Θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί οι νέες μειώσεις μισθών, η αύξηση του ΦΠΑ στα είδη εστίασης, ο νέος κεφαλικός φόρος και οι έμμεσοι φόροι, αν δεν υπήρχε το έλλειμμα των (πρώην) ΔΕΚΟ, που ανέρχεται σε ...1,7 δισ. ευρώ(!). Τέτοιες άθλιες και γκεμπελικές μεθόδους εφαρμόζει η εφημερίδα «Καθημερινή», για να βγάλει λάδι το σύστημα που υπηρετεί, να συσκοτίσει τις πραγματικές αιτίες της κρίσης και να στηρίξει το έγκλημα της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας. Στο βρώμικο δημοσίευμα της «Καθημερινής της Κυριακής» αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «εάν δεν υπήρχε το έλλειμμα των 1,7 δισ. ευρώ πέρσι από 10 μόνο ΔΕΚΟ, τότε η κυβέρνηση θα είχε αποφύγει επίσης: Τα μέτρα μείωσης της μισθολογικής δαπάνης (όπως η μείωση των συμβασιούχων, ο περιορισμός των προσλήψεων, οι περικοπές μισθών μέσω του νέου ενιαίου μισθολογίου κ.λπ.), καθώς επίσης τον ειδικό φόρο στο φυσικό αέριο, την αύξηση των τελών κυκλοφορίας και τους νέους φόρους στα καπνικά»(!). Πέρα από συνειδητά ψεύδη, σχετικά με την ευθύνη των μισθών για το έλλειμμα, συγκαλύπτουν ότι η απελευθέρωση της αγοράς σε τομείς των πρώην ΔΕΚΟ και η ιδιωτικοποίησή τους, απαιτεί δραστική μείωση των μισθών των εργαζομένων, προκειμένου στα πλαίσια της ανταγωνιστικότητας να αυξάνονται τα κέρδη τους. Γι' αυτό μειώνουν τους μισθούς. Συγκαλύπτουν επίσης ότι το πρόβλημα δεν είναι το 1,7 δισ. των πρώην ΔΕΚΟ, αφού μόνο τα μέτρα για μείωση της μισθολογικής δαπάνης στο μεσοπρόθεσμο ανέρχονται σε 2,1 δισ. ευρώ, ενώ συνολικά το πακέτο των μέτρων ξεπερνά τα 28+50 δισ. ευρώ. Το ζήτημα είναι η προσπάθεια απενοχοποίησης της στρατηγικής ενίσχυσης των μονοπωλίων που, μέσω κρατικής χρηματοδότησής τους, οδήγησαν στα ελλείμματα και στο χρέος, θέλουν να ξεχάσει δηλαδή ο λαός, για παράδειγμα, τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια που χαρίστηκαν στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους με ατέλειωτες (κρατικο)φιλομονοπωλιακές ρυθμίσεις. Το ζήτημα, βέβαια, είναι ταξικό και το δίλημμα παραμένει το ίδιο: Θα πληρώσει ο λαός που δεν ευθύνεται για την κρίση ή η πλουτοκρατία;
Μέτρα εκτόνωσης της λαϊκής οργής και αγανάκτησης είναι αυτά που προτείνει για τους βουλευτές ο Κυρ. Μητσοτάκης και υιοθετούνται από πολλούς στην κυβέρνηση και τα άλλα κόμματα του κεφαλαίου. Οπως παραδέχεται ο βουλευτής της ΝΔ, τα μέτρα αυτά αποσκοπούν κυρίως να καλλιεργήσουν την εντύπωση ότι τάχα το (αστικό) πολιτικό σύστημα συμμετέχει στις θυσίες, ακριβώς για να μπορεί να συνεχίζει να ψηφίζει και στηρίζει με μεγαλύτερη άνεση, ακόμα πιο άγρια αντιλαϊκά μέτρα. «Δεν είναι δυνατόν το πολιτικό σύστημα σήμερα να δίνει την εντύπωση ότι δε συμμετέχει με κάποιον τρόπο στις γενικότερες θυσίες που ζητάμε από την ελληνική κοινωνία», δήλωσε ο ίδιος (στο ραδιόφωνο της ΝΕΤ), εξηγώντας το σκεπτικό των προτάσεων που έχει κάνει σε αυτή την κατεύθυνση, όπως η μείωση του αριθμού των βουλευτών από 300 σε 200, η κατάργηση της βουλευτικής σύνταξης, το κλείσιμο του καναλιού της Βουλής, η κατάργηση των βουλευτικών αυτοκινήτων, η διαχρονική ανάρτηση του «πόθεν έσχες» του βουλευτών στο διαδίκτυο. «Πιστεύω ακράδαντα στο συμβολισμό της ηγεσίας», είπε, παραδεχόμενος τον πραγματικό στόχο των παραπάνω προτάσεων, ότι, δηλαδή, δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των ελλειμμάτων και των χρεών και εξέφρασε επιφυλάξεις αν «είναι ικανά να εκτονώσουν τη δημόσια οργή απέναντι στο κοινοβούλιο». Βεβαίως, όταν το ΚΚΕ έκανε παρόμοιες προτάσεις στη Βουλή και για τους μισθούς και για τις συντάξεις των βουλευτών, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, αλλά και άλλα κόμματα όχι μόνο τις απέρριπταν αλλά έκαναν λόγο και για «λαϊκισμό». Τώρα μπροστά στη λαϊκή αγανάκτηση κάνουν τέτοιες ανέξοδες για τα αστικά κόμματα προτάσεις, αφού δεν τις πιστεύουν ούτε πρόκειται να τις εφαρμόσουν. Αλλά σε κάθε περίπτωση είτε υιοθετηθούν είτε όχι τέτοιες προτάσεις δεν πρόκειται τα κόμματα του κεφαλαίου να σταματήσουν να ψηφίζουν διαρκώς νέα αντιλαϊκά νομοσχέδια ούτε θα πάψουν να στηρίζουν μια πολιτική υπέρ των συμφερόντων των μονοπωλίων. Ομως, η ανατροπή αυτής της πολιτικής και εξουσίας είναι προϋπόθεση για μια φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση.