ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 23 Γενάρη 2011
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Το Καπνοχώρι

Γρηγοριάδης Κώστας

Το Καπνοχώρι

Κυριακή Γεροζήση

Διασκευή από το μυθιστόρημα «Αναδρομή στο χώρο και το χρόνο» Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

Η Αύρα, μια μεσήλικη επιστήμονας ελληνικής καταγωγής, ερευνήτρια στο Παρίσι, επιστρέφει ένα καλοκαίρι στο χωριό καταγωγής των γονιών της.

----------------

Πετάχτηκε πάνω απ' το κακάρισμα της κότας και περίμενε ν' ακούσει τη φωνή της γιαγιάς να επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια.

-- Μωρέ τι κανς ισύ δεν κάν' κανένας. Αει στου καλό σ', θα ξυπνίεισ' του κουρίτς....

Συνειδητοποίησε ότι είχαν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια από το θάνατο της γιαγιάς. Μισοκοιμισμένη συνέχισε ν' ακούει τη φωνή της.

-- Αντι μανάρι μ' τώρα, πήγαινι για νιρό, έφτασι μισμέρ', ουχτό η ώρα.

Η Αύρα με δύο γκαζοτενεκέδες έφευγε για τη βρύση κάτω από τον πλάτανο της πλατείας. Ο ήλιος ψηλά έκαιγε για τα καλά. Επαιρνε το χωματόδρομο που χώριζε το σπίτι από την κεντρική πλατεία και χοροπηδώντας κάτω απ' τη σκιά της καρυδιάς, της κορομηλιάς ανάμεσα από ερείπια και καμένα σπίτια, ακακίες, αγριοσυκιές, φωλιές φιδιών και πελαργών έφτανε στην κεντρική πλατεία. Τα λελέκια χαλούσαν τον κόσμο χτυπώντας τα ράμφη τους κι άσπριζαν όποιον είχε την ατυχία να περάσει τη συγκεκριμένη στιγμή κάτω από τη φωλιά τους. Καμιά εικοσαριά τενεκέδια και κανάτια στην ουρά, κάτω από τον πλάτανο, περίμεναν τη σειρά τους. Η βρύση έσταζε σταγόνα, σταγόνα. Εδώ, στο κέντρο της πλατείας, κάτω από τον πλάτανο σκότωσαν τους σαράντα πατριώτες οι Γερμανοί. Και πιο κάτω δίπλα στην πηγή, μάζεψαν οι ντόπιοι ό,τι χρήσιμο απόμεινε μετά το κάψιμο του χωριού από τους Ιταλούς. Ετσι κατάφεραν, η γιαγιά και η μάνα της Αύρας, να βρουν μερικά μαχαιροπίρουνα, ένα τηγάνι και μια κατσαρόλα όταν γύρισαν απ' τ' Αραντοσίβια, όπου καταδιωκόμενες είχαν βρει καταφύγιο για μερικούς μήνες.

Καταδιωκόμενοι!

Φαρμάκωνε το στόμα της γιαγιάς αυτή η λέξη και πύκνωνε τις ρυτίδες της. Σκέφτονταν το γιο και την κόρη της, αγωνιστές της Αντίστασης που αντί για επαίνους με την απελευθέρωση, συνέχιζαν να 'ναι καταδιωκόμενοι, σέρνονταν στις φυλακές και τα ξερονήσια. Εκλαιγε τον αντάρτη γαμπρό της που δολοφονήθηκε από τις συμμορίες των Σούρληδων την πρωτοχρονιά του '47...

Η Αύρα, η εγγονή από την πόλη, ο παππούς και η γιαγιά, ήταν οι μόνοι που δεν σηκώνονταν στις δύο τα ξημερώματα να παν να σπάσουν τον καπνό. Οι άλλοι, οι θείοι, οι θειες και τα ξαδέρφια της έφευγαν μέσα στη νύχτα να μαζέψουν τον καπνό πριν ζεστάνει ο ήλιος και μαραθούν τα φύλλα του. Με τις κόφες φίσκα, φορτωμένες στον Ανέστη, το δεκάχρονο γάιδαρο της οικογένειας, γύριζαν μια ώρα δρόμο με τα πόδια. Να πλυθούν να φύγει το φαρμάκι, η κόλλα του καπνού, μαύρη κατράμι, που κολλούσε σα διάολος, να τρίψουν για να καθαρίσουν τα χέρια με το απορρυπαντικό της μπουγάδας, μέχρι να γίνουν κατακόκκινα και ν' αρχίσουν να τσούζουν. Να ρίξουν λίγο οινόπνευμα στις αμέτρητες κοψιές από τις κοφτερές βελόνες του αρμαθιάσματος, να φαν ταρατόρι, ελιές, ντομάτες, τυρί και μαύρο ψωμί.

Οι άντρες πότιζαν τα ζώα κι έπεφταν για ύπνο. Ξυπνούσαν, έτρωγαν, βοηθούσαν στο κρέμασμα του καπνού στις ηλιάστρες και μετά καφενείο, ώσπου να πέσει η νύχτα. Για τις γυναίκες μια καινούργια μέρα μόλις άρχιζε. Να μαγειρέψουν και να πλύνουν, να σκουπίσουν και να συγυρίσουν, ν' αρμαθιάσουν τον καπνό, να τον απλώσουν να στεγνώσει, να ματαφάν και να πλύνουν τα πιάτα στο φως της λάμπας πετρελαίου, να μπαλώσουν και να πέσουν για ύπνο κατά τις δέκα - έντεκα το βράδυ, ξεπατωμένες. Να σηκωθούν αξημέρωτα ν' αντιμετωπίσουν μια καινούρια μέρα ολόιδια με τις προηγούμενες και τις επόμενες.

Τα παιδιά αρμάθιαζαν, έφερναν νερό, πότιζαν λουλούδια και περιβόλια, τάιζαν τις κότες, μάζευαν τ' αυγά, γιατί αυτές οι αφιλότιμες ξενογεννούσαν στα χαλασματα, έκοβαν τα λαχανικά και τα φρούτα, έτρεχαν παίζοντας στον μπακάλη, στις γειτόνισσες και τους συγγενείς, πήγαιναν κι έφερναν μηνύματα. Το όνειρό τους ήταν να βρεθεί μια μηχανή ν' αρμαθιάζει μόνη της.

Κατά τα μέσα του καλοκαιριού, όταν τα καπνά ωρίμαζαν πιο γρήγορα κι ένα χέρι σπάσιμο καπνού δεν τα προλάβαινε, άντρες και γυναίκες κατέβαιναν απ' το απόγευμα στα χωράφια. Επρεπε να τελειώσουν το αρμάθιασμα και τις δουλειές ως τις έξι το πολύ, να φύγουν μες στην καρακαντίλα, για να μαζέψουν τον καπνό μετά το ηλιοβασίλεμα, όταν άρχιζε να δροσίζει και τα φύλλα ξεδίπλωναν. Δούλευαν με το φεγγάρι ή με φακούς, πλάγιαζαν στα χωράφια πάνω σ' ένα κιλίμι, σηκώνονταν στις τρεις το χάραμα για το πρώτο μάζεμα της επόμενης μέρας. Αυτήν την περίοδο δεν είχαν χρόνο ούτε για την εκκλησία και γι' αυτό διπλασίαζαν τις προσευχές στο τραπέζι, πριν παν για ύπνο και μόλις ξυπνούσαν και νίβονταν από το σταμνάκι.

Δύο γεγονότα άλλαζαν το καλοκαιρινό ρυθμό της ζωής στο μικρό καπνοχώρι της Θεσσαλίας, στους πρόποδες του Ολύμπου.

Οι γιορτές της Παναγίας και του Σωτήρα, η Αγία Σωτήρα για τους ντόπιους, προγραμματισμένες και αναμενόμενες με χαρά καθώς κι ο ερχομός της καλοκαιρινής μπόρας, ο φόβος των καπνοπαραγωγών.

Στη γιορτή της Παναγίας τσούρμο ανέβαιναν τρέχοντας την ανηφοριά τα παιδιά για να πιάσουν στασίδι για τους μεγάλους. Η Αύρα να προφτάσει καλή θέση για τη γιαγιά και να καμαρώσει τον παππού της, δεξιό ψάλτη στην Παναγία, περηφάνια της οικογένειας και κατά την άποψή τους, καμάρι του χωριού. Η φωνή του βροντερή και βαθιά, ακουγόταν στην πλατεία και στις πέρα γειτονιές και όπως έλεγε ο Νικόλας Πορτούλης ο παραμυθάς του χωριού.

-- Μέρεβι τα ζωντανά και τρόμαζι τς κακοί ίσα με τ` Μιλούνα κι ψηλά σν Τσιούκα.

Τα παιδιά ντυμένα με τα καλά τους, έπιαναν στασίδι, έπαιζαν, μάλωναν, έλεγαν ιστορίες μέχρι ν' αρχίσουν να 'ρχονται οι μεγάλοι....

-- Nα η Αννα, φρεσκοαρραβωνιασμένη, με τη μάνα, την πεθερά και τις κουνιάδες, ο γαμπρός με τους άντρες απέναντι, η Κατίνα με την κοιλιά στα μάτια.

-- Πότι πρόλαβι καλή μ' δεν έχ' έξ' μήνις που παντρέφτκι;

-- Ιφτά, σουπάστι θα μας ακούσν !!!

-- Να η Γλύκα, η Πηγή, η Θανάσαινα, η Γιουργάκς, η Γακς, η Μαρίτσα, η Σουκράτς...

Οταν τριγύριζε η βροχή, το απομεσήμερο μέσα στη λαύρα και την κουφόβραση, ο ιδρώτας ανακατευόταν με το φαρμάκι του καπνού, κολλούσε σ' όλους τους πόρους, οι αγρότες έφτυναν σάλιο πικρό, τα μάτια έτσουζαν και δάκρυζαν. Τα μικρά αδιόρατα στην αρχή συννεφάκια πύκνωναν προς τη μεριά της Τσούκας και οι μεγάλοι, όλο και πιο ανήσυχοι, έφερναν τα μάτια ψηλά. Η Σταχτούλα γλείφονταν και τα κοκόρια χαλούσαν τον κόσμο.

Τα μπουμπουνητά και οι αστραπές πύκνωναν κι όταν οι πρώτες σταγόνες έπεφταν στο διψασμένο χώμα, γινόταν χαλασμός. Ολοι στο πόδι. Βλαστήμιες, φωνές να κάνουν γρήγορα να τραβήξουν τα καραβόπανα, να τα δέσουν στους πασσάλους, να κατεβάσουν στο υπόγειο τον ξεραμένο καπνό μαζεμένο σε τοπάνια. Ετσι και τα 'παιρνε βροχή, τα καπνά νότιζαν, σάπιζαν και ο έμπορας ένα να 'βρισκε χαλασμένο τα 'βγαζε σκάρτα και πήγαινε όλη η σοδειά στην πλατεία του χωριού για κάψιμο. Θρήνος ξεσπούσε στην οικογένεια που την έβρισκε τέτοια συμφορά. Οταν έβρεχε, ο καπνός στο χωράφι μούσκευε, το μάζεμα γινόταν μεγαλύτερο βάσανο, τα φύλλα κολλούσαν το 'να στ' άλλο και το αρμάθιασμα ήταν μαρτύριο.

... Δίπλα από το δρόμο που κατέβαινε στην πλατεία, περνούσε το ποτάμι ο Ξηριάς, που κόβει το χωριό στα δύο, κατάστεγνο το καλοκαίρι. Πήγαινε συχνά στη θεία της τη Φαίδρα στην απάνω γειτονιά, τη συνοικία της Παναγίας, περνώντας μέσα από την κοίτη του ποταμού. Οταν γυρόφερνε βροχή, η Φαίδρα την όρκιζε να μην περνάει από το ποτάμι. Δεν κρατούσε πάντα το λόγο της η Αύρα. Δεν πήγαινε από τη γέφυρα γυρίζοντας σπίτι, αλλά απ' τον πόρο, μέσα από την κοίτη του ποταμού.

Πριν ξυπνήσει για τα καλά, έφερε στο νου της τη μοναδική φορά που τις έφαγε από τη γιαγιά της. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει από ώρα αλλά εκείνη περνούσε και πάλι μέσα από το ποτάμι. Η λάμψη της αστραπής και ο κρότος της βροντής της έφεραν ανατριχίλα. Ανήσυχη τάχυνε το βήμα. Ηρθαν στο νου της οι ιστορίες της γιαγιάς για τον ξεροπόταμο που γίνεται ορμητικός χείμαρρος παρασέρνοντας τα πάντα στο διάβα του. Για τους κεραυνούς που πέφτουν σ' αυτούς που βρίσκουν καταφύγιο κάτω από τα δέντρα. Και για να βγει στο σπίτι έπρεπε να σκαρφαλώσει στο ανάχωμα και να περάσει κάτω από την ακακία και την αγριοσυκιά.

Εφτασε μούσκεμα, τρέμοντας από το φόβο και βρήκε τους παππούδες στο κεφαλόσκαλο. Την είχαν δει να κατεβαίνει απ' το ανάχωμα. Ο παππούς σήκωσε το μπαστούνι φοβερίζοντάς την ότι την επόμενη φορά που θα 'κανε του κεφαλιού της, σίγουρα θα το δοκίμαζε. Υστερα, το κατέβασε και μπήκε στο σπίτι σκυφτός, ακουμπώντας πάνω του με δύναμη. Η γιαγιά δεν άντεξε. Πριν την αλλάξει από τα βρεγμένα και την πάρει στην αγκαλιά της, της άστραψε δυο ανάποδες που φανέρωναν την αγωνία που πέρασε κι όλη την αδυναμία που της είχε.


Βιογραφικό της Κυριακής Γεροζήση

Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1946. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1964 και το 1968 πήρε το πτυχίο του Χημικού. Κατά τη διάρκεια της χούντας εργάστηκε σε βιομηχανίες τροφίμων, ποτών και φαρμάκων, συνεχίζοντας ταυτόχρονα σπουδές στη Φυσικομαθηματική Σχολή. Το 1973 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, εργάστηκε ερευνητικά στο Ινστιτούτο «Παστέρ», στο «College de France», στο έβδομο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, απέκτησε μεταπτυχιακά διπλώματα στη Βιοχημεία από το έβδομο Πανεπιστήμιο του Παρισιού (Δίπλωμα Προχωρημένων σπουδών - DEA 1974, Διδακτορικό τρίτου κύκλου 1977) και το κρατικό διδακτορικό δίπλωμα στις θετικές επιστήμες το 1981. Από το 1981 έχει μόνιμη ερευνητική θέση στο Κρατικό Ινστιτούτο Υγείας και Ιατρικής Ερευνας (INSERM) Γαλλίας. Μεταδιδακτορικά, για ερευνητικούς σκοπούς εργάστηκε στις ΗΠΑ περίπου ενάμιση χρόνο και στην Ελλάδα, περίπου τρία χρόνια. Δίδαξε περιστασιακά Βιοχημεία, από το 1996 έως το 2000, στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Λάρισας. Συνεργάζεται με τα Πανεπιστήμια της Αθήνας και των Ιωαννίνων στην έρευνα και την εκπαίδευση. Είναι εμπειρογνώμονας στην επιτροπή Ευρωπαϊκής Ενωσης για την έγκριση επιστημονικών προγραμμάτων. Εχει παρουσιάσει πολλές ανακοινώσεις σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια και έχει δημοσιεύσει περίπου 60 άρθρα σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και βιβλία. Μυθιστορήματά της: «Αναδρομή στο χώρο και το χρόνο» και «Νέα Υόρκη, Παρίσι, Βαγδάτη» εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ