Βαρύ είναι το τίμημα που θα πληρώσει ο εργαζόμενος λαός και η νεολαία της πρωτεύουσας στο όνομα του σχεδίου «εξυγίανσης» των δημόσιων αστικών συγκοινωνιών που έχει θέσει σε εφαρμογή η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Η αύξηση του κόστους των εισιτηρίων θα χτυπήσει ακόμα περισσότερο τα πενιχρά λαϊκά εισοδήματα. Χαμηλοσυνταξιούχοι, φοιτητές, άτομα με ειδικές ανάγκες, πολύτεκνοι θα στερηθούν τη μέχρι σήμερα ελάχιστη έκπτωση που απολάμβαναν στις μετακινήσεις τους με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, οι συνθήκες μετακίνησής τους με αυτά θα επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο. Οπως και με τον ΟΣΕ, έτσι και με τον ΟΑΣΑ, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων «παίζει» το προπαγανδιστικό «χαρτί» των «υψηλών ελλειμμάτων» που, χωρίς αιδώ, θέλει να εμφανίζει ως υπαιτιότητα των δήθεν υψηλόμισθων εργαζομένων στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (ΜΜΜ) ή και, ακόμη χειρότερα, ως μία «άδικη παροχή» μέσω της φορολογίας των κατοίκων της υπόλοιπης χώρας προς τους κατοίκους της πρωτεύουσας. Είπαμε, λέμε και θα το ξαναπούμε: Οι κρατικές επιδοτήσεις στα ΜΜΜ, πρώτον, δεν είναι ελληνική πρωτοτυπία και δεύτερον, στην ουσία πρόκειται για επιδότηση των αφεντικών, τα οποία γλιτώνουν από ένα ακόμη κόστος, αυτό της μετακίνησης, από και προς τις φάμπρικες και τα γραφεία, του εργατικού δυναμικού που έχουν στη δούλεψή τους. Αλλά και των καταναλωτών των προϊόντων τους... Τα κυβερνητικά παραμύθια περί ελλειμμάτων ξεπερνούν πλέον τα όρια της φαιδρότητας. Προσφάτως μάλιστα ο υπουργός Υποδομών Δ. Ρέππας, μιλώντας σε αστικά ΜΜΕ, απευθύνεται γεμάτος απορία προς τη Δικαιοσύνη και ρωτά γιατί δεν έχει αναζητήσει τόσα χρόνια ευθύνες για την παραγωγή ελλειμμάτων των αστικών συγκοινωνιών. Αν δεν γνωρίζει, ας του υπενθυμίσουμε κάποια δεδομένα γύρω από αυτό το ζήτημα: Από τα περίπου 700 εκατ. ευρώ ετήσιο παραγόμενο έλλειμμα των φορέων αστικών συγκοινωνιών της πρωτεύουσας, τα 200 περίπου εκατ. αποτελούν αποπληρωμές των τοκοχρεολυσίων από τα δάνεια που λάμβανε ο ΟΑΣΑ για τη στοιχειώδη λειτουργία του όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Το σύνολο των δανείων του Οργανισμού φτάνει σήμερα, περίπου τα 2,1 δισ. ευρώ, αφού οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ όλα τα προηγούμενα χρόνια, αντί να επιδοτούν μέσω του κρατικού προϋπολογισμού ως όφειλαν βάσει του ν. 2669/1998 τις δημόσιες αστικές συγκοινωνίες, κάλυπταν το κόστος λειτουργίας τους, μέσω δανεισμού με κρατικές εγγυήσεις - με τα γνωστά ληστρικά επιτόκια - από ντόπιες και ξένες τράπεζες. Φτάσαμε λοιπόν στο σήμερα όπου η «θηλιά» των δανείων «πνίγει» και τις αστικές συγκοινωνίες της πρωτεύουσας, με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ - σύμφωνα και με τις επιταγές του Μνημονίου διαρκείας - να προσπαθεί να περιορίσει αυτό το έλλειμμα μέσω του παρακάτω τρίπτυχου: Μείωση της - μέσω τραπεζικού δανεισμού - επιδότησης από το 75% στο 40%, «τσεκούρωμα» στον αριθμό των εργαζομένων στις αστικές συγκοινωνίες και στις αποδοχές που λαμβάνουν όσοι απομείνουν, μείωση του αριθμού των δρομολογίων. Και για να απαντήσουμε στο αρχικό ερώτημα του υπουργού, έχουμε να πούμε τούτο: Πράγματι η Δικαιοσύνη έπρεπε και πρέπει να καθίσει στο σκαμνί όλες εκείνες τις κυβερνήσεις που επιδοτούν τα «νόμιμα» τοκογλυφικά ιδρύματα, τις τράπεζες και συνολικά τα μονοπώλια, για να τους παραδίδουν στην συνέχεια, αφού τα ελλείμματα «χτυπήσουν ταβάνι», το δημόσιο πλούτο στο «πιάτο» για να τον «εξυγιάνουν». Μόνο που μια τέτοια Δικαιοσύνη, δεν μπορεί να είναι η Δικαιοσύνη της άρχουσας τάξης. Παρά μόνο η Δικαιοσύνη του λαού, όταν αυτός θα είναι αφέντης των μέσων μαζικής μεταφοράς, όπως και ολόκληρου του πλούτου, που παράγει με τα χέρια και με το μυαλό του.
Αντικειμενικός στόχος της δράσης των ΜΚΟ δεν είναι η ανατροπή αυτής της κατάστασης. Γι' αυτό, άλλωστε, δε λένε τίποτα στους «αποκλεισμένους κατοίκους» για την αντιλαϊκή πολιτική, όπως εκφράζεται και στην Υγεία, για την ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών υγείας, για το εισιτήριο στα νοσοκομεία κ.λπ. Εξάλλου πρόκειται για οργανώσεις που χρηματοδοτούνται από το κράτος και δέχονται δωρεές από τους φαρμακοβιομήχανους για να δρουν. Την ίδια στιγμή, ρητός στόχος της κυβέρνησης είναι η συνεργασία ΤΑ, ΜΚΟ και άλλων ιδιωτών στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, για να απαλλαγεί το κράτος και από αυτές τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις του. Και να παρέχουν υπηρεσίες υγείας όχι με βάση τις πραγματικές τους ανάγκες, αλλά ίσα για να διατηρούνται στη ζωή ως εξαθλιωμένοι. Ως εκ τούτου, μήπως το «Κομβόι Αγάπης» θυμίζει λίγο την «αγάπη» του χορτάτου προς τον πεινασμένο, ο οποίος «τι να γίνει», αδικήθηκε από τη ζωή;