Eurokinissi |
Νοιαζόταν πολύ για τον άνθρωπο. Ισως γι' αυτό στα μάτια του κατοικούσε εκείνη η μελαγχολία. «Δεν βλέπω γέλιο, μόνο χαμόγελα βλέπω» - είχε πει σε μια από τις πολλές τιμητικές εκδηλώσεις που έγιναν για εκείνον τα τελευταία χρόνια. «Σήμερα πλέον ο κόσμος δεν γελάει με τίποτε. Εχει πολλά προβλήματα. Δεν γελάει όπως γελούσε. Εχει ανάγκη να γελάσει, και μεγαλύτερη από παλιά, αλλά δεν γελάει. Είναι πικραμένος ο κόσμος».
Σε όλη του την πορεία, ο Θανάσης Βέγγος αντιπροσώπευε το ρεαλιστικό φουκαρά, αλλά αξιοπρεπή Νεοέλληνα που μονίμως τρέχει. Πάντα σαρωτικός, στις ταινίες του διακωμωδεί τα τραγικά συμβάντα της φυλής, όπως τα γεννά η τρέχουσα πραγματικότητα.
Κατά τα ταραγμένα χρόνια του Εμφυλίου, ο Θανάσης Βέγγος, ως παιδί ΕΑΜίτη, εστάλη να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, ουσιαστικά ως εξόριστος, στη Μακρόνησο. Εκεί γνωρίστηκε με τον Νίκο Κούνδουρο, επίσης εξόριστο, που στη συνέχεια του χάρισε τον πρώτο του κινηματογραφικό ρόλο στη «Μαγική Πόλη».
«Εμεινε μαζί μου όλα τα χρόνια της Μακρονήσου» - θυμάται στο ντοκιμαντέρ του Γ. Σολδάτου «Ενας άνθρωπος παντός καιρού». «Είχα χρεωθεί την κατασκευή ενός θεάτρου - ήμουν τριτοετής της Αρχιτεκτονικής τότε. Πήγα στη διοίκηση και λέω: Αυτόν το μισότρελο φαντάρο να μου τον δώσετε. Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με τον Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο Βέγγος ηθοποιός, και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής, και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος, και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωσή μας και το χαμόγελό μας».
Στο ίδιο ντοκιμαντέρ ο γιος του λέει: «ο Κούνδουρος, όταν απολύονταν, του είπε: "Θανάση, κάποια στιγμή, θα κάνουμε ταινία και θα σε φωνάξω και σένα να πάρεις μέρος", έτσι κι έγινε. Ο πατέρας, βέβαια, όταν απολύθηκε, επέστρεψε στην κανονική του δουλειά, κάπου στο Μοναστηράκι, αν θυμάμαι καλά (ήταν ένας πάρα πολύ καλός κατασκευαστής δερμάτινων ειδών), και ξέχασε τελείως την ιστορία του Κούνδουρου, ώσπου κάποια στιγμή, όταν ο Νίκος ετοιμαζόταν να γυρίσει την πρώτη του ταινία, τη "Μαγική Πόλη", τον φώναξε».
Ουσιαστικά σ' αυτήν την ταινία ξεκίνησε σαν τεχνικός, ενώ έπαιξε και έναν πολύ μικρό ρόλο. Στη συνέχεια το 1956 ο Κούνδουρος, αναγνωρίζοντας πρώτος τις δυνατότητές του, του εμπιστεύεται ένα σημαντικό ρόλο, τον «Δράκο», ταινία βασισμένη σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Πολλοί λίγοι είδαν τις δυνατότητες του Βέγγου στην ταινία αυτή, την ποιότητα ενός κορυφαίου του χορού που μπορούσε να σταθεί απέναντι στον εξαιρετικό Ντίνο Ηλιόπουλο. Από αυτήν την ταινία φάνηκε η δυνατότητά του να εκφράζει, σωματικά, τη μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού. Ο άνθρωπος που τρέχει, που θέλει όλα να είναι τακτοποιημένα, να μην υπάρχει σκόνη, να αποκατασταθεί η αρχοντιά, έστω με τα απλά και φτωχά μέσα που διαθέτει.
Ο Νίκος Κούνδουρος, σε εκδήλωση προς τιμήν του Θανάση Βέγγου, το 2004 είχε χαρακτηρίσει τον σπουδαίο αυτό ηθοποιό «εθνικό σύμβολο», ενώ, μεταξύ άλλων, είχε πει ότι «ο Βέγγος έχει καταφέρει εν ζωή να είναι ένας μύθος. Είναι παρών, είναι αναλλοίωτος, δεν έχει προχωρήσει στο ελάχιστο τη μανιέρα του, είναι μοναδικός. Ο Βέγγος δε χρειάζεται σκηνοθέτη, τον έχει καταργήσει και, σε ένα σημείο, έχει μισοκαταργήσει τον σεναριογράφο. Και επιβάλλει αυτό που είναι».
Ο Θανάσης Βέγγος, λοιπόν, που δεν σπούδασε υποκριτική, πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού το 1959, ως εξαιρετικό ταλέντο με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Η πρώτη του θεατρική παράσταση ήταν στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη, την ίδια χρονιά.
Στην ίδια εκδήλωση του 2004, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος θυμήθηκε τον Θ. Βέγγο «να δίνει εξετάσεις σε επιτροπή ταλέντων και να μην μπορεί να επικοινωνήσει με την επιτροπή», διότι, όπως είπε, «αυτός ο μανικός ηθοποιός έφερνε στη σκηνή τον εαυτό του, ενώ οι τυπολάτρες της επιτροπής απαιτούσαν να πει κείμενο. Κανένας από τους ανθρώπους της επιτροπής δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι είχε μπροστά του τη γέννηση ενός φυσικού φαινομένου, που είναι σπάνιο στο θέατρο. Ο Βέγγος έχει "εφεύρει" τον εαυτό του. Δεν ακουμπάει πουθενά, δεν έχει μιμητές, δε δημιούργησε σχολή. Εκανε μύθο τις ευκολίες του, τις τεχνικές του, ακόμη και τις αδυναμίες του. Το πώς θα είναι και θα συμπεριφέρεται. Ολος ο χειρονομημένος λόγος του περνούσε μέσα από το δικό του κώδικα και δεν τον όφειλε σε κανέναν άλλον. Οντως είναι ένας υποκριτικός μύθος αυτού του τόπου. Ανοικονόμητος ηθοποιός. Δεν μπορούσε να τον χωνέψει η θεατρική σκηνή. Τον θυμάμαι στο "Δελφινάριο", όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί είναι η πιο πλατιά θεατρική σκηνή στην Αθήνα. Ε, λοιπόν, έβγαινε έξω από τη σκηνή. Δεν του έφτανε αυτή η σκηνή. Διότι κουβαλούσε ένα ιδίωμα που δεν μπορούσε να το προβλέψει ούτε η θεατρική αρχιτεκτονική. Σωματοποίησε την αίσθηση, την έννοια και τις διαδικασίες του Καραγκιόζη. Ο Καραγκιόζης είναι μια φιγούρα που κάθε φορά υπηρετεί μια υπόθεση: Γραμματικός, αεροπόρος, νύφη. Αυτό έκανε ο Βέγγος. Είναι ο μοναδικός ηθοποιός, που ουσιαστικά ταυτίστηκε με τους ρόλους του».
Θέατρο Ακροπόλ (1963): Γ. Ασημακόπουλου - Β. Σπυρόπουλου - Π. Παπαδουκά «Οκτώ άνδρες κατηγορούνται», Ασημ. Γιαλαμά - Κ. Πρετεντέρη - Ναπ. Ελευθερίου «Κόκκινα τριαντάφυλλα». Θέατρο Εθνικού Κήπου (1963): Ασημ. Γιαλαμά - Κ. Πρετεντέρη «Οι φτωχοδιάβολοι» (ρόλος: Φρίξος). Θέατρο Ακροπόλ (1963-64, θιασάρχης με τους Ρένα Βλαχοπούλου , Γ. Δάνη): Γ. Γιαννακόπουλου - Κ. Νικολαΐδη - Γ. Οικονομίδη «Αρχοντορεμπέτισσα» και «Κύπρος γιοκ». Συνθιασάρχης με τη Σμαρούλα Γιούλη (1969-70): Γ. Λαζαρίδη «Ο τρελός του λούνα παρκ και η ατσίδα» (Θανάσης) .
Από το 1970 και επί σειρά ετών, ο Θανάσης Βέγγος συγκρότησε δικούς του θιάσους, παρουσιάζοντας τα έργα: Γ. Λαζαρίδη «Ο τρελός του λούνα παρκ» (Θανάσης Ο Απόλας ). Επαιξε το ίδιο έργο σε πολλές παραστάσεις και το παρουσίασε επίσης, μεταξύ των άλλων, σε περιοδεία του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλ. Σακελλαρίου «Τι έκανες στον Τρωικό πόλεμο, Θανάση» (Μενέλαος). Γ. Λαζαρίδη «Το βλήμα» (Θανάσης Μουρλός ). Γ. Μιχαηλίδη - Γιάν. Ξανθούλη «Μαμ, κακά, κοκό και νάνι».
Ομως, η πορεία του στον κινηματογράφο ήταν αυτή που τον έφερε πιο κοντά στο λαό. Τα έργα του λειτούργησαν σαν καταλύτης, αναδεικνύοντας την περηφάνια της φτώχειας, την περιφρόνηση στην ταξική κοινωνία, αλλά και τον τελικό θρίαμβο της καρδιάς. Μπορεί να σατίρισε τα ελαττώματα των Νεοελλήνων, αλλά προχώρησε και σε ταινίες με πολιτικά υπονοούμενα σε εποχές δύσκολες.
Εγινε ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό με ταινίες όπως «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ», «Μην είδατε τον Παναή», «Ζήτω η τρέλα», «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης». Η στενή σχέση του με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη τον οδηγεί στο θρίαμβο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 1971 με την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;». Κοινό και κριτική τον αποθεώνουν και αποσπά το βραβείο Α΄ανδρικού ρόλου. Ενα χρόνο μετά, ο ρόλος του στην ταινία «Θανάση, πάρε το όπλο σου!» του χαρίζει ένα ακόμη βραβείο Α΄ανδρικού ρόλου.
Τη δεκαετία του '80 αποσύρεται από το σινεμά και κάνει λίγες βιντεοταινίες, για να επανέλθει το 1991 με τις «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη (ταινία για την οποία βραβεύεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το βραβείο Β` ανδρικού ρόλου). Ακολουθούν «Το βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1995), «Ολα Είναι Δρόμος» (1998), «Ψυχή Βαθιά» (2009) του Βούλγαρη, ενώ τελευταία ταινία του ήταν «Το πέταγμα του κύκνου» (2010) του Ν. Τζήμα. Η ερμηνεία του στις τελευταίες αυτές ταινίες έχει πια διαφοροποιηθεί, είναι χαμηλών τόνων, αλλά μεγάλης εκφραστικότητας.
Συνολικά, είχε παίξει σε 126 ταινίες, σε 52 από τις οποίες ως πρωταγωνιστής, και είχε σκηνοθετήσει (πρωταγωνιστώντας ταυτόχρονα) ακόμη επτά ταινίες. Στην τηλεόραση εμφανίστηκε στις σειρές: «Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης» (ΑΝΤ1, 1990), «Ερωτας, όπως έρημος» (ΝΕΤ, 2003), «Περί ανέμων και υδάτων» (Mega, 2002), «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου» (ΑΝΤ1, 2006), «Βεγγαλικά» (ΕΡΤ) και «Η Θεσσαλονίκη της νοσταλγίας μας» (ΕΤ3, 2009).
Οπως σημειώνει, στο βιβλίο του «Ενας άνθρωπος παντός καιρού» για τη ζωή και το έργο του Θανάση Βέγγου, ο Γ. Σολδάτος: «Ο αρχαίος Ελλην ήταν ωραίος, αθλητικός, με νουν και σώμα υγιές· ο διαχρονικός Ελληνας είναι ωραίος σαν Ελληνας, σαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Αθανάσιο Διάκο, σαν τον Σίμωνα Μπολιβάρ· ο Νεοέλληνας πώς είναι; Σαν τον Θανάση Βέγγο: σκονισμένος. Ο ρόλος του Βέγγου ερμηνεύεται σε σχέση με την ανάγκη που πέρασε τον Θανάση από τη γη στην οθόνη κι εκεί τον καθιέρωσε: Την ανάγκη του κόσμου να έχει απέναντί του έναν δίμορφο Θανάση. Το ρεαλιστικό φουκαρά μια και τον άλλον τον υπερρεαλιστή, τον εκδικητή της πολύπαθης περιπλάνησής του. Ανάγκη τυφλή, όπως αυτή που γέννησε, μετά από αιώνες, τον Θανάση τον Νεοέλληνα. Πάντως, ο Βέγγος είναι δημιούργημα μιας τέτοιας ανάγκης και, κατά συνέπεια, επαναφέρει και διακωμωδεί τα τραγικά συμβάντα της φυλής. Εύκολα μπορεί στη μυθοπλασία των ταινιών του, να ξεχωρίσει το Καλό από το Κακό (κύριο χαρακτηριστικό στο χαρακτήρα του Θανάση) σύμφωνα με την παραδοσιακή ηθική, μα η παραπέρα εξέλιξη του μύθου δεν αφήνει περιθώρια συνθέσεων, παράθυρα λύσεων. Βαδίζει μέσα από συνεχείς συγκρούσεις σ' ένα κοινωνικά στάσιμο πεδίο. Μόνη λύση η υπέρβαση, με το σύστημα των δικών του αυτοματικών λειτουργιών ή ακολουθώντας ενστικτώδικα τα τυχαία συμβάντα που διέπονται από βουλές αγνώστων θεών».
Σε μια τέτοια βραδιά προς τιμήν του στον Κορυδαλλό, είχε πει: «Καλοί μου άνθρωποι... Πρέπει να κουραστήκατε απ' αυτήν την ακατάσχετη βεγγολογία - εγώ πάντως κουράστηκα. Το χάρηκα, αλλά κουράστηκα. Ειλικρινά δεν πιστεύω ότι έκανα πάρα πολύ σπουδαία πράγματα στην καριέρα μου. Για ένα πράγμα, όμως, σας διαβεβαιώ: ότι στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί»... και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Πώς να μην αγαπήσεις έναν τέτοιο άνθρωπο!