Αν οι τραπεζίτες λεηλατούν τους οικονομικά αδύνατους πελάτες τους με «ένα χέρι» (τα τοκογλυφικά επιτόκια), η κυβέρνηση κλέβει τους εργαζόμενους και τα πλατιά λαϊκά στρώματα με πολλά χέρια και παίρνει πίσω στο πολλαπλάσιο τις ονομαστικές αυξήσεις που δίνει στους μισθωτούς, συνταξιούχους, αγρότες, βιοτέχνες και εμπόρους, αξιοποιώντας κατάλληλα όλα τα εργαλεία οικονομικής πολιτικής (εισοδηματική, φορολογική, κατανομή δαπανών, ιδιωτικοποιήσεις κλπ.)
Χειρότερη και από την τοκογλυφική πολιτική των τραπεζών, είναι η οικονομική πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση Σημίτη. Αν οι τραπεζίτες θησαυρίζουν σε βάρος των πελατών τους, εφαρμόζοντας μια πολιτική επιτοκίων που κινείται στη λογική του «δίνω ένα και παίρνω πίσω δύο», η πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ κινείται στον αστερισμό της λογικής «για κάθε δραχμή αύξησης που δίνω στα εισοδήματα των εργαζομένων (με την εισοδηματική, τη φορολογική και τη γενικότερη οικονομική πολιτική) πρέπει να πάρω πίσω πίσω τουλάχιστον 3, 4 ή και 5 δραχμές».
Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι οι τραπεζίτες «κλέβουν» νόμιμα και φανερά τους πελάτες τους, καθώς χρεώνουν διπλάσια ή και τριπλάσια επιτόκια για τα χρήματα που δανείζουν (χορηγήσεις) σε σχέση με τα επιτόκια που πληρώνουν όταν δανείζονται χρήματα (καταθέσεις). Εννοείται, ότι η μεγάλη ληστεία των τραπεζών, γίνεται σε βάρος των μικροκαταθετών και γενικά της συντριπτικής πλειοψηφίας του εργαζόμενου ελληνικού λαού που έχει μικρά και μεσαία εισοδήματα, καθώς για τους μεγαλοεισοδηματίες και τους πλούσιους ισχύουν προνομιακά επιτόκια, τόσο για τα δάνεια (είναι μικρότερα από τα κανονικά) όσο και για τις καταθέσεις (είναι μεγαλύτερα από τα επιτόκια καταθέσεων ταμιευτηρίου).
Δεν είναι όμως, το ίδιο γνωστή, δηλαδή τόσο φανερή, η μεγάλη και προκλητική ληστεία που γίνεται με τη γενική οικονομική πολιτική (εισοδηματική, φορολογική, δαπανών, τιμολογιακή κλπ.) που αποφασίζει και επιβάλλει η εκάστοτε κυβέρνηση. Για παράδειγμα, όπως τα προηγούμενα χρόνια έτσι και φέτος, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υποστηρίζει ότι η οικονομική της πολιτική, «προστατεύει και αυξάνει τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων». Και για του λόγου το αληθές, προβάλλει σαν «ουσιαστικές» και «πραγματικές» αυξήσεις της αγοραστικής δύναμης των μισθών και συντάξεων, τις ονομαστικές αυξήσεις που η ίδια αποφασίζει με την εισοδηματική πολιτική για το δημόσιο τομέα.
Τον ίδιο αστήρικτο και προκλητικό ισχυρισμό, πρόβαλε την περασμένη Τρίτη - για μια ακόμη φορά - ο καθ' ύλην αρμόδιος υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Γ. Παπαντωνίου - βγαίνοντας από το Μέγαρο Μαξίμου, όπου είχε συνεργασία με τον πρωθυπουργό για την ουσία και το περιεχόμενο του κρατικού προϋπολογισμού 2001, βαφτίζοντας «ουσιαστικές» τις ονομαστικές αυξήσεις μισθών και συντάξεων ύψους μόλις 2,1% που σχεδιάζει να δώσει η κυβέρνηση το 2001 στους δημόσιους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους.
Η αλήθεια, όμως, που τη γνωρίζει η κυβέρνηση και τη βιώνουν οι εργαζόμενοι, είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που προπαγανδίζει ανερυθρίαστα ο πρωθυπουργός και ο επί των Οικονομικών υπουργός του Γ. Παπαντωνίου. Και η αλήθεια, αυτή, λέει πως η κυβερνητική πολιτική στο σκέλος των ΕΣΟΔΩΝ κινείται στον αστερισμό της λογικής του «παίρνω πολλά από τους λίγους και φτωχούς για να τα ξαναμοιράσω στους λίγους και πλούσιους») και στο σκέλος των ΔΑΠΑΝΩΝ κινείται στη λογική του «δίνω λίγα στους πολλούς και οικονομικά αδύνατους και πολλά στους λίγους και οικονομικά ισχυρούς».
Ιδού και τα τεκμήρια: Πρώτον, ότι οι ονομαστικές αυξήσεις στους μισθούς και συντάξεις του δημοσίου (μέση ετήσια αύξηση) που δίνει κάθε χρόνο η κυβέρνηση με την εισοδηματική πολιτική, είναι κατά παράδοση μικρότερες από τον πληθωρισμό (σε μέσα επίπεδα). Αυτό σημαίνει ότι ναι μεν αυξάνονται τα ονομαστικά εισοδήματα των εργαζομένων, αλλά τα πραγματικά τους εισοδήματα - μετά δηλαδή την αφαίρεση του πληθωρισμού - ΜΕΙΩΝΟΝΤΑΙ.
Δεύτερον, οι δήθεν «φιλολαϊκές»φορολογικές ρυθμίσεις που εξαγγέλλονται και εφαρμόζονται κάθε χρόνο και λανσάρονται σαν «φοροελαφρύνσεις» για τους εργαζόμενους και τα πλατιά λαϊκά στρώματα, αποδεικνύονται στην πραγματικότητα φορομπηχτικές ρυθμίσεις που οδηγούν σε παραπέρα μείωση την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Αδιάψευστος μάρτυρας το γεγονός ότι χρόνο με το χρόνο και παρά την αύξηση της ανεργίας, τα φορολογικά έσοδα του κράτους - τόσο από τους άμεσους όσο και τους έμμεσους φόρους - αυξάνονται με ρυθμό τριπλάσιο και τετραπλάσιο του πληθωρισμού. Και αποτελεί κοινό μυστικό, ότι τη μερίδα του λέοντος στα φορολογικά έσοδα του κράτους την πληρώνουν και συνεχίζουν να την πληρώνουν οι εργαζόμενοι που είναι τα λεγόμενα «υποζύγια του προϋπολογισμού», καθώς ο φόρος εισοδήματος που πληρώνουν αυξάνεται πολύ περισσότερο και από την ονομαστική αύξηση των εισοδημάτων τους και από τον πληθωρισμό.
Τρίτον, οι μεγαλοεισοδηματίες- που επιδίδονται με αρκετή μαεστρία και στο σπορ της φοροδιαφυγής, της φοροκλοπής και της εισφοροδιαφυγής -χρόνο με χρόνο πληρώνουν όλο και πιο συμβολικά ποσά φόρου, σε σχέση με τη γενναία αύξηση των εισοδημάτων. Ετσι, ενώ τα εισοδήματά τους ακολουθούν κάθε χρόνο την προκλητική άνοδο των κερδών και υπερκερδών των επιχειρήσεών τους - μόνο πέρσι τα ποσοστά αύξησης των κερδών των μεγάλων βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν επίσημα περίπου κατά 50% - ο φόρος εισοδήματος που πληρώνουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες αυξάνεται το ίδιο ή και λιγότερο από το φόρο εισοδήματος που πληρώνουν οι μισθωτοί και συνταξιούχοι!
Τέταρτον, η μείωση που υφίστανται τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων, μεγαλώνει ακόμη περισσότερο αν συνυπολογίσει κανείς τις συνέπειες από τη «μεγάλη σφαγή» των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα, τις ιδιωτικοποίησης κρατικών και ελεγχόμενων από το δημόσιο επιχειρήσεων, καθώς και τη γενικότερη αντιλαϊκή οικονομική πολιτική της κυβέρνησης του «λιγότερου κράτους και περισσότερης ιδιωτικής πρωτοβουλίας». Η εμπειρία από τη μέχρι σήμερα μείωση των δαπανών του προϋπολογισμού για κοινωνικούς σκοπούς (ασφαλιστικά ταμεία, σχολεία και πανεπιστήμια, επιδοτήσεις στη Γεωργία και τη λαϊκή κατοικία), είναι μέτρα που είχαν αρνητικές συνέπειες στα πλατιά λαϊκά στρώματα, καθώς αναγκάστηκαν:
Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, εντάσσονται επίσης:
Α) Τα νέα αντεργατικά μέτρα για τα «εργασιακά» που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση στο όνομα της αύξησης της απασχόλησης (κατάργηση του 8ωρου, θεσμοθέτηση της ασυδοσίας των μεγαλοεπιχειρηματιών να απολύουν ελεύθερα όποτε και όσους εργαζόμενους θέλουν κλπ.).
Β) Το «μάξι ασφαλιστικό» με τα μέτρα για την πλήρη ανατροπή του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος που αναμένεται να εξαγγελθούν στο επόμενο δίμηνο και τα οποία προβλέπουν αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, καθιέρωσης ελάχιστης εθνικής σύνταξης που θα ανοίγει το δρόμο για δραστική μείωση της αγοραστικής δύναμης των συντάξεων, αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων και μείωση των εισφορών που πληρώνουν οι εργοδότες κλπ.
Γ) Η εκποίηση στο ιδιωτικό κεφάλαιο επιχειρήσεων που παραμένουν κάτω από τον πλήρη ή μερικό έλεγχο του ελληνικού δημοσίου και για τις οποίες έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον (πολυεθνικές ή ιδιώτες μεγαλοεπιχειρηματίες) να τις εξαγοράσουν, όπως είναι η «Ολυμπιακή Αεροπορία», η ΛΑΡΚΟ, τα ΕΛΤΑ και άλλες κρατικές ή υπό μερικό κρατικό έλεγχο επιχειρήσεις.
Ολα τα παραπάνω αντιλαϊκά μέτρα και πολιτικές που εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα, όπως και αυτά που σχεδιάζονται να εφαρμοστούν - με πρόσχημα είτε την «εξυγίανση» και το «νοικοκύρεμα» της οικονομίας και των δημόσιων οικονομικών, είτε τη μείωση του πληθωρισμού και του δημόσιου χρέους είτε την εκπλήρωση του «εθνικού στόχου» για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ είτε την «ισχυρή Ελλάδα» και άλλα προσχήματα - είχαν και έχουν ένα και μοναδικό στόχο: Την ένταση της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας και γενικότερα τη μεταφορά εισοδημάτων από τα πλατιά λαϊκά στρώματα (αγρότες, βιοτέχνες, συνταξιούχους κλπ.) στις τσέπες των μεγαλοεπιχειρηματιών προκειμένου να μετατραπεί η Ελλάδα σε «θερμοκήπιο» αύξησης των κερδών και υπερκερδών για το μεγάλο κεφάλαιο.
Αν και όλα σχεδόν τα παραπάνω αντιλαϊκά μέτρα, εφαρμόστηκαν με πρόσχημα το «καλό των εργαζομένων» και της ελληνικής οικονομίας, στην πραγματικότητα, οι κυβερνώντες τα θεσμοθέτησαν και τα επέβαλαν «διά πυγμής και ροπάλου» με βασικό στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών και υπερκερδών των πολυεθνικών, των μονοπωλίων και των συνεταίρων τους Ελλήνων μεγαλοεπιχειρηματιών. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια και τα περί «ΙΣΧΥΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ» που διακηρύσσει ότι επιδιώκει με την πολιτική του ο πρωθυπουργός και πρόεδρος τους ΠΑΣΟΚ Κ. Σημίτης και όσοι τον στηρίζουν, είναι απλώς λόγια για λαϊκή κατανάλωση, που όλο και λιγότερο πείθουν.
Μικρό, αλλά σαφές, δείγμα γραφής, αποτελεί και η επιτυχία που σημείωσε η 24ωρη απεργιακή κινητοποίηση της περασμένης Τρίτης, στην οποία οι χιλιάδες εργαζόμενοι διαδήλωσαν την απόφασή τους να αγωνιστούν για τη ματαίωση των αντεργατικών και αντιασφαλιστικών σχεδίων που επιδιώκει να θεσμοθετήσει η κυβέρνηση Σημίτη, με πρόσχημα τη βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας», τη μείωση της ανεργίας με την... αύξηση της απασχόλησης κλπ. Δεν είναι τυχαίο, ότι η απεργιακή κινητοποίηση της Τρίτης - που συμμετείχαν επίσης η ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, που ως γνωστόν οι συνδικαλιστικές τους ηγεσίες ελέγχονται από το ΠΑΣΟΚ - χαρακτηρίστηκε από όλους σαν η μεγαλύτερη κινητοποίηση των τελευταίων 10 ετών.
Ισως, ήρθε η ώρα που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και οι κάθε είδους υποστηρικτές, που μέχρι τώρα «έσπερναν ανέμους», να «θερίσουν θύελλες».