ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 10 Φλεβάρη 2011
Σελ. /40
Αλληλεγγύη, απειθαρχία, ανυπακοή

Εξι συνολικά οι ταινίες της εβδομάδας και ποικίλουν σε είδος, θεματική και προέλευση. Αρχίζουμε την απαρίθμηση με μια αμερικανοβρετανική τρισδιάστατη παραγωγή κινουμένων σχεδίων που απευθύνεται σε παιδιά. Τίτλος της «Ζουμπαίος και Ιουλιέτα» σε σκηνοθεσία της Κρίστι Ασμπερι. Πρόκειται για μια απολαυστική κωμική περιπέτεια εμπνευσμένη από το θεατρικό «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ. Η ιστορία διαδραματίζεται σε δυο γειτονικούς κήπους, ανάμεσα στους κόκκινους και τους μπλε νάνους από γύψο που τους διακοσμούν. Αμερικανοαυστραλέζικη είναι μια ακόμη τρισδιάστατη παραγωγή του 2010, μια εντυπωσιακή περιπέτεια μέσα σε απάτητα κι ανεξερεύνητα υποβρύχια σπήλαια, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Ο τίτλος της «Το Αδυτο» σε σκηνοθεσία Αλιστερ Γκρίρσον. Από την Δανία έρχεται ένα δραματικό και περιπετειώδες θρίλερ από το 2005 σε σκηνοθεσία του Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν. Εχει τίτλο «Είμαι ο Αγγελος του Θανάτου» και διαδραματίζεται στον υπόκοσμο της Κοπεγχάγης, ανάμεσα σε Σέρβους και Αλβανούς μεγαλέμπορους ναρκωτικών. Τέλος, κατέφθασε και το αναγομωμένο αισθηματικό, δραματικό μιούζικαλ «BURLESQUE» με τις Σερ και Κριστίνα Αγκιλέρα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και τον Στίβεν Αντιν στην σκηνοθεσία της ταινίας. Οι ταινίες που αξίζει όντως να δει κανείς παρουσιάζονται εκτενέστερα παρακάτω ενώ, με αφορμή την παρουσία στην Αθήνα του Γάλλου σκηνοθέτη Ρομάν Γκουπίλ για την παρουσίαση της τελευταίας του ταινίας «Ψηλά τα Χέρια» επαναπροβάλλεται από σήμερα - και κάθε βράδυ στις 22.30 - στον κινηματογράφο «ΙΛΙΟΝ», το εμβληματικό φιλμ του σκηνοθέτη για τον Μάη του '68 «Να Πεθαίνεις στα 30». Αύριο Παρασκευή μάλιστα θα πραγματοποιηθεί και συζήτηση με τον σκηνοθέτη, πάντα στο «ΙΛΙΟΝ».


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ


ΡΟΜΑΝ ΓΚΟΥΠΙΛ
Ψηλά τα χέρια

Αλληλεγγύη, απειθαρχία και ανυπακοή δε σημαίνει ούτε ανομία, ούτε χάος. Σημαίνει, πρώτα και κύρια, μη νομιμοποίηση στη συνείδησή μας των αντιδραστικών μέτρων της αντιλαϊκής πολιτικής. Οι παραπάνω έννοιες ενέχουν και την πρακτική της οργάνωσης, της δράσης και της αντίστασης μέχρι την ανατροπή των αντιδραστικών και αντιλαϊκών νόμων και πολιτικών. Οι έννοιες αυτές διαμορφώνουν την υπόθεση εργασίας της ταινίας του Γκουπίλ. Ερχονται στην επιφάνεια μέσα από γενικές θεωρητικές σκιαγραφήσεις και λειτουργούν ως πιθανότητα και δυνατότητα εφαρμογής τους από κάποιον στενό ή ευρύτερο κοινωνικό σχηματισμό. Σε επίπεδο κινηματογραφικής μυθοπλασίας, τη διεκπεραίωση του καυτού θέματος που πραγματεύεται η ταινία, αναλαμβάνει μια παρέα παιδιών, στοιχείο δομικό που παραπέμπει αυτομάτως σε αφέλεια, άγνοια και έλλειψη συναίσθησης των τεκταινόμενων. Βέβαια, η ταινία συνιστά αφ' ενός ένα χαριτωμένο και σφριγηλό ρεαλιστικό παραμύθι και αφ' ετέρου μια ρεαλιστική πλατφόρμα για ατελείωτες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις...

Μια παρέα ξύπνιων παιδιών σε μια αδιαμφισβήτητα αξιόλογη και σφριγηλή, πολιτική ταινία, με εξαιρετικές ερμηνείες και δραματουργική αρτιότητα και ενδιαφέρον. Η ιστορία ξετυλίγεται σαν γραμμικό flashback και διαδραματίζεται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, σε μια λαϊκή γειτονιά στο Παρίσι του 2009 και διαθέτει αξιοσημείωτη πλοκή και σουσπάνς που συναντά κανείς σε αστυνομικές ταινίες. Αφήνει, όμως, στο στόμα μια αμήχανη γεύση, μετά την «ηρωική» έξοδο των μικρών από το κρησφύγετό τους με τα χέρια ψηλά, λίγο πριν τον επίλογο της ταινίας. «Δεν ξέρω γιατί το κάναμε αυτό», αφηγείται η φωνή της 60χρονης το έτος 2067, Μιλάνα.

Μια λαϊκή γειτονιά στο Παρίσι όπου αυτόχθονες και ξένοι ζουν υφασμένοι στην κοινή καθημερινότητα. Η εστία, γύρω από την οποία συσπειρώνεται η τοπική κοινωνία, είναι το δημόσιο σχολείο. Το σχολείο που διατηρεί ακόμη χαραγμένο στην πέτρα, πάνω από την κεντρική είσοδο, το σύνθημα «Ελευθερία - Ισότητα - Αδελφότητα». Σ' αυτό το σχολείο η δεκάχρονη Μιλάνα από την Τσετσενία είναι μαθήτρια στην έκτη δημοτικού και σημαντικό μέλος μιας ευτυχισμένης παρέας παιδιών. Οταν η οικογένεια του Γιουσούφ, ενός συμμαθητή, απελαύνεται, τα παιδιά αισθάνονται να απειλείται η ευτυχία τους που ταυτίζεται με τις ισορροπίες της ομάδας, αντιλαμβάνονται ότι δε θα αργήσει η ώρα που θα απελαθεί και η αγαπημένη σε όλους Μιλάνα που κι αυτή είναι «χωρίς χαρτιά». Ετσι, αποφασίζουν να περάσουν σε δράση, παίρνουν πρωτοβουλία ανεξάρτητα από τους γονείς τους, ίσως και εναντίον τους, για να γλιτώσουν τη φίλη τους από την απέλαση κι ορκίζονται να μη χωρίσουν ποτέ.

Ο Γκουπίλ αποδομεί το ευρύτατο πολιτικό θέμα της μετανάστευσης, απομονώνει τη διάσταση της απέλασης ενός παιδιού «χωρίς χαρτιά» και την εκτοξεύει στη σχολική κοινότητα καταγράφοντας το σφυγμό των παραληπτών μέσα από τις αντιδράσεις, τις απόψεις και τον τρόπο που αντιμετωπίζουν ατομικά και συλλογικά το ζήτημα. Πρωτίστως αναδεικνύεται μια γενικευμένη αλληλεγγύη προς τους ξένους, που όσο όμως εξελίσσεται η ιστορία αναμειγνύεται με φόβο, ανησυχία και πισωγυρίσματα. Στην ταινία εκτίθενται διαφορετικές θέσεις και απόψεις που αντικατοπτρίζουν τη διαμάχη στην κοινωνία που αγγίζει τόσο το επίμαχο θέμα των «χωρίς χαρτιά» μεταναστών, όσο και τη στάση και την πρακτική των αυτόχθονων. Χαρακτηριστική είναι η αντίφαση, που, για παράδειγμα, διέπει ένα και το αυτό άτομο. Αμέριστη αλληλεγγύη προς τους πάσχοντες αφ' ενός, αναπαραγωγή αφ' ετέρου των κυρίαρχων απόψεων της δημόσιας αντιπαράθεσης. Μεταρρυθμιστικές θέσεις περισσότερο ή λιγότερο προωθημένες εκφράζουν η μητέρα, ο πατέρας και οι δάσκαλοι, αντιδραστικές ο αδελφός της μητέρας, ενώ οι θέσεις των παιδιών, που αρθρώνονται μάλλον σαν αίσθηση, ανάγονται σε ουτοπία, μια που δε συγκεντρώνουν τη δέουσα βαρύτητα. Από αντιφάσεις διέπεται και η εικόνα των παιδιών, μια που αυτά είναι και προϊόν της καπιταλιστικής κοινωνίας και του εκπαιδευτικού της συστήματος που διδάσκει την «επιχειρηματικότητα» - κάτι που εφαρμόζουν πιστά φτιάχνοντας και πουλώντας πειρατικά DVD με videogames, αλλά ταυτόχρονα και προϊόν μιας οικογένειας πολιτικά ενεργών ατόμων με αξίες, ανησυχίες, συμμετοχή στα κοινά και «εσωτερικούς» κανόνες συνύπαρξης και αλληλοσεβασμού μεταξύ τους.

Αραγε, τι δρόμο επέλεξαν αργότερα οι μικροί ανυπάκουοι της ταινίας; Εκείνον του να σηκώνεις τα χέρια ψηλά όπως όταν παραδίδεσαι, ή διδάχθηκαν κάτι από την παρακαταθήκη της μικρής τους νίκης, με τη νομιμοποίηση της μικρής Μιλάνα;

Παίζουν: Βαλέρια Μπρούνι - Τεντέσκι, Ρομάν Γκουπίλ, Ιπολίτ Ζιραρντό, Λίντα Ντουντάεβα, Ζιλ Ριτμανίκ, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (2010).


ΤΖΟΝ ΚΑΜΕΡΟΝ ΜΙΤΣΕΛ
Απώλεια

Το καλογραμμένο σενάριο, που λες κι εξωθεί συνεχώς τις εικόνες να μιλούν, στηρίζει η ώριμη και ευαίσθητη ερμηνεία όλων των ηθοποιών, ιδιαίτερα βέβαια της πρωταγωνίστριας Νικόλ Κίντμαν, που απειροελάχιστα παραπέμπει στην κύρια ιδιότητά της, εκείνη της σταρ. Ταινία καλοφτιαγμένη, βασισμένη στο θεατρικό του Davi Linsday-Abaire που βραβεύτηκε με Pulitzer, φαίνεται να δίνει προτεραιότητα στην κομψότητα της μινιμαλιστικής μορφής και όχι σε κάποιο είδος ανατρεπτικής προσέγγισης ενός θέματος, εξ ορισμού δυνατού και εύθραυστου, που σχετίζεται με την απώλεια και το πένθος. Η ταινία αιωρείται ανάμεσα στη διακριτικότητα και την ωμή ειλικρίνεια. Δεν έχει να παρουσιάσει πρωτοτυπίες και δεν πλησιάζει καν την έννοια του αριστουργήματος. Παρά ταύτα «στέκεται» ως αξιοπρεπές δοκίμιο - αναντίρρητα ισχνό - που αποφεύγει όμως να υποκύψει σε μπανάλ θέσεις ή να γραπωθεί από κλισέ.

Η ταινία είναι διάσπαρτη με σημεία που, ενίοτε με τόνους ακατέργαστους, πάντα όμως με αποτελεσματική γλώσσα, εξαναγκάζουν το θεατή σε περισυλλογή και καταφέρνουν να τον εντάξουν στους προβληματισμούς της μελαγχολικής αυτής ιστορίας, που προσδοκά να ρίξει αχτίδες ελπίδας στη δυνατότητα ενός χτυπημένου από την απώλεια ανθρώπου να σταθεί στα πόδια του παρά τις ανίατες πληγές.

Η γραμμική αφήγηση δεν αναφέρεται στο πριν και το μετά, στο ειδύλλιο και την τραγωδία, αλλά περιορίζεται στις συνέπειες της τελευταίας. Το ζευγάρι της ταινίας, η Μπέκα και ο Χάουι, προσπαθεί, οκτώ μήνες μετά το θάνατο του τετράχρονου γιου τους σε αυτοκινητικό δυστύχημα, να συγκολλήσει τα κομμάτια της ζωής του και της σχέσης του. Ο πόνος είναι μεγάλος, δεν περνά κι ούτε πρόκειται να περάσει, δεν βοηθούν ούτε οι συναντήσεις με την ομάδα των ομοιοπαθών γονέων, ούτε οι φίλοι που δεν ξέρουν πώς να φερθούν, ούτε κι οι συγγενείς, που μάλλον χειροτερεύουν τα πράγματα. Οι δύο σύζυγοι αδυνατούν να διαχειριστούν την κατάσταση, ακροβατούν επικίνδυνα σε τεντωμένο σκοινί, ακολουθώντας διαφορετική πορεία στη διαδικασία αποδοχής και επεξεργασίας της απώλειας. Η Μπέκα αποτραβιέται στην απομόνωση και σβήνει τα ίχνη της ύπαρξης του μικρού εξαφανίζοντας από τη θέα όποιο δικό του αντικείμενο. Και ο Χάουι κι αυτός δεν αντέχει την πραγματικότητα και προσπαθεί να δραπετεύσει είτε μέσα από το χασίς, είτε ξοδεύοντας τον περισσότερο χρόνο του εκτός οικίας. Ο Χάουι συλλέγει με μανία ό,τι θα μπορούσε δυνητικά να συνδεθεί με το γιο του. Βυθίζεται στις ευτυχισμένες αναμνήσεις των στιγμών που βιντεοσκόπησε με το κινητό του, όλο και πιο βαθιά. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο όταν η Μπέκα αρχίζει ένα, ανεπιτυχές, κρυφτούλι, που κυριαρχεί σε όλο το πρώτο μέρος, με ένα άγνωστης ταυτότητας αγόρι που αποδεικνύεται ότι βρισκόταν στο τιμόνι του αυτοκινήτου που πήρε τη ζωή του γιου της ...

Ο Κάμερον Μίτσελ επανακάμπτει με ένα φιλμ διαφορετικό από προηγούμενες δουλειές του, με την ειρωνεία που χαρακτηρίζει γενικά τις ταινίες του να αντικατοπτρίζεται σε ένα περίβλημα ιδιαίτερα ντελικάτο. Ο σκηνοθέτης επικεντρώνει στην εσωτερική δυναμική του ζευγαριού, κάτι που ταυτόχρονα αποδυναμώνει το κομμάτι με τις συνέπειες της τραγωδίας σε ένα ευρύτερο φάσμα, σε όψεις και αποχρώσεις της κοινωνικής ζωής και περιορίζει τα όρια τόσο της λεπτότητας όσο και του βάθους του θέματος. Ενα από τα κλειδιά της ταινίας είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, οι οποίες, έστω τεχνητές, μη φυσικές ή ανιαρές, παραμένουν το μοναδικό σημείο επαφής με την πραγματικότητα, η μόνη αντιπαράθεση στην απομόνωση που εξωθεί ένας τόσο έντονος πόνος, επακόλουθο μιας τραγωδίας. Μια απλή ιστορία με καλογραμμένους διαλόγους και αρκετό παιχνίδι πάνω σε αυτό που δε λέγεται...

Παίζουν: Νικόλ Κίντμαν, Ααρον Εκχαρτ, Σάντρα Ο, Νταϊάν Γουίστ, Τζιανκάρλο Εσπόζιτο, Μάιλς Τέλερ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).


ΦΛΟΡΙΝ ΣΕΡΜΠΑΝ
Οταν θέλω να σφυρίξω, σφυρίζω

Η ρουμάνικη ταινία με έναν τίτλο που αντανακλά πολλαπλές ερμηνείες, που παίρνουν διαστάσεις αντικρουόμενες μάλιστα, πηγάζει από το ομότιτλο θεατρικό της Andreea Valean, που, από το 1998, όταν εγκαινίασε την πορεία του σε πλήθος θεατρικών σκηνών της Ρουμανίας, σημείωσε εξαιρετική επιτυχία. Ως σενάριο, έτυχε προσθαφαιρέσων και αλλαγών, ώστε να προσαρμοστεί στις διαφορετικές συμβάσεις που διέπουν την τέχνη του κινηματογράφου.

Πολύ δυνατή ταινία όχι μόνο γιατί ανταποκρίνεται σ' αυτό που έμαθε κανείς να περιμένει από τον ρουμάνικο κινηματογράφο, ήτοι ενδιαφέροντες χώροι και περιβάλλοντα, αξιώσεις για ρεαλισμό ενισχυμένο από την αυθεντικότητα ερασιτεχνών ερμηνευτών (κάτι που όντως ισχύει εδώ και αφορά τους έγκλειστους, πολλοί μάλιστα εκ των οποίων είναι Τσιγγάνοι) και χρήση μιας κινηματογραφικής γλώσσας υφής ντοκιμαντέρ, με την κάμερα στον ώμο, αλλά (ει δυνατόν) να μην κουνάει πέραν από το δέον. .. Η παρθενική, μεγάλου μήκους ταινία του Φλορίν Σέρμπαν αποδεικνύει ότι υπάρχει και ρουμάνικο σινεμά που δεν περιορίζεται στη φιλμική απεικόνιση της σωρευμένης παλαιόθεν «δυσωδίας» που τόσο πουλάει στο εξωτερικό!..

Ο 18χρονος Σίλβιου, που πέρασε τα τελευταία τέσσερα χρόνια σε φυλακή ανηλίκων, πρόκειται να αποφυλακισθεί σε πέντε μέρες, όταν μαθαίνει ότι η μητέρα του, που ζει για χρόνια, χωρίς να δίνει σημεία ζωής, κάπου στην Ιταλία, βρίσκεται για λίγο στη Ρουμανία, σκοπεύει όμως να επιστρέψει στην Ιταλία παίρνοντας μαζί της τον μικρό της γιο. Μικρός, δοκίμασε κι ο Σίλβιου μαζί της, τη δύσκολη κι άχαρη ζωή των παράνομων, κυνηγημένων μεταναστών στον ιταλικό παράδεισο, χρόνια που θεωρεί αιτία της κακοδαιμονίας του. Το μόνο που τον απασχολεί πια είναι να εμποδίσει την αναπαραγωγή του ίδιου μοντέλου. Κι επειδή ο θεατής γνωρίζει ότι ο Σίλβιου μεγάλωσε τον μικρό του αδελφό σαν γονιός, αντιλαμβάνεται την πίκρα και την απελπισία που διαγράφεται στο βλέμμα του, στη χαρακιά ανάμεσα στα σφιγμένα του φρύδια. Δεν θέλει να χαραμιστεί και η ζωή του μικρού, όπως η δική του. Εξ ου και το ενστικτώδες ξέσπασμά του που οδηγεί στο δράμα με τους ομήρους και τη μοναδική, με άπειρα συναισθήματα, σκηνή με την μητέρα του, τότε που ο Σίλβιου περνάει από την υποταγή στο ξέσπασμα.


Η ταινία διακρίνεται από αίσθηση μεστής δραματουργίας που εκφράζεται μέσα από μια τεχνική αργής και σταθερής κλιμάκωσης και υποκριτικής αλήθειας. Αυτός ακριβώς ο συνδυασμός κάνει το φιλμ τόσο καλό, με τη μερίδα του λέοντος να ανήκει δικαιωματικά στον βραβευμένο ερασιτέχνη ηθοποιό Γκεόργκε Πιστιρεάνου. Η ερμηνεία του νεαρού με το ξυρισμένο κεφάλι, το σβέρκο ταύρου και τους μυς που συσπώνται συνδυάζει σκληράδα και πείσμα με ανέλπιστη τρυφερότητα, ενώ η φυσική του παρουσία με το συμπαγές σώμα γεμίζει από την πρώτη στιγμή την οθόνη, ακόμα και τις σπάνιες στιγμές που βρίσκεται εκτός πλάνου.

Κοινωνικός ρεαλισμός σε φυλακές ανηλίκων, όλα τα υλικά για ένα ωμό δράμα, σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούν καψώνια, πληρωμές με τσιγάρα, λεκτικές προκλήσεις και απογοήτευση που οδηγεί σε απελπισμένη βία. Ολη η βρωμερή, θλιβερή και ρουτινιάρικη ζωή της φυλακής χωράει σε ένα επαναλαμβανόμενο γεύμα, όπου οι έγκλειστοι τρώνε υπό το βλέμμα των επιτηρητών και συνοδεία εκκωφαντικής λαϊκής μουσικής που βγαίνει από ένα παλιό ραδιόφωνο. Είναι η μοναδική φορά που το φιλμ ντύνεται με μουσική, κάτι που ρίχνει μια περίεργα επιτηδευμένη νότα στη σκηνή, τη φορτισμένη με φόβο και αγωνία. Αντί, όμως, για την αμερικάνικη λύση με άγονη και βίαιη έκρηξη, εδώ το κέντρο βάρους βρίσκεται στον εσωτερικό αγώνα του ήρωα, στο συναίσθημα της ανθρώπινης αδυναμίας του και της απελπισίας του.

Δυνατός ρεαλισμός στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Φλορίν Σέρμπαν με καταγεγραμμένα υπαινικτικά σχόλια για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που πνίγει τους ανεπιθύμητους στην Ιταλία Ρουμάνους (πολίτες της ΕΕ), όπως και τους Ρουμάνους Ρομά, (πολίτες της ΕΕ) που απελαύνει η Γαλλία κι εκείνος ο απαράδεκτα μεγάλος αριθμός του ρουμάνικου λαού (πολίτες της ΕΕ) που ζει βουτηγμένος στη μαύρη φτώχεια και την εξαθλίωση. Ο ρεαλισμός φτιάχνει σκηνές που κοιτάζουν μπροστά, όχι μόνο μέσα από τα ασυνήθη πορτρέτα των νεαρών Τσιγγάνων, όσο και μέσα από την αναλαμπή συμπόνιας στο βλέμμα της νεαρής κοινωνικής λειτουργού, η οποία στα μάτια του Σίλβιου αποκτά σημαντικό ρόλο. Αντιπροσωπεύει μια φυσιολογική ζωή με την αγάπη που εκείνος ονειρεύεται. Ομως, η συγκινητική προσπάθεια του Σίλβιου για μια άλλη ζωή πέφτει στο κενό και αποδεικνύεται πρακτικά αδύνατη...

Παίζουν: Γκεόργκε Πιστιρεάνου, Αντα Κοντεέσκου, Κλάρα Βόντα, Λαουρέντιου Μπανέσκου, Μιχάι Κονσταντίν κ.ά.

Παραγωγή: Ρουμανία, Σουηδία (2010).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ