Ενα φθινοπωρινό βράδυ, λοιπόν, σε ένα μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού, δύο ηθοποιοί, ένας σκηνοθέτης και αρκετοί τεχνικοί πιστεύουν στην «απόπειρα» της μεταφοράς του ποιητικού λόγου του Γιάννη Ρίτσου στη μεγάλη οθόνη. «Η σονάτα του σεληνόφωτος» με την υποστήριξη πολλών δήμων, της «Πολιτιστικής Παρέμβασης» και του «902» ετοιμάζεται να «πλησιάσει» το κινηματογραφικό κοινό, προσφέροντας μια άλλη πρόταση. Το Κέντρο Κινηματογράφου δεν έχει βοηθήσει οικονομικά αυτή την προσπάθεια, αλλά ελπίζουμε ότι μπορεί και πρέπει να το κάνει.
«Οταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι/ αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες/ ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου/ λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα»...
Τα λόγια όμως του ποιητή δεν μπορεί να είναι «λησμονημένα». Μέσα από αυτά φαίνεται «η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο, τόσο αδιάφορη κι άυλη/ τόσο θετική σαν μεταφυσική/ που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις/ πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του».
Πώς όμως ένα ποιητικό έργο μπορεί να γίνει κινηματογραφικό; Τι είναι αυτό που οδηγεί έναν σκηνοθέτη να επιχειρήσει ένα τέτοιο βήμα; Ο σκηνοθέτης Νίκος Ξυθάλης εξηγεί: «"Η Σονάτα του σεληνόφωτος" είναι γνωστό και κλασικό πια έργο. Τα τελευταία χρόνια έβλεπα ότι άρχιζε μια άνθηση του ελληνικού κινηματογράφου. Με έπιασε μια απελπισία ότι κινδυνεύουμε να μεταφέρουμε την τηλεόραση στον κινηματογράφο. Είδα παραγωγές καλογυρισμένες, που έφεραν εισιτήρια, αλλά πολλές από αυτές δεν ήταν παρά μεταφορά της τηλεόρασης. Οχι όλες βέβαια, γιατί υπάρχουν και καλές ταινίες. Ομως, φοβάμαι ότι ο κίνδυνος αυτής της κατάστασης, της μεταφοράς δηλαδή της τηλεόρασης στον κινηματογράφο είναι άμεσος. Και, δυστυχώς, το Κέντρο Κινηματογράφου, το ενδιαφέρουν φαίνεται στα εισιτήρια. Βέβαια, καλό είναι γιατί, αν δεν κόβει μια ταινία και εισιτήρια δεν είναι κινηματογράφος. Βλέποντας επίσης ότι τα περισσότερα θέματα διολισθαίνουν στα σενάρια προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση προβληματίστηκα. Δεν μπορεί να γίνει ποιοτικός λαϊκός κινηματογράφος; Η «Σονάτα» ήταν μια σκέψη που με παίδεψε να βρω τη φόρμα, που θα μπορούσε να γίνει κινηματογραφική ταινία. Διάβασα με προσοχή και είδα ότι όχι μόνο δεν είναι ένα παλιό έργο, αλλά είναι ένα σύγχρονο κοινωνικό έργο. Οι περισσότεροι το αντιμετωπίζουν σαν ένα υπαρξιακό ποίημα. Εχει βέβαια υπαρξιακά στοιχεία, αλλά η δική μου ερμηνεία, η δική μου ανάγνωση με οδήγησε να το δω σαν τη σύγκρουση νέου και παλιού. Το παλιό εκπροσωπεί αξίες, κι από την άλλη το νέο το οποίο είναι αδιαμόρφωτο. Το "παλαιό" φτάνει στη "δύση" του πλέον, φυσιολογικά. Είναι μια μεγάλη γυναίκα, η οποία δεν μπορεί να έχει επαφή με το "νέο", το οποίο είναι αγνώστου εξελίξεως αλλά ταυτόχρονα σκληρό. Βέβαια, στο τέλος δίνω την αισιοδοξία και την ελπίδα. Το νέο παιδί, μετά από αυτά τα ωραία που άκουσε, από τη γυναίκα, βγαίνοντας έξω με τους συνομηλίκους τους θα βρει το δρόμο του, για να ζήσει και να πορευτεί ή και να διορθώσει αν πρέπει, αφού πρώτα βρει τον εαυτό του».
Οσο για τη Γυναίκα, αυτή όπως λέει ο σκηνοθέτης «αποφασίζει να πορευτεί, να συμφιλιωθεί με την ηλικία της και να αντιμετωπίσει τη νέα εποχή που έρχεται με αξιοπρέπεια και μόνη της, χωρίς να παρακαλάει για έρωτες».
«Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα/ μονάχος στη δόξα και στο θάνατο/ Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί».
Για εκείνη όμως δεν «έχει σημασία που ασπρίσαν τα μαλλιά μου/ (δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου/ είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου)»...
«Ηταν ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει», ομολογεί η Αννα Φόνσου. «Πραγματικά σε πιάνει ένα δέος όταν το ερμηνεύεις. Το είχαμε συζητήσει πολλές φορές με τον Νίκο και αισθάνομαι ότι ένα όνειρό μου πραγματοποιήθηκε. Κατάλαβα πόσο μεγάλος ποιητής είναι ο Ρίτσος και πώς μπορεί ένας άνθρωπος αυτά τα πολύ απλά και καθημερινά λόγια να τα κάνει μεγάλη ποίηση. Ενιωσα αυτό το αίσθημα της ελευθερίας που διεκδικεί αυτή η γυναίκα. Η ελευθερία δεν έχει ηλικία. Ποτέ δεν πρέπει να παραιτείσαι. Δεν πρέπει να είσαι κολλημένη στο παρελθόν, αλλά αυτό να γίνεται γνώση και να αγωνίζεσαι για όλα και πάντα».
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Οχι, δε θα 'ρθω. Καληνύχτα/ Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει/ να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι/ Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, -όχι, όχι το φεγγάρι- /την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου/ την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της/ την πολιτεία που όλους μας αντέχει στη ράχη της/ με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας/ με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας, - ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας/ να μην ακούω πια τα βήματά σου/ μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα».