3.Οταν ο Αιγύπτιος ιερέας έλεγε: «Σόλων, Σόλων, οι Ελληνες είστε αιώνια παιδιά. Δεν υπάρχει Ελληνας γέρος», το έλεγε γιατί δε γνώριζε την κυβέρνηση των εκσυγχρονιστών. Αυτοί έφεραν και το τέλος μιας παιδικότητας, που έσβησε μέσα στη μηχανή της Ευρώπης. Το να μην εμπιστεύεσαι τίποτα, το να είσαι συνέχεια σε μια κατάσταση ετοιμότητας, μια πολεμική μηχανή από το πρωί ως το βράδυ, γέρασε πρόωρα τον ελληνικό λαό, που η αμεριμνησία του ήταν το κέντρο του, το νερό απ'όπου έπιναν όλοι οι άλλοι. Και όχι ότι η κυβέρνηση γνώριζε πού πήγαινε το μικρό καράβι το αταξίδευτο... Οχι, βέβαια. Γι' αυτό η πιο τραγική στιγμή που έζησε η Ελλάδα τις τελευταίες μέρες ήταν ότι, ενώ είχε πάρει κλίση το μικρό καράβι και βούλιαζε, το πλήρωμα συγκρατούσε τον κόσμο, φωνάζοντας ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για κανέναν. Αλήθεια, πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει αυτές τις καθησυχαστικές φωνές στη ζωή μας! Και πόσες φορές δε βρεθήκαμε μόνοι μας στη... θάλασσα.
4.Οι εκσυγχρονιστές μπροστά σ' αυτό που συμβαίνει καταφεύγουν στη μαγγανεία: Κατηγορούν τη θάλασσα ότι είναι κακιά, με ό,τι προκαλεί, και σε λίγο, όπως ο Δαρείος, θα αρχίσουν να τη μαστιγώνουν για να την τιμωρήσουν.
5.Στην εφηβεία μου, η ανάγκη και η περιέργεια μ' έσπρωξαν να εργαστώ στα καράβια. Τότε, ανάμεσα στα Εικονογραφημένα Κλασικά, διάβαζα και του Χέρμαν Μέλβιλ τον Μπόμπι Ντικ ή τον Θαλασσόλυκο του Τζόζεφ Κόντραντ. Αλλά μόλις πάτησα το πόδι μου στο καράβι, κατάλαβα πόσο υψηλή είναι η τέχνη των ναυτικών και πόσο αληθινά ήταν όσα διάβασα σ' ένα χειρόγραφο που βρίσκεται στο Βατικανό και χρονολογείται από τα τέλη του 16ου αιώνα: «... εις την μεγάλην τέχνην και αγνώριστον, λέγω την ναυτικήν, τα κοπέλλια οπού εμπαίνουσι να μάθουν ναύτες πρώτα μαθαίνουν να λάμνουν και να κάμνουν σκαρμούς και τροπωτήρες εις την βάρκα και απέκει να μαθαίνει να ανεβαίνει απάνω εις τα κατάρτια και εις ταις αντένες και εις τα σκοινιά... να μάθει την ναυτικήν και απόλλιγο αρχίζει να γνωρίζει τους ανέμους, τους καιρούς, να κυβερνά». Εχουν καμία σχέση με αυτά ο πλοίαρχος και ο υποπλοίαρχος του «Σαμίνα»;
6.Ανάμεσα στο «να μη σε νοιάζει τίποτα, εγώ είμαι εδώ» και στο «αναλαμβάνω κάθε ευθύνη», πήγαινε το μικρό καράβι το αταξίδευτο...
Ο Φώτης Αγγουλές γεννήθηκε το 1910 στο Τσεσμέ της Μ. Ασίας και πέθανε στις 28 Μάρτη 1964. Εγκαταστάθηκε, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στη Χίο όπου ζούσε ως ψαράς. Στον πόλεμο κατέφυγε στη Μ. Ανατολή, όπου και κατατάχθηκε εθελοντής στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Οργανωμένος στην Αντιφασιστική Οργάνωση Ναυτικού (ΑΟΝ), γνώρισε διώξεις, φυλακές, στρατόπεδα, εξορίες, τόσο απ' τους Αγγλους όσο και από τις ελληνικές κυβερνήσεις, εξαιτίας της ένταξής του στο ΚΚΕ.
Ο «ποιητής των συρμάτων», κρατούμενος των Αγγλων στο στρατόπεδο Μπαρντίας της Μ. Ανατολής, μαζί με 15.000 Ελληνες δημοκρατικούς στρατιώτες και μέσα στο χαροπάλεμά του απ' την αρρώστια του άσθματος που τον βασάνιζε, γράφει αναπολώντας τη μορφή του Μπάιρον:
«Εμείς την εκτιμούμε τη φιλία / εμείς τη λευτεριά την αγαπούμε... / Μα τώρα που βάρβαροι οι δικοί σου / μας τυραννούν τι να τους πούμε;»
Ο Φώτης Αγγουλές αποφυλακίστηκε το 1956 μετά από οκτώ χρόνια. Γύρισε στη Χίο, που τη θεωρούσε του ξενιτεμού του «Πατρίδα». Με την υγεία του σοβαρά κλονισμένη από τις κακουχίες της φυλακής, κατατρεγμένος και βαθιά πληγωμένος, έβρισκε στέκι στο λιμάνι σε κάτι απόμερα ταβερνάκια και παρηγοριά στο πιοτό.
Απ' το 1964 που πέθανε, είχαν μείνει ξεχασμένα στο τυπογραφείο, για 39 ολόκληρα χρόνια, περίπου 1.000 αντίτυπα σε οχτασέλιδα. Από εκεί τα μάζεψαν οι σύντροφοι της ΝΕ της Χίου του ΚΚΕ και με την ευλάβεια που αρμόζει στο πνεύμα και στο στίχο του Φώτη Αγγουλέ, τα βάλανε σε τάξη κι αποτελειώσανε το έργο των χεριών του.
Το έργο του Αγγουλέ διαχρονικό, αγγίζει το σήμερα. Αν και στις πρώτες ποιητικές του δημιουργίες, διαφαίνεται ένας μελαγχολικός πεσιμισμός, στη φυλακή γράφει τα πιο αισιόδοξα ποιήματα, αφού μέσα στον αγώνα και στη στράτευση διαπιστώνει το πραγματικό νόημα της ζωής. Η φτώχεια, η ανεργία, η στέρηση, η ανασφάλεια, η βία, ο φόβος του πολέμου, ο θάνατος, που ήταν πηγές έμπνευσης του ποιητή, είναι τόσο επίκαιρα και καθημερινά σήμερα. Γράφει στο ποίημά του με τίτλο «Το στίγμα», αφιερωμένο σ' ένα νεαρό φασίστα, που βρέθηκε σκοτωμένος σε μια ρούσικη χιονισμένη στέπα:
«Και μέσ' στα χιόνια, θησαυρούς το άρπαγο μάτι βλέπει;/ Ξανθέ φονιά, τι σ' έφερε σ' αυτήν εδώ τη στέπη;/ Μέσα στη νύχτα, φονικό ποιανού έστηνες καρτέρι;/ Ποιος σ' έβλαψε τόσο μακριά; Ποιον ξέρεις; Ποιος σε ξέρει;».
«Νυχτερινέ διαγουμιστή, πώς θες να σε δικάση,/ το χέρι αυτό που του γρεμάς ό,τι από χρόνια χτίζει;/ Ποια καταδίκη στο φονιά και στο φασίστα αξίζει;..».
Αρρωστος μέσα απ' το νοσοκομείο - φυλακή, γράφει:
«Αλήθεια, πρέπει να μιλώ σιγά, να σεβαστώ/ την ησυχία των άρρωστων συντρόφων που κοιμούνται,/ να μην ξυπνούνε και θυμούνται,/ να μη θυμούνται και ξυπνούν οι βραδινές τους έννοιες,/ μέσα σ' αυτό το πρόχειρο Νοσοκομείο, το κλειστό/ με σερπαντίνες συρματένιες».
Το κοινό γνώρισμα των αγωνιστών - πίστη και ελπίδα για τη ζωή - ο Φώτης Αγγουλές το εκφράζει στο ποίημά του «Μην καρτεράτε»:
«Μην καρτεράτε να λυγίσωμε/ μήτε για μια στιγμή,/ μηδ' όσο στην κακοκαιριά/ λυγάει το κυπαρίσσι./ Εχουμε τη ζωή πολύ,/ πάρα πολύ, αγαπήσει».