Είναι άλλωστε η ίδια πολιτική που ασκήθηκε από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και μας έφερε στο μνημόνιο. Είναι στρατηγικές επιλογές που ενίσχυαν τα μονοπώλια σε βάρος του λαού. Πώς λοιπόν αυτές οι επιλογές που μας οδήγησαν εδώ, τώρα ακόμα πιο σκληρές με το καπέλο του μνημονίου, θα είναι η λύση, η διέξοδος - όπως λένε - που θα οδηγήσει στη σταθερότητα και την ανάπτυξη; Πώς η πολιτική που δεκαετίες εξασφάλιζε την κερδοφορία του κεφαλαίου, που στράγγιζε τα λαϊκά εισοδήματα για να ενισχυθούν μια χούφτα μονοπώλια, που θυσίαζε σε αυτά όλες τις παραγωγικές δυνατότητες και τον πλούτο της χώρας, θα οδηγήσει σήμερα στη σωτηρία;
Τι θέλει να πει, δηλαδή, ο κ. καθηγητής; Μήπως ότι ο λαός έχει σήμερα πολλές κατακτήσεις; Οτι πρέπει να κάνει εκπτώσεις στις ανάγκες του; Μήπως, π.χ., ότι για την κρίση φταίει το δικαίωμα στη σταθερή εργασία ή ο σταθερός χρόνος εργασίας που υπήρχε και γι' αυτό καλά κάνουν οι κυβερνήσεις του κεφαλαίου και τα «ξηλώνουν»; Γι' αυτό, άλλωστε, και καταγγέλλει τη λογική «δε χρωστάμε, μας χρωστάνε», ενοχλημένος προφανώς από το ότι όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι αρνούνται να φορτωθούν τα βάρη μιας κρίσης που δε δημιούργησαν εκείνοι. Απ' ό,τι φαίνεται, το μήνυμα του κ. καθηγητή είναι το εξής: Πρέπει να ... συμμαζευτεί ο λαός, να πάρει απόφαση ότι δεν μπορεί να διεκδικεί ζωή αντίστοιχη του πλούτου που υπάρχει και παράγεται (από τον ίδιο, κάτι το οποίο φυσικά προσπερνά σε ολόκληρη την κατά τα άλλη μακρά ανάλυσή του), να μην «ξεμυτίζει» καθόλου από όσα υπαγορεύουν κυβέρνηση, ΕΕ και μεγαλοεργοδοσία.
Βέβαια, η χρεοκοπία για την οποία ανησυχεί ο κ. καθηγητής είναι αυτή του κεφαλαίου. Γιατί το κεφάλαιο και τα συμφέροντά του είναι αυτά που απειλούνται όσο περισσότεροι εργαζόμενοι αγωνίζονται και οργανώνονται στη γραμμή «μας χρωστάνε». Γι' αυτήν τη χρεοκοπία όμως, ο λαός, όχι μόνο δεν έχει κανένα λόγο να ανησυχεί, αλλά πρέπει και να την επιδιώκει. Γιατί όσο πιο κοντά στην οριστική χρεοκοπία φτάνουν τα μονοπώλια και οι υπηρέτες τους, τόσο πιο κοντά στην οριστική σωτηρία φτάνει και ο λαός, στην ικανοποίηση και διεύρυνση των σύγχρονων αναγκών του.
«Ολα αυτά έχουν συζητηθεί, έχουν ξαναμπεί στο τραπέζι». Είναι η απάντηση του Θ. Πάγκαλου σε ερώτηση που του έγινε στη διάρκεια συνέντευξής του την Κυριακή το πρωί στη ΝΕΤ. Του ζητήθηκε να σχολιάσει όλα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας περί ορισμού των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο στα 7,8 ή 10 μίλια. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης επιβεβαιώνει έτσι ότι γίνεται διαπραγμάτευση επί των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και μάλιστα χωρίς όρια. Η διαπραγμάτευση αυτή στην πραγματικότητα αφορά το πόσο θα συρρικνωθούν τα ελληνικά χωρικά ύδατα και ο εναέριος χώρος κάτω από τα 12 ν. μίλια που αποτελεί το νόμιμο δικαίωμα της χώρας βάσει του Διεθνούς Δικαίου, με συνέπεια και το κουρέλιασμα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας - ΑΟΖ, αλλά και του FIR Αθηνών. Ο Θ. Πάγκαλος, για να μετριάσει τις εντυπώσεις ...διαβεβαίωσε ότι «διαπραγματεύσεις με την Τουρκία δεν κάναμε ποτέ, ούτε τώρα κάνουμε», γιατί, όπως πρόσθεσε, «διαπραγματεύσεις σημαίνει ατζέντα» και απλά η κυβέρνηση κάνει «συζήτηση με την Τουρκία όπως κάναμε πάντα». Η ομολογία αυτή δεν μπορεί παρά να ενισχύει την ανησυχία, γιατί η γλώσσα του Θ. Πάγκαλου είναι γνωστή και από τα Ιμια, την υπόθεση Οτσαλάν και αλλού. Αρα, διαπραγμάτευση γίνεται. Οσο για το χωρίς ατζέντα, αυτό σημαίνει μυστική διπλωματία χωρίς όρια και «κόκκινες γραμμές». Ας τα 'χει όλα αυτά υπόψη του ο λαός, την ώρα που την Κυριακή θα πηγαίνει προς την κάλπη...
Το πιο σημαντικό, ίσως, σημείο της συνέντευξης του Θ. Πάγκαλου στο «Βήμα της Κυριακής» ήταν αυτό που αφορά στο στόχο του τρομοκρατικού ιδεολογήματος περί «αποσταθεροποίησης». Με τον κυνισμό που τον διακρίνει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης δήλωσε ευθέως ότι η «αποσταθεροποίηση» προέρχεται από αυτούς που αμφισβητούν έμπρακτα την πολιτική της κυβέρνησης με διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις, δηλαδή στοχοποίησε ευθέως το λαϊκό - ταξικό κίνημα και το ΚΚΕ. Συγκεκριμένα, στην ερώτηση «ποιοι είναι οι παράγοντες αποσταθεροποίησης για τους οποίους μίλησε ο πρωθυπουργός» ο Θ. Πάγκαλος απαντά: «Είναι η όσμωση ενός λόγου ο οποίος αμφισβητεί την κρατική υπόσταση και όχι απλώς την πολιτική της κυβέρνησης και η συντονισμένη χρησιμοποίηση μικρών αλλά πολύ αποτελεσματικών ομάδων, οι οποίες θα διαδηλώνουν ή θα παρεμβαίνουν στη δημόσια ζωή κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τη δική τους τάση για επίδειξη». Δεν υπάρχουν περιθώρια παρερμηνειών. Και αυτός είναι ο πραγματικός φόβος τους, το εφιαλτικό ενδεχόμενο που πασχίζει με κάθε μέσο να αποτρέψει ο πρωθυπουργός και γενικότερα το σύστημα που τον στηρίζει: Το αποτέλεσμα των εκλογών να μην προκαλέσει ρήγμα στο συσχετισμό δύναμης κατά τρόπο που να ενθαρρύνει το λαό να πιστέψει στη δύναμή του και να βγει την επομένη των εκλογών στους δρόμους για να διεκδικήσει όσα του ανήκουν, ανατρέποντας την αντιλαϊκή στρατηγική του μνημονίου.
Γιατί τι συνειρμό μπορεί να φέρει (προεκλογικά) κάποιος με μαύρα που τρέχει; Προφανώς, ότι τον ...μαυρίσανε κι «όπου φύγει - φύγει»!
Πάντως, ο «Μαύρος Δρομέας» πάνω που τα έκανε θάλασσα βρήκε ευτυχώς κάποιον να τον βοηθήσει και (έκπληξη!) δεν είναι ο Γ. Καρατζαφέρης του ΛΑ.Ο.Σ., αλλά ο Αντ. Σαμαράς.
Αυτός που δήλωσε χτες περίτρανα ότι οι εκλογές που θέλει να κάνει το ΠΑΣΟΚ - μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές - θα είναι «αποσταθεροποιητικές»...
Εν ολίγοις η εκλογολογία σε όλο της το μεγαλείο και από τους δυο. Το δικομματικό θέατρο σε πλήρη εξέλιξη με φώτα, χορευτικά, σκηνικά και ηχητικά εφέ. Από τη μια πλευρά της σκηνής ο ένας, από την άλλη ο άλλος.
Και τι θέλουν να κρύψουν και οι δύο τους με όλη αυτήν τη φανφάρα; Μα, αυτό που έλεγαν χτες στη Βουλή οι εισηγητές της Νέας Δημοκρατίας, όταν τάχθηκαν υπέρ ενός ακόμη κυβερνητικού νομοσχεδίου: «Είναι το 31ο που ψηφίζουμε...».
Με τις υγείες τους και να τα ...εκατοστήσουν. Γιατί να είστε βέβαιοι ότι οι «αντιμνημονιακοί» της ΝΔ θα τη στηρίξουν την κυβερνητική πολιτική (όπως και όλοι οι άλλοι «αντιμνημονιακοί» που έχουν ξεφυτρώσει σαν μανιτάρια).
Ο καθένας με τον τρόπο του, με την ιδιαιτερότητά του, με τη δική του «πολιτική προσωπικότητα» και όλα τα σχετικά. Γιατί μπροστά στη λαϊκή αντίδραση τα εναλλακτικά σενάρια έχουν υφανθεί και συνεχίζουν να υφαίνονται...
Και στις μέρες μας πρέπει οι πολυεθνικές να έχουν πολλές διαφορετικές λύσεις, προκειμένου να ανταποκριθούν σε όλες τις καταστάσεις. Από πρόθυμους, δε, ...άλλο τίποτε!