Το 2011 μπήκε με δηλώσεις περί αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων και παράδοσης του ελέγχου στα αφγανικά στρατεύματα που πρόσκεινται στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ενώ παράλληλα ηχούσαν οι απειλές για κλιμάκωση του πολέμου, που θα αναδείξει τη νέα χρονιά ως την αιματηρότερη του πολέμου. Τα σχέδια εντατικοποίησης των πολεμικών επιχειρήσεων «δικαιολογήθηκαν» στο πλαίσιο της «αποφασιστικής προσπάθειας περιορισμού των δυνάμεων των Ταλιμπάν», έτσι ώστε να είναι εφικτή η δήθεν αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων μέχρι το 2014.
Ωστόσο, δεν είναι λίγοι οι αξιωματούχοι των κατοχικών δυνάμεων που προειδοποιούν ότι ο πόλεμος δε θα έχει κερδηθεί μέχρι το 2014, χαρακτηρίζοντας ουτοπικά τα σχέδια περί δήθεν αποχώρησης των ιμπεριαλιστικών στρατευμάτων. Ετσι επιτρέπουν να παραμένει και μία πόρτα ανοιχτή για παράταση επ' αόριστον της κατοχής, εάν τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών κέντρων το επιβάλλουν και μετά το ορόσημο που έθεσε πρώτος ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα.
Σαφές είναι και το ότι ακόμα και αν αποχωρήσουν τελικά κατά πλειοψηφία τα κατοχικά στρατεύματα το 2014, ο έλεγχος της χώρας και της κρατικής μηχανής θα παραμείνει στις κατοχικές δυνάμεις, οι οποίες ήδη έχουν δημιουργήσει τις συνθήκες ενός προτεκτοράτου όπου τα συμφέροντά τους θα είναι πλήρως προστατευμένα. Σε αυτά τα πρότυπα λειτουργεί και σήμερα η κυβέρνηση του εγκάθετου Προέδρου Χαμίντ Καρζάι, ο οποίος, ακόμα και όταν εμφανίζεται να «διαφωνεί» με τις επιλογές της κατοχής, ακολουθεί την ίδια γραμμή πολιτικής, προκειμένου να περιορίζονται οι λαϊκές αντιδράσεις, απέναντι στις απροκάλυπτες σφαγές αμάχων.
Παράλληλα δε με τον πόλεμο στο ίδιο το Αφγανιστάν, συνεχίζεται και οξύνεται ο πόλεμος μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που διεκδικούν τα πακέτα ανοικοδόμησης και την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, που αποδεικνύονται πολλά υποσχόμενες. Πέρα από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, χαρακτηριστική είναι η στροφή προς το Αφγανιστάν της Ρωσίας και της Κίνας.
Το Αφγανιστάν εξακολουθεί να είναι εδώ και 30 χρόνια περίπου μία βάση ιδιαίτερης γεωστρατηγικής σημασίας στη Νότια Ασία και τη Μέση Ανατολή, την οποία τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα έχουν ξεκαθαρίσει επανειλημμένα ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν ή να την παραδώσουν στο λαό της. Η «νέα στρατηγική», που επικαλούνται τόσο ο Μπ. Ομπάμα όσο και το ΝΑΤΟ, δεν έχει ουσιαστικές διαφορές από τη στρατηγική του Τζορτζ Μπους. Αντίθετα, ενίσχυσε αποφασιστικά τα κατοχικά στρατεύματα και έχει ήδη ανακοινώσει την αποφασιστική κλιμάκωση του πολέμου, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ενόψει της επίτευξης του στόχου της «διάλυσης» των «Ταλιμπάν», δε θα υπολογιστούν οι απώλειες.
Ηδη, από το καλοκαίρι τα στρατεύματα κατοχής βάλλουν ασταμάτητα εναντίον περιοχών που θεωρούνται «προπύργια των Ταλιμπάν», με επιδρομές χερσαίες και αεροπορικές, ενώ οι επιχειρήσεις δε σταματούν ούτε τη νύχτα, με τις βραδινές εφόδους να είναι ακόμα στην πρώτη επιλογή του στρατού κατοχής.
Η κλιμάκωση των επιθέσεων έχει σαν αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι Αφγανοί, ιδιαίτερα στις περιοχές που πλήττονται περισσότερο, να χαρακτηρίζουν τις κατοχικές δυνάμεις ως τους μεγαλύτερους τρομοκράτες και να καταγγέλλουν ότι δεν υπάρχει η οποιαδήποτε πρόνοια για την προστασία των αμάχων. Αντίθετα, κατά το σύνηθες, εμφανίζονται ως «μαχητές των Ταλιμπάν», για να δικαιολογηθούν οι απώλειες και να καλυφθούν τα χιλιάδες εγκλήματα πολέμου που διαπράττονται επί 10 χρόνια πολέμου.
Πληροφορίες σε ενημερωτικά αντιπολεμικά site αποκαλύπτουν καθημερινά σχεδόν μαρτυρίες ανθρώπων, που καταγγέλλουν άδικες συλλήψεις, βασανισμούς και εξευτελισμούς αμάχων στις περιοχές που αποτελούν το επίκεντρο των μαχών, κατηγορώντας αμάχους ότι συνεργάζονται με τους «Ταλιμπάν», ή δεν αποκαλύπτουν βασικές πληροφορίες. Χαρακτηριστικό είναι ότι πλέον οι Αφγανοί σημειώνουν πως οι κατοχικές δυνάμεις είναι παράγοντας αποσταθεροποίησης και τρομοκρατίας για το λαό της χώρας.
Παράλληλα, πληροφορίες αποδεικνύουν ότι συνεχίζεται η συνεργασία «Ταλιμπάν» και κατοχικών δυνάμεων. Οπλα που «χάνονται», αμυντικός εξοπλισμός που «εξαφανίζεται» και κονδύλια που δαπανώνται για τη χρηματοδότηση των «Ταλιμπάν», προκειμένου να «μην επιτίθενται» στα κατοχικά στρατεύματα, είναι μόνο μερικές από τις μεθόδους «συνεργασίας των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων».
Σε αυτό το πλαίσιο, η εγκάθετη κυβέρνηση για το «θεαθήναι»... διαμαρτύρεται, όσο επιτρέπουν οι όροι της προπαγάνδας, για τους θανάτους αμάχων, ενώ προωθεί συνομιλίες με τους «Ταλιμπάν», με κύριο χαρακτηριστικό την εξαγορά και τις συμφωνίες για συμμετοχή στη διαχείριση του κράτους, υπό κατοχικούς όρους.
Δυναμικά στο παιχνίδι μπαίνουν Ρωσία και Κίνα, που υπογράφουν συμφωνίες με την αφγανική κυβέρνηση για την ανοικοδόμηση της χώρας και την εκμετάλλευση των ορυχείων - θυμίζουμε ότι στο Αφγανιστάν ανακαλύφθηκαν τεράστια κοιτάσματα λιθίου, που το καθιστούν ως μία από τις άκρως ενδιαφέρουσες χώρες σε μεταλλευτικό πλούτο - βάζοντας νέους διεκδικητές στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Την ίδια στιγμή, συμφωνούν με τις κατοχικές δυνάμεις για συνεργασία στον πόλεμο, με τη Ρωσία να διαθέτει τον εναέριο χώρο της για τη μεταφορά προμηθειών στα στρατεύματά τους, ενώ συνεργάστηκε με τους Αμερικανούς και σε επιχειρήσεις σε αφγανικό έδαφος, με αφορμή την «καταπολέμηση του ναρκεμπορίου».
Ο πόλεμος αναμένεται να ανοίξει δυναμικά και προς το Πακιστάν, που θεωρείται ως η φυσική συνέχεια του Αφγανιστάν και ...κατηγορείται για υπόθαλψη των «Ταλιμπάν». Οι αμερικανικές κατοχικές δυνάμεις τον περασμένο χρόνο πραγματοποίησαν περισσότερες από 1.100 επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, ενώ εξακολουθούν και οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον «Ταλιμπάν» εκ μέρους του κυβερνητικού στρατού.
Ωστόσο, ο αφγανικός λαός πρέπει να αποδεσμευτεί από τα ψευτοδιλήμματα «Ταλιμπάν ή κατοχή» και να διεκδικήσει τα πραγματικά του συμφέροντα, ενώ στο πλευρό του πρέπει να σταθούν αλληλέγγυοι και οι λαοί όλου του κόσμου, προτάσσοντας επίσης το ζήτημα της επιστροφής όλων των κατοχικών στρατευμάτων που συμμετέχουν στην ιμπεριαλιστική επέμβαση. Μεταξύ αυτών και των ελληνικών, που με τη σφραγίδα της αστικής τάξης της χώρας, κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, βρίσκονται στο Αφγανιστάν, κάνοντας την Ελλάδα συνένοχη στη σφαγή του λαού.