Το σίγουρο είναι πως η μάχη (και αυτής) της απεργίας όπως και συνολικά της οργάνωσης των εργατών ενάντια στην επίθεση της μεγαλοεργοδοσίας «χτίζεται» μες στους τόπους δουλειάς. Με ταξικό μέτωπο. Το ζήτημα είναι να σωθεί ο λαός από τη χρεοκοπία και όχι γενικά το «έθνος» και η «χώρα», δηλαδή και οι καπιταλιστές. Με προσανατολισμό που αντιπαλεύει αυταπάτες και θέτει ευθέως το ζήτημα «ή με τα μονοπώλια ή με το λαό». Τα συνδικάτα έχουν τη δική τους λειτουργία και δράση, τη δική τους πραγματική εργατική δημοκρατία για την οργάνωση της ταξικής πάλης που καμιά σχέση δεν έχει με τη λεγόμενη «κάτω βουλή» των «ανώνυμων» διοργανωτών, έξω και μακριά από τους τόπους δουλειάς και τους κλάδους. Εκεί που η εργατική τάξη πραγματικά συζητά, αποφασίζει και εκλέγει τους ηγέτες της. Και, τέλος, όλα τα συνδικάτα δεν είναι το ίδιο. Αλλο ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός που ουρά του είναι και κάποιοι αριστερούτσικοι οι οποίοι το πρωί εμφανίζονται ως κομματικοί και το βράδυ στις πλατείες ως «ακηδεμόνευτοι». Οι εργαζόμενοι και αυτοί που πάνε στις πλατείες πρέπει να βγάλουν συμπεράσματα. Ολοι στη μάχη στους τόπους δουλειάς, στους κλάδους, στις εργατογειτονιές για την επιτυχία της απεργίας.
Μπορεί μέσω των αστικών κυβερνήσεων να διατυπώνονται οι επιδιώξεις των μονοπωλίων, αλλά, κάποια στιγμή, η πλουτοκρατία αναλαμβάνει να δηλώσει η ίδια ευθαρσώς τις απαιτήσεις της, παρεμβαίνοντας ακόμα πιο ανοιχτά στην άσκηση πολιτικής.
Στο πλαίσιο αυτό, οι διευθύνοντες σύμβουλοι 50 μεγάλων γερμανικών και γαλλικών επιχειρήσεων και τραπεζικών ομίλων (με συνολικό τζίρο περί το 1,5 τρισ. ευρώ), με κοινή καταχώρηση στον Τύπο των δυο χωρών, διατυπώνουν την ανησυχία τους για το μέλλον της Ευρωζώνης. Μεταξύ των πολυεθνικών, που οι επικεφαλής τους υπογράφουν την κοινή καταχώρηση - καμπάνια, βρίσκονται και οι Siemens, BMW, Daimler, Telekom, Thyssen - Krupp, «Allianz», Bosch, Deutsche Bank, Societe Generale, Total, Continental, Air France - KLM και France Telekom.
Οι 50 επιχειρήσεις δηλώνουν ότι επιθυμούν τη διατήρηση και ισχυροποίηση της Ευρωζώνης, καθώς «με την υιοθέτηση (του ευρώ) δημιουργήθηκε μια κοινή αγορά (...) Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις επωφελούνται από αυτήν την εξέλιξη, έχουν διευρυνθεί οι δυνατότητες χρηματοδότησής τους, ενώ έχει αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά τους σε διεθνές επίπεδο». Ετσι, τα γερμανικά και γαλλικά μονοπώλια καλούν τους πολιτικούς τους εκπροσώπους να «στηρίξουν» τα κράτη - μέλη που αντιμετωπίζουν την κρίση, διευκρινίζοντας, ωστόσο, ότι αυτή η «βοήθεια» - ληστρικά δάνεια, δε θα δοθεί με το αζημίωτο, αλλά τα κράτη - μέλη θα πρέπει να υλοποιήσουν τα μέτρα εκείνα που απαιτεί το κεφάλαιο, δηλαδή το ξεχαρβάλωμα των εργασιακών σχέσεων, τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, τις αποκρατικοποιήσεις που θα ανοίξουν νέα πεδία κερδοφορίας κ.λπ.
Η πλέον σημαντική απόδειξη ότι το μνημόνιο πέτυχε τους στόχους του είναι τα στοιχεία της Γιούροστατ, που δείχνουν ότι το ονομαστικό ωριαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα μόνο το πρώτο τρίμηνο του 2011 μειώθηκε κατά 6,8%! Ας σημειωθεί ότι η μείωση αυτή έρχεται να προστεθεί στην ισόποση (6,5%) σημαντική μείωση του λεγόμενου εργατικού κόστους ανά ώρα εργασίας το δ' τρίμηνο του 2010. Σημαντικό εργαλείο για τη μείωση του λεγόμενου εργατικού κόστους είναι πρώτ' απ' όλα η επαίσχυντη Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) που υπέγραψαν οι συμβιβασμένοι εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ, ενώ σημαντική συμβολή είχαν και οι διαιτητικές αποφάσεις καθώς και οι κλαδικές συμβάσεις που συμμορφώθηκαν πλήρως με την ΕΓΣΣΕ. Στη δραστική μείωση του «εργατικού κόστους» συνέβαλαν επίσης η μετατροπή συμβάσεων σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης, γενικότερα οι ευέλικτες μορφές εργασίας καθώς και η αυξανόμενη χρήση των ατομικών συμβάσεων εργασίας τόσο για νεοπροσλαμβανόμενους σε κλάδους που δεν έχουν υπογραφεί συμβάσεις όσο και παλαιούς εργαζόμενους που αποδέχονται μείωση των μισθών. Είναι ολοφάνερο ότι η στρατηγική επιδίωξη του μνημονίου, η διαρκής συμπίεση της εργατικής δύναμης, επιτυγχάνεται και μάλιστα με ρυθμούς που ούτε οι εμπνευστές της δεν ανέμεναν. Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η τάση αυτή, της «κινεζοποίησης» των μισθών, θα ενταθεί, αν ο λαός δεν πάρει απόφαση να αντεπιτεθεί για να ανατρέψει την εξουσία του κεφαλαίου και να εγκαθιδρύσει τη λαϊκή εξουσία και οικονομία.