Η καλλιτεχνική δημιουργία ανθρώπων σαν τον Γιάννη Στεφανίδη δε «βολεύεται» εύκολα σ' ένα αφιέρωμα, ιδίως αν αυτή, πολύπτυχη και ανήσυχη, απλώνεται σε πολλές δεκαετίες ανθοβολώντας ακόμη και τώρα που ο εικαστικός, ο αυτοαναφορικός και λογοτεχνικός του λόγος σίγησε για πάντα. Η κιβωτός του έργου και της ζωής του αρμενίζει εύπλοα μες στο χρόνο, με ό,τι ο Στεφανίδης επέλεξε να μας παραδώσει, αφήνοντας πίσω τους ευεργετική τη σκιά της μνήμης.
Ο εφ' όρου ζωής κομμουνιστής, φλογερός ΕΠΟΝίτης, ζωγράφος και συγγραφέας Γιάννης Στεφανίδης δεν είναι πια κοντά μας. «Εφυγε», προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς, προδομένος από την καρδιά του. Οπως ήταν η θέλησή του, η σορός του μεταφέρθηκε για καύση στη Βουλγαρία. Η στάχτη του επέστρεψε ανήμερα της ονομαστικής γιορτής του και από τότε «αναπαύεται» στη θάλασσα της Ραφήνας - όπου μεγάλωσε. Στο «ταξίδι» της στάχτης του στα νερά της Ραφήνας, τον συνόδευσαν μια ζωγραφιά φιλοτεχνημένη από τη ζωγράφο κόρη του, Φωτεινή Στεφανίδη, για το πρώτο, βιωματικό νεανικό του αφήγημα «Η αγάπη πάει σχολείο», το φύλλο του «Ριζοσπάστη», κόκκινα γαρίφαλα για την αγωνιστική πορεία του και ανεμώνες - τα αγαπημένα του λουλούδια - για την τρυφερότητα και το ρομαντισμό του. Ο σημαντικός αγωνιστής, ζωγράφος, χαράκτης και συγγραφέας, με το έργο και το ήθος του αποτελεί παράδειγμα για τους νέους δημιουργούς.
Το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ και το Πολιτιστικό Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ εξέφρασαν τα συλλυπητήριά τους στην οικογένειά του, υπογραμμίζοντας ότι ο Γιάννης Στεφανίδης «παρέμεινε σε όλη του τη ζωή ένας σεμνός και αφοσιωμένος κομμουνιστής - καλλιτέχνης με τις πράξεις και το έργο του. Η στάση ζωής του τον κατατάσσει στο πάνθεον των δημιουργών που αναπτύχθηκαν μέσα στη φωτιά του αγώνα και πάλεψαν μέχρι το τέλος τους για τα ιδανικά της εργατικής τάξης. Ο σύντροφος Στεφανίδης θα αποτελεί πάντα ένα φωτεινό παράδειγμα για τις νέες γενιές των κομμουνιστών καλλιτεχνών».
Ηταν η περίοδος, που «το ατελιεδάκι της οδού Καπλανών μετατράπηκε σε εργαστήρι του καλλιτεχνικού συνεργείου της ΕΠΟΝ» - είχε πει σε συνέντευξή του στον «Ριζοσπάστη». «Κρυφά και με συνωμοτικές διαδικασίες, τυπώναμε μικρές αφίσες, που έπειτα τις κολλούσαμε στους δρόμους. Εχοντας, μερικές φορές, τη βοήθεια του Γιώργου Βακιρτζή, του Απόστολου Μπάρμπογλου και αργότερα του Βασίλη Ανδρεόπουλου, ξεκινήσαμε με έναν πολύγραφο με στένσιλ. Τη λύση, όμως, την έδωσε ένα αυτοσχέδιο "ταχυπιεστήριο", που σχεδίασα, το οποίο τύπωνε αρκετά καλά και γρήγορα. Ηταν σχέδια που εξέφραζαν την πολιτική γραμμή της ημέρας, την οποία έφερνε από "πάνω" ο Διονύσης, που δεν ήταν άλλος από τον Νίκο Καραντηνό».
Από την περίοδο αυτή ξεκινά η ενασχόληση του Γ. Στεφανίδη με το λινόλεουμ, υλικό που χρησιμοποιούσε σε όλη του την πορεία. Το ασπρόμαυρο χαρακτικό συγκέντρωνε την προτίμησή του, αφού, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, «είναι μια "γλώσσα" έκφρασης, σταράτη και ουσιαστική».
Το 1949 μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο. «Στις "αποσκευές" μου είχα μια ξύλινη βαλίτσα με διπλό πάτο. Εκεί έκρυψα όλα τα σχέδιά μου για να τα προφυλάξω από ενδεχόμενη κατάσχεση ή καταστροφή. Κρατώντας αυτή τη βαλίτσα, και φορτωμένος πλούσιες εμπειρίες, σκέφτηκα ότι από μια άποψη ήμουν τυχερός που πήγα εξορία... Οταν φτάσαμε στο Μούδρο, μάθαμε ότι τελικά θα μας πάνε στη Μακρόνησο. Και μας πήγαν. Εκεί δεν τράβηξα ούτε μια γραμμή και δεν μπορώ τίποτα να πω γι' αυτήν. Η Μακρόνησος ούτε περιγράφεται ούτε ζωγραφίζεται».
Η συγγραφική του δραστηριότητα άρχισε με το αφήγημα «Η αγάπη πάει σχολείο» (εκδόσεις «Σίγμα», 1995). Εχει δώδεκα ιστορίες που λένε για δυο παιδιά που μαζί με τα ρήματα και τα κλάσματα μαθαίνουν και την αλφαβήτα της αγάπης. Η κριτική τον ενθάρρυνε. Το βιβλίο εγκρίθηκε από το υπουργείο για τις σχολικές βιβλιοθήκες κι είναι εικονογραφημένο με γραμμικά σχέδια.
Το βιβλίο «Πέτρα κυλισάμενη» (εκδόσεις «Σίγμα») είναι το δεύτερο που έχει γράψει. Η βράβευση για την εικονογράφηση ήρθε από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, στην κατηγορία των νεανικών, το 1999. Βασίζεται - όπως ο ίδιος έχει πει - «σε βιώματα, μα και σε αρκετή φαντασία. Δεν είναι δηλαδή ακριβώς αυτοβιογραφία. Μπορώ να πω ότι είναι πιο πολύ ιστορίες δικές σας. Υπάρχει σ' αυτό ένα ιστορικό φόντο, που το διατρέχει ολόκληρο: ξεριζωμός, ξαναρίζωμα, πόλεμος πάλι, Κατοχή, Αντίσταση. Μέσα σε όλα αυτά, μια οικογένεια, έρμαιο των καιρών. Κι οι χαρακτήρες: ο πατέρας ονειροπόλος, διαβασμένος, προσφέρει αξίες στα παιδιά. Η μάνα αγράμματη, όμως πατά γερά στη γη, κουμαντάρει άξια τη φαμίλια. Επειτα είναι τα παιδιά, που μόνο παιδιά δεν είναι. "Εδώ που ήρθαμε, παιδιά μου, δε θα φωνάζετε, δε θα γελάτε, δε θα τραγουδάτε", χρειάστηκε να τους πούνε κάποτε. Τελικά ο αιθεροβάμων πατέρας κερδίζει τη συμπάθειά μας, γιατί κατά βάθος αυτός είναι σωστός, ο κόσμος είναι λάθος». Η εικονογράφηση αποτελείται από 5 ολοσέλιδα χαρακτικά, ένα για κάθε μέρος του βιβλίου και από 32 μικρότερα - προμετωπίδες - για τα κεφάλαια.
Ο Γιάννης Στεφανίδης με τη ζωή και το έργο του, με τους αγώνες και την προσφορά του έκανε πράξη αυτό που ο Πολ Ελιάρ πίστευε ότι οφείλει «ο ποιητής», αλλά και κάθε καλλιτέχνης... «να αγωνίζεται για να εξηγήσει τον κόσμο και για να τον μεταμορφώσει. Πρέπει να περνά από τον ορίζοντα του ενός ανθρώπου στον ορίζοντα των άλλων».
Είναι περισσότερο γνωστός σαν ο ζωγράφος της Αντίστασης, καθώς σχεδίασε το σήμα της ΕΠΟΝ και πολλά από τα πιο διαδεδομένα χαρακτικά της περιόδου.
Ως μέλος της ΕΠΟΝ και στη συνέχεια του ΚΚΕ πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση με συμμετοχή στην ομάδα σχεδιασμού των χαρακτικών που εξυπηρετούσαν την παράνομη διαφωτιστική και προπαγανδιστική δουλειά του λαϊκού κινήματος. Ταυτόχρονα υπήρξε ένας από τους βασικούς συνεργάτες του ΕΠΟΝίτικου περιοδικού «Νέα Γενιά». Αργότερα εργάστηκε στην «Ελεύθερη Ελλάδα» και άλλες εφημερίδες ως σκιτσογράφος. Για την πολιτική του δραστηριότητα οδηγήθηκε σε μακρόχρονη εξορία στη Μακρόνησο και άλλους τόπους βασανισμού, όπου ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική, εμπνεόμενος από θέματα της εξορίας. Μετά την απελευθέρωσή του παράλληλα με τη ζωγραφική ασχολήθηκε με τις γραφικές τέχνες καθώς και με εικονογραφήσεις πολλών και σημαντικών βιβλίων, κυρίως παιδικών. Κορυφαίο έργο του η πολύτομος (18τομη σειρά) «Ελληνική Μυθολογία» (εκδόσεις «Σίγμα»). Παράλληλα, αναζητώντας κι άλλους τρόπους έκφρασης, ασχολήθηκε με τη μουσική (κλασική κιθάρα με τον Δ. Φάμπα) και το γράψιμο. Βιβλία του: «Η αγάπη πάει σχολείο» αφήγημα, «Πέτρα κυλισάμενη» μυθιστόρημα, «Ελιξίριο του έρωτα» «...Αγαπάω», διηγήματα (εκδόσεις «Σίγμα») και «Ζωγραφική στην εξορία» λεύκωμα («Σύγχρονη Εποχή»). Πολλά από τα διηγήματά του δημοσιεύθηκαν στον «Ριζοσπάστη».
Συμμετείχε σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις εικαστικών, καθώς και στις Μπιενάλε χαρακτικής Qingdao (Κίνα, 2000), AcquiTerme (Ιταλία, 2003) και Beizing (Κίνα, 2003), στην Α' Βαλκανική Μπιενάλε ExLibris του Βελιγραδίου (2002), και στις Διεθνείς Εκθέσεις Ex Libris Chamaliers (Γαλλία, 2003), Saint Niklaas (Βέλγιο, 2003) και Αθήνας (εκδόσεις «Αγκυρα», έκθεση - διαγωνισμός, 2003).
Για την καλλιτεχνική του εργασία τιμήθηκε και βραβεύθηκε πολλές φορές από διεθνείς οργανισμούς: Τιμήθηκε με διάκριση εικονογράφησης (Mencione) από την πανευρωπαϊκή οργάνωση Pier Paolo Vergerio για το βιβλίο του «Αργοναύτες» της σειράς «Ελληνική Μυθολογία», στην Πάδοβα της Ιταλίας, το 1989, με Α' βραβείο Εικονογράφησης του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (IBBY) για τα χαρακτικά του μυθιστορήματός του «Πέτρα κυλισάμενη», το 1999, με διάκριση στην Μπιενάλε χαρακτικής Qingdao, Κίνα, το 2000, και με Α' Βραβείο διηγήματος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, το 2003.
Ο Βασίλης Βασιλάτος μιλά, με αφορμή τη συναυλία του με το συγκρότημα «Ιστορίες για Κρουστά», στις 21/1, στο Μέγαρο Μουσικής
«Θα παρουσιάσουμε αυτό το πανηγύρι που κάνουμε στις συναυλίες μας», λέει ο Β. Βασιλάτος. «Σπονδυλική στήλη είναι 10-12 καινούργια τραγούδια μου, σε στίχους Ιωάννας Μανούσακα, και 2-3 ορχηστρικά, τα οποία πλαισιώνουμε με πολύ ιδιαίτερες διασκευές βαλκανικών, παραδοσιακών και ευρωπαϊκών κομματιών. Ολα αυτά με πολύ ισχυρή διάθεση παρέμβασης, ώστε να υπάρχει η ομοιογένεια που βγάζει το γκρουπ σ' όλες μας τις συναυλίες. Εχω πειστεί πια ότι μπορούμε να παίρνουμε οτιδήποτε στα χέρια μας και να του δίνουμε τη δική μας οπτική ματιά».
Ποια είναι αυτή; «Είναι αυτή που ήταν πάντα: Ιστορίες για κρουστά. Δηλαδή, ένα μικρό σύνολο κρουστών στη μέση, που πλαισιώνεται από μια ορχήστρα. Είναι βασική η παρουσία κάθε οργάνου: κλαρινέτο, βιολί, ακορντεόν, ακουστική κιθάρα, κοντραμπάσο και βέβαια η κεντρική γυναικεία φωνή, που υποβοηθείται από τις δεύτερες φωνές. Ο πυρήνας είναι τα κρουστά, τέσσερις άνθρωποι που ξεκίνησαν από μηδενική βάση και σήμερα έχουν μια ιδιαίτερη παρουσία μέσα στο γκρουπ. Καθορίζουν τον ήχο του και την τροπή των πραγμάτων, αφού η χρήση των κρουστών είναι ιδιαίτερη και ιδιόρρυθμη. Τα κρουστά περισσότερο λειτουργούν σαν μια χορωδία μέσα σ' αυτήν την ορχήστρα, παρά σαν τέσσερις σολίστες που προσφέρουν μια ιδιαίτερη δεξιοτεχνία». Εκτός από την ομάδα κρουστών στο Πολυτεχνείο, ο Β. Βασιλάτος είναι πλέον υπεύθυνος και για όλα τα τμήματα κρουστών στο Εθνικό Ωδείο, ενώ φέτος ανέλαβε και δύο ομάδες κρουστών στην περιφέρεια, μία στην Ξάνθη και μία στη Θεσσαλονίκη, όπου το τελευταίο διάστημα οι «Ιστορίες για Κρουστά» έδωσαν και συναυλίες. «Φιλοδοξία είναι αυτές οι ομάδες να μας πλαισιώσουν και στις συναυλίες μας», λέει, χαρακτηρίζοντας «ευχάριστη πραγματικότητα» τη δημιουργία νέων κρουστών «φυτωρίων». «Υπάρχει η διάθεση νέων μουσικών ν' ανακαλύψουν πράγματα, όμως το σημαντικότερο είναι ότι αυτό το προσεγγίζουν με σοβαρότητα, πράγμα που δείχνει μια ώριμη σκέψη, μια ώριμη πλευρά μιας κοινωνίας, που δε δίνει και τα καλύτερα δείγματα σε άλλους τομείς. Επίσης, δεν μπορούμε ν' αγνοήσουμε ότι αυτό προέρχεται και από τη διάθεση για μια ομαδική δραστηριότητα και εδραιώνει την πεποίθηση πως μια ομαδική δουλειά είναι πάντα δημιουργική και όχι μόνο προς μουσικό όφελος».
Ομαδική, δημιουργική δουλειά, που όμως συντελείται σ' ένα μαύρο σκηνικό...«Αυτή είναι η αισιοδοξία μου. Μέσα σ' ένα μαύρο σκηνικό, που δεν είμαστε και τόσο σίγουροι πόσο μαύρο είναι ή πόσο μαύρο θέλουν να μας παρουσιάσουν ότι είναι, προκειμένου να περάσουν όλα αυτά που έχουν δρομολογήσει και θέλουν να περάσουν, αυτό ακριβώς είναι ένεση αισιοδοξίας και ελπίδα. Οτι δεν πρέπει να είμαστε απελπισμένοι, ότι δεν πρέπει να παίζουμε το παιχνίδι του απελπισμένου, αυτό που αδρανοποιεί τον άνθρωπο και τον κάνει να δέχεται τις χειρότερες μορφές οπισθοδρόμησης. Οντας αισιόδοξος, ουσιαστικά γίνεσαι μαχητικός, παλεύεις, θέλεις να πάρεις την τύχη σου στα χέρια σου. Απαιτείται δράση. Η σημαία μας είναι: αντεπίθεση αισιοδοξίας. Λέμε όχι στην παραίτηση. Το κύριο είναι ότι παίρνω την τύχη μου στα χέρια μου και παλεύω. Κι αν αυτό μπορώ να το διοχετεύσω σε μια ομαδική δραστηριότητα, τότε προσαυξάνω τις δυνάμεις μου...».