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά στα προγράμματα των δύο μεγάλων κομμάτων (...) ο τόπος χρειάζεται μία κυβέρνηση που να απαρτίζεται από τους καλύτερους, εμπειρότερους και ικανότερους που διαθέτει η χώρα. Υπάρχουν άτομα από όλο το πολιτικό φάσμα που μπορούν και θέλουν να συνεισφέρουν σε αυτό τον εθνικό σκοπό».
Στο ίδιο πνεύμα, ο επικεφαλής του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνεται την υποψηφιότητα του ΠΑΣΟΚου Αλ. Μητρόπουλου σαν «συνάντηση της ριζοσπαστικής αριστεράς με την αριστερή σοσιαλδημοκρατία (που) μπορεί να δώσει μια νέα δυναμική. Στην Ευρώπη τα κόμματα με τα οποία εμείς συμμαχούμε έχουν αυτήν τη στρατηγική».
Από κοντά και ο Φ. Κουβέλης της Δημοκρατικής Αριστεράς, ο οποίος ζητά να αποτελέσει το ΠΑΣΟΚ τον πόλο της όποιας αναμόρφωσης επιδιώκει η αστική τάξη και τα επιτελεία της, λέγοντας: «Οι συγκλίσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας και για τη μετατόπιση της πολιτικής ζωής από τη συντηρητική θέση που σήμερα βρίσκεται προς μια ουσιαστικά προοδευτική κατεύθυνση προς όφελος των πολιτών, βεβαίως είναι θεμιτή και αναγκαία».
Η Ντ. Μπακογιάννη, τέλος, ενόψει της δημιουργίας κόμματος, καλεί «στη δημιουργία της νέας κατάστασης» και σε «αλλαγή του τρόπου που γίνεται η πολιτική στην Ελλάδα. Εθνική συνεννόηση και συνεργασία, λεβεντιά και αποφασιστικότητα». Η ίδια, προ ημερών, δήλωνε διαθέσιμη να συμμετέχει μετεκλογικά σε οποιαδήποτε κυβέρνηση συνεργασίας.
Για ποιον πασχίζουν; Μήπως τα καινούρια κόμματα, όποτε και να προκύψουν, θα εφαρμόσουν φιλολαϊκή πολιτική, θα αυξήσουν τους μισθούς και τα μεροκάματα, θα μειώσουν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, θα πετάξουν έξω από την Υγεία, την Παιδεία, την Πρόνοια τους ιδιώτες, θα οδηγήσουν τη χώρα έξω από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ; Σίγουρα όχι. Το ομολογούν, άλλωστε, ήδη στις προγραμματικές τους διακηρύξεις.
Μήπως η όποια κυβέρνηση συνεργασίας δημιουργηθεί μετεκλογικά, με τη συμμετοχή «παλιών» και νέων αστικών κομμάτων, με πυρήνα τη λεγόμενη «κεντροαριστερά» ή «κεντροδεξιά» θα ασκήσει πολιτική διαφορετική από τη σημερινή, θα ακυρώσει αντιλαϊκούς νόμους και θα φτιάξει νέους, φιλολαϊκούς; Μήπως θα ακυρώσει το μνημόνιο, για την εφαρμογή του οποίου δεσμεύονται ΠΑΣΟΚ και ΝΔ;
Τίποτα από αυτά δεν πρόκειται να γίνει. Οπως δεν έγινε και σε χώρες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, όπου δοκιμάστηκαν εδώ και χρόνια οι διαφόρων αποχρώσεων κυβερνητικοί συνασπισμοί, με ολέθρια αποτελέσματα για το λαό και το διεκδικητικό του κίνημα, που μπήκε πιο βαθιά στο γύψο. Ο στόχος οποιασδήποτε τέτοιας κυβέρνησης είναι να προωθήσει ταχύτερα τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη το κεφάλαιο και όχι να τις ακυρώσει.
Αυτό πρέπει να έχουν στο νου τους τα λαϊκά στρώματα, πηγαίνοντας σήμερα στην κάλπη, αλλά και από αύριο, όταν η τρομοκρατική προπαγάνδα περί «αποσταθεροποίησης» θα ενταθεί και θα συνδέεται ολοένα και περισσότερο με το ενδεχόμενο των πρόωρων εθνικών εκλογών. Είναι κρίσιμο ζήτημα να δείξει ο λαός και με την ψήφο του ότι τους έχει πάρει χαμπάρι και έχει αντιληφθεί την πραγματική στόχευση της αναμόρφωσης που επιδιώκουν στο πολιτικό σκηνικό.
Η ψήφος σήμερα στη «Λαϊκή Συσπείρωση», η συμπόρευση με το ΚΚΕ, η εγκατάλειψη του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, η τιμωρία των κομμάτων που στηρίζουν την ίδια στρατηγική με το δικομματισμό, είναι όροι αναγκαίοι για να ανατραπούν τα σχέδια και η προπαγάνδα τους, που θέλει το λαό στη γωνία, τρομαγμένο, παθητικό δέκτη της βαρβαρότητας ή ενεργό συμμέτοχο στη διαιώνισή της.
Η προοπτική για τα λαϊκά στρώματα βρίσκεται στην αποσταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος, στο κέρδισμα της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Σ' αυτήν την κατεύθυνση, η λαϊκή συμμαχία έχει συμφέρον να αξιοποιεί κάθε ρήγμα που ανοίγει με την πάλη της στο γερασμένο και αντιδραστικό πολιτικό σκηνικό, παλεύοντας για την ανατροπή του. Η ισχυροποίηση του ΚΚΕ είναι η καλύτερη εγγύηση ότι αυτός ο δρόμος μπορεί και πρέπει να φτάσει μέχρι το τέρμα.