Ως χρέος τιμής στον αλησμόνητο δάσκαλό του Γ. Κεφαλληνό, ο οποίος του δίδαξε την πιο προοδευτική, την πιο οικεία, την πιο προσβάσιμη από το λαό τέχνη, την τέχνη της χαρακτικής, ο Γιώργος Βαρλάμος αφιερώνει το νέο του πανέμορφο λεύκωμα «ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ (σημειώσεις από το εργαστήριο - τεχνική της χαρακτικής - αρχή της τυπογραφίας - έργα χαρακτικής)», σε έκδοση (όπως και το προηγούμενο λεύκωμα του Βαρλάμου «ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΑ») της «Σύγχρονης Εποχής».
Ο άλλοτε «μαθητής» του Κεφαλληνού, κορυφαίος εν ζωή «δάσκαλος» της χαρακτικής, της εικονογράφησης βιβλίων και της καλλιτεχνικής τυπογραφίας, Γιώργης Βαρλάμος, με τον πρόλογο και τα άλλα κείμενά του σε αυτό το βιβλίο - λεύκωμα μεταλαμπαδεύει όσα διδαγμένα από τον Κεφαλληνό καλλιέργησε σε μέγιστο βαθμό με τη μακρόχρονη εικαστική δημιουργία του. Ο Βαρλάμος με τα κείμενά του σ' αυτό το λεύκωμα «παραδίδει» μαθήματα, μοναδικής ιστορικής, θεωρητικής και πρακτικής γνώσης, νοηματικής πυκνότητας και καλλιτεχνικής σοφίας, για τα διάφορα είδη και τις τεχνικές της χαρακτικής και της τυπογραφίας.Της τυπογραφίας, βέβαια, «πριν τη φωτοσύνθεση. Ο αιώνας μπορεί σήμερα να καυχιέται για δύο μεγάλα κατορθώματα, θα 'λεγα, όπως έκανε το φτωχό - φτωχότερο, έτσι έκανε και το άσχημο - ασχημότερο. Εύγε!...», όπως τονίζει σε μια σημείωση του προλόγου του.
Η εικονογράφηση του βιβλίου πρωτοξεκίνησε με το χειρόγραφο βιβλίο. Πολύ αργότερα η εικονογράφηση με τη χαρακτική και άλλα μέσα (κλισέ, offset, γραφικές τέχνες) ήρθαν να συμβάλουν στην ευρεία κυκλοφορία βιβλίων και εντύπων. Αλλά «η τεχνική όσο τέλεια και να 'ναι - και πρέπει να 'ναι - έρχεται δεύτερη». Πρώτο πρέπει να είναι το έργο τέχνης, γιατί αυτό «είναι κατάθεση ψυχής!...», πιστεύει ο δάσκαλος Γ. Βαρλάμος.
Πρώτο «μάθημά» του η χαρακτική, που χωρίζεται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, των οποίων η αξιακή σειρά είναι η εξής: Ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο (σήμερα γίνεται και σε πλαστική ύλη). Χαλκογραφία και τα είδη της (βελονογραφία, οξυγραφία, λιπογραφία, τεχνική της ζάχαρης - ανακατεμένη με μαύρη σινική μελάνη, στιγμιογραφία, maniere noire, ακουατίντα). Λιθογραφία. Τέλος, η μεταξοτυπία, που ελάχιστα χρησιμοποιήθηκε από τον καλλιτεχνικό χώρο, ενώ «στο βιομηχανικό κατά διαστήματα γίνεται μόδα κι ύστερα εξαφανίζεται για χρόνια».
Ο Γ. Βαρλάμος ξεκαθαρίζει, βέβαια, ότι «δεν είναι η "κουζίνα"» της κάθε τεχνικής «που κάνει το έργο τέχνης», αλλά «η μαγική έλξη που ασκεί η θέα του αντιτύπου, η γοητεία που εκπέμπει, η ανεξήγητη γοητεία που αγγίζει το βάθος της ψυχής μας όσο τίποτε άλλο...».
Το δεύτερο «μάθημα» αφορά στην τυπογραφία. Πού και πώς ξεκίνησε; «Αρχισε με τους Κινέζους, τους Φοίνικες ή τον Γουτεμβέργιο; Στη Μαγέννη ή στο Χαρλέμ; Πόσοι λαοί δε φιλοδοξήσανε τα πρωτεία!», σημειώνει ο Βαρλάμος. Θυμάται ότι ο Λουδοβίκος ΧΙΙ έλεγε: «Η τυπογραφία ήτανε εφεύρεση περισσότερο θεία παρά ανθρώπινη» και τους «Νόμους» του Πλάτωνα, όπου ο αρχαίος φιλόσοφος διατυπώνει τη σκέψη πως τα βιβλία θα γράφονταν ευκολότερα αν υπήρχαν ξύλινα γράμματα.
Αιώνες πριν, όμως, οι ξυλογράφοι δουλεύανε για τη βαφή υφασμάτων. Κι όταν πρωτόρθε στην Ευρώπη χαρτί από την Αραβία, οι ξυλογράφοι σκαλίζανε τις φόρμες για τα λινά, αλλά και τα πρώτα Incunables (βιβλία τυπωμένα με ξύλινες πλάκες, με σκαλισμένες τις εικόνες και το κείμενο της κάθε σελίδας, κάθε σελίδα και άλλο ξύλο). Από τη συντεχνία των σταμπαδόρων («Printer») τυπώθηκαν τα πρώτα βιβλία.
Οι πρώτοι που τυπώσανε με μεταλλικά στοιχεία ήτανε δουλευτάδες του μετάλλου. Ο Γουτεμβέργιος σκάλιζε μεντάγιες. Ο Waldfogel και ο Mentelin ήταν χρυσοχόοι. Προϋπόθεση για να γίνει κάποιος τυπογράφος ήταν να μπορεί να σκαλίζει μήτρες και να χύνει τους χαρακτήρες. Υστερα ερχότανε το μελάνωμα και το τράβηγμα, σημειώνει ο Γ. Βαρλάμος, και ιστορεί τα υλικά και τις μεθόδους γραφής αρχαίων πολιτισμών.
Οι Ινδοί σοφοί έγραφαν σε φύλλα φοινικιάς. Οι Αιγύπτιοι σε λινά υφάσματα, ενώ τα δημόσια έγγραφα σε μολυβένια φύλλα. Οι Ασύριοι σε τούβλα, χαράζοντάς τα με «στύλο» πριν τα ψήσουν και σε όστρακα σπασμένων αγγείων. Σε παλαιότερες εποχές έγραφαν σε ξύλινες πλάκες. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε ο πάπυρος (έως τον Χ αιώνα ήταν το φθηνότερο και συνηθέστερο υλικό γραφής). Τον πάπυρο ακολούθησε η περγαμηνή (δέρμα, η διφθέρα των αρχαίων), όπου μπορούσαν να γράφουν και στις δύο πλευρές της, να την ξύσουν και να ξαναγράψουν με αντίστροφη φορά (αυτή τη διαδικασία σημαίνει η λέξη παλίμψηστο). Με την περγαμηνή πήρε το βιβλίο τη γνωστή μορφή του.
Ο Βαρλάμος «διδάσκει» ότι η «προγονική» τεχνική κατασκευής χαρτιού «προίκισε τα παλιά βιβλία μ' ένα υλικό που ζηλεύουμε σήμερα μ' όλη τη βιομηχανική πρόοδο της εποχής. Τα παλιά ολλανδέζικα και βενετσιάνικα χαρτιά, πώς χαίρεσαι να τα ψηλαφίζεις, να τα χαϊδεύεις. Χαρτιά γεμάτα, γερά, γυαλιστερά όσο πρέπει. Υλικό υπέροχο, απόχρωση θερμή, γκραίνο απαλό. Πάνω κει τα μαύρα ήτανε βελούδο, τα κόκκινα κοράλι».
Στη συνέχεια, περιγράφει τα χαρακτηριστικά των χαρτιών στις συνήθεις εκδόσεις. Το «μπουφάν», το «σατινέ», το «γκλασέ», το «σπειρωτό» (ή όφσετ), το «κουσέ» (ή «ιλουστρασιόν»), το χαρτί χωρίς κόλλα, με μισή κόλλα, ή με ζελατίνα, τα χαρτιά καλυμμάτων και εξωφύλλων, τη διαδικασία χρωματισμού του χαρτιού, κι ακόμα τα χαρακτηριστικά ποιότητας ή ελαττωματικότητάς των χαρτιών, τα «εξωτικά» χαρτιά (λ.χ. το κινέζικο και γιαπωνέζικο), τα μεγέθη και σχήματα του χαρτιού και την εκτύπωση με διπλωμένα μια ή και περισσότερες φορές τα φύλλα του χαρτιού.
Περιγράφει τη φυσιολογία των τυπογραφικών στοιχείων, διαφόρων τύπων γραμμάτων - γραμματοσειρών και της σελιδοποίησης, που είναι «η αρχιτεκτονική του βιβλίου», ώστε να είναι καλαίσθητο και ευανάγνωστο. Ο Βαρλάμος πιστεύει ότι «οποιοδήποτε και αν είναι το θέμα του και οσοδήποτε λίγο και αν έχει διακοσμηθεί, ένα βιβλίο μπορεί να 'ναι ένα πραγματικό έργο τέχνης, αν τα στοιχεία με τα οποία τυπώθηκε είναι ωραία και αν αυτοί που το τύπωσαν επιμεληθήκανε τη γενική του εμφάνιση. Ενα βιβλίο χωρίς κανένα στολίδι μπορεί να 'ναι πραγματικά ωραίο αν η αρχιτεκτονική του σύνθεση είναι καλή». Στην καλή «αρχιτεκτονική σύνθεση» παίζουν σημαντικό ρόλο και η στοιχειοθέτηση του γενικού τίτλου του βιβλίου, των τίτλων των κεφαλαίων, της αφιέρωσης, του μότο που πιθανόν χρησιμοποιεί και του προλόγου. Και γι' αυτά τα θέματα, όπως και για τη στοιχειοθέτηση των ποιημάτων, δίνει μεγάλο «μάθημα» ο Βαρλάμος.