Αποφάσεις που επιταχύνουν την ελεγχόμενη χρεοκοπία και εφοδιάζουν το κεφάλαιο με ακόμα πιο φτηνούς εργάτες και νέα πεδία κερδοφόρας δράσης
Το βάθος της κρίσης, η επέκτασή της σε μεγάλες καπιταλιστικές οικονομίες της Ευρωζώνης, οι οποίες καταγράφουν ταυτόχρονα υψηλό δημόσιο χρέος, όπως η Ιταλία, οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στα μονοπώλια που μαίνονται στο παρασκήνιο, γρήγορα θα επιβεβαιώσουν ότι οι συμβιβασμοί εντός της λυκοσυμμαχίας έχουν παροδικό χαρακτήρα και ξεπερνιούνται διαρκώς από τα δεδομένα που αντικειμενικά γεννά η ίδια η κρίση. Οι εξελίξεις αυτές υπερβαίνουν την προσπάθεια των καπιταλιστικών κρατών να διαχειριστούν την κρίση προς όφελος του κεφαλαίου, αφού, ανεξάρτητα από τη θέλησή τους να επιμερίσουν με συντεταγμένο τρόπο τη ζημιά από την ελεγχόμενη καταστροφή κεφαλαίου, το πρόβλημα βρίσκεται σ' αυτό καθαυτό τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, στην υπερσυσσώρευση κεφαλαίου και στην άναρχη υπερπαραγωγή προϊόντων.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο στην καρδιά των ευρωενωσιακών αποφάσεων βρίσκονται σταθερά ρυθμίσεις και μέτρα που κάνουν ακόμα φθηνότερη την εργατική δύναμη και παραδίδουν στρατηγικούς τομείς της παραγωγής στην πλουτοκρατία, ώστε να δημιουργηθούν καλύτεροι και πιο αποδοτικοί όροι στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Αν, μάλιστα, ανατρέξει κανείς σε προηγούμενους συμβιβασμούς που έγιναν σε Συνόδους Κορυφής, όπως όταν αποφασίστηκε ο μηχανισμός δανειοδότησης της Ελλάδας, το Μάη του 2010, και αργότερα ο «μόνιμος μηχανισμός στήριξης» της ΕΕ, το Δεκέμβρη του 2010, βλέπει ότι επαναλαμβάνονται οι ίδιες θριαμβολογίες, ότι η Ελλάδα γλίτωσε δήθεν από τη χρεοκοπία, χάρη στην «αλληλεγγύη» της ΕΕ.
Από Σύνοδο σε Σύνοδο, βέβαια, η εργατική λαϊκή οικογένεια βουλιάζει ολοένα και πιο βαθιά στη φτώχεια, εξαιτίας των μέτρων που παίρνονται στο όνομα των νέων δανείων και διευθετήσεων του χρέους. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση επαναφέρει με κάθε ευκαιρία την απειλή της χρεοκοπίας, προκειμένου να τρομοκρατήσει το λαό για να σκύψει το κεφάλι και να αποδεχτεί μέτρα ζωτικής σημασίας για την ανταγωνιστικότητα του ντόπιου και ευρωενωσιακού κεφαλαίου.
Κωδικοποιημένες, οι αποφάσεις της τελευταίας Συνόδου Κορυφής, η οποία επιτάχυνε την ελεγχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας, εμπλέκοντας τους ιδιώτες πιστωτές πιο ενεργά στον επιμερισμό της ζημιάς, συνοψίζονται στα εξής:
Από τη μείωση του χρέους, εξαιτίας του «κουρέματος», που υπολογίζεται στο 21%, θα πάρουν «ανάσα» και θα επωφεληθούν τα μονοπώλια, μέσω νέων φοροαπαλλαγών και κρατικών ενισχύσεων. Την ίδια στιγμή οι αιτίες που προκαλούν το χρέος, δηλαδή οι ανάγκες κερδοφορίας του κεφαλαίου, παραμένουν ανέπαφες, γεγονός που εγγυάται τη συνέχιση της διόγκωσής του. Αλλωστε και η επιμήκυνση αποπληρωμής το διογκώνει, ανεξάρτητα από την ελάχιστη μείωση του επιτοκίου, αφού θα πληρώνονται τόκοι για αρκετά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Εκτός των άλλων, η μείωση του συνολικού χρέους είναι μικρή, υπολογίζεται στα 26 δισ. ευρώ ή 12% του ΑΕΠ, όταν το συνολικό ύψος του χρέους, μετά μάλιστα και την εφαρμογή των βάρβαρων μέτρων του μεσοπρόθεσμου, εκτιμάται ότι θα ανέρχεται στο 160% του ΑΕΠ.
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση εξασφάλισε για τους ντόπιους και ξένους πιστωτές της την αποπληρωμή των μέχρι τώρα δανείων, μαζί με τους τόκους, και γι' αυτό φόρτωσε στο σβέρκο του λαού νέα δάνεια και χρέη για τα επόμενα 30 τουλάχιστον χρόνια, χωρίς βέβαια να υπολογίζει κανείς τα επιπλέον χρωστούμενα που θα προκύψουν όταν το κράτος ξαναβγεί για δανεισμό από τις καπιταλιστικές αγορές.
Από αυτή την άποψη, οι θριαμβολογίες της κυβέρνησης ότι οι αποφάσεις της ΕΕ θα αποφέρουν μια μείωση του χρέους κατά 26,1 δισ. ευρώ, από την αναδιάρθρωση μέσω της επαναγοράς ομολόγων, είναι τουλάχιστον κοροϊδία για το λαό, ο οποίος, για χάρη της πλουτοκρατίας, θα κληθεί τα επόμενα χρόνια να ξεπληρώσει δάνεια μερικών εκατοντάδων δισ. ευρώ και στο όνομα της αποπληρωμής τους θα υποστεί αιματηρές θυσίες και πετσόκομμα δικαιωμάτων, για να γίνουν τα μονοπώλια πιο ανταγωνιστικά.
Αμεσα συνδεδεμένη με τα παραπάνω είναι και η απόφαση της συνόδου για την εκπόνηση ενός «νέου σχεδίου Μάρσαλ» για την Ελλάδα. Επί της ουσίας, η ΕΕ σκοπεύει να αποδεσμεύσει κονδύλια που συγκέντρωσε ληστρικά από τον ελληνικό και τους άλλους λαούς της Ευρωένωσης, προκειμένου να τα κατευθύνει απευθείας στο κεφάλαιο, είτε με τη μορφή των άμεσων επιδοτήσεων για επενδύσεις είτε με τη μορφή προνομίων, όπως είναι η επιδοτούμενη απασχόληση, οι εισφοροαπαλλαγές, οι φοροαπαλλαγές και άλλα.
Η απόφαση αυτή είναι συνέχεια της ιδιαίτερης αναγνώρισης που έτυχε από την ΕΕ το πρόγραμμα των αποκρατικοποιήσεων ύψους 50 δισ. ευρώ που αποφάσισε και ενέκρινε η κυβέρνηση με τη ΝΔ και τον ΛΑ.Ο.Σ. Στρατηγικοί τομείς της παραγωγής, κύρια στο χώρο της Ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, των συγκοινωνιών και αλλού, παραδίδονται στο μεγάλο κεφάλαιο που αναζητά νέα πεδία δράσης για να επενδύσει και να αποσπάσει χρυσοφόρες αποδόσεις για τα συσσωρευμένα κέρδη που λιμνάζουν.
Οι επιδοτήσεις της ΕΕ, σε συνδυασμό με τις τσακισμένες εργασιακές - ασφαλιστικές σχέσεις στον ιδιωτικό τομέα και τις πρώην ΔΕΚΟ, μαζί με το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων, μετατρέπουν την Ελλάδα σε ένα νέο Ελντοράντο για το κεφάλαιο, το οποίο, συν τοις άλλοις, κερδίζει νέες προνομιακές δανειακές συμφωνίες και εξασφαλίζει την εξυπηρέτησή τους ακόμα και με τη δήμευση δημόσιας περιουσίας.
Δεν μπορούμε να προδικάσουμε το εγχείρημα με δεδομένη τη βαθιά και συγχρονισμένη στην ευρωζώνη καπιταλιστική οικονομική κρίση (ποιοι καπιταλιστές επενδύουν σε συνθήκες κρίσης και με δεδομένο ότι ακόμη δεν έχει συντελεστεί τέτοια καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων που να τους το επιτρέψει), ενώ τα χρέη Ελλάδας, Ιρλανδίας, Πορτογαλίας, Ιταλίας, Ισπανίας, Βελγίου, λέγεται και της Γαλλίας, δε δίνουν περιθώρια αισιοδοξίας για συμβολή από τα κράτη - μέλη, μαζί με τα διαρθρωτικά ευρωενωσιακά ταμεία, σε γοργή χρηματοδότηση των επιχειρηματιών, που χωρίς αυτή δε γίνονται επενδύσεις. Αλλά οι εργαζόμενοι, ο λαός, τίποτα καλό δεν πρόκειται να απολαύσουν από αυτό το λεγόμενο «νέο Σχέδιο Μάρσαλ». Αλλωστε οι εργασιακές, οι ασφαλιστικές, οι εισοδηματικές συνθήκες μόνο ολοένα αυξανόμενη ένταση της εκμετάλλευσης έχουν δημιουργήσει, ωθώντας τους στην εξαθλίωση. Ο,τι και αν γίνει, μόνο τα μονοπώλια θα ωφεληθούν. Επίσης τα κεφάλαια του «νέου Σχεδίου Μάρσαλ» προέρχονται από τη «νόμιμη» κλοπή του πλούτου που παράγουν οι εργαζόμενοι και από χρήματα του λαού.
Καθόλου τυχαία, άλλωστε, οι «17» της Ευρωζώνης ζήτησαν «την ταχεία οριστικοποίηση της νομοθετικής δέσμης και την ενίσχυση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και το νέο πλαίσιο μακροοικονομικής εποπτείας», την υλοποίηση δηλαδή του Συμφώνου για το Ευρώ και της «οικονομικής διακυβέρνησης». Υπενθυμίζεται ότι το Σύμφωνο για το Ευρώ προβλέπει ότι «κάθε χρόνο, τα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης θα συμφωνούν, σε ανώτατο επίπεδο, σε συγκεκριμένες δράσεις, οι οποίες θα πρέπει να επιτευχθούν σε διάστημα 12 μηνών».
Ανάμεσα στα μέτρα που θα προωθούνται στοχευμένα και μετρήσιμα είναι οι μειώσεις μισθών, η «αποκέντρωση των μισθολογικών διαπραγματεύσεων και η "βελτίωση" των μηχανισμών τιμαριθμικής προσαρμογής», βλέπε κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, η «συγκράτηση στους μισθούς στο δημόσιο τομέα», ώστε να «μην επηρεάζουν τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα», νέες ανατροπές στην Κοινωνική Ασφάλιση, ώστε «να ευθυγραμμιστεί η ηλικία συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής, να μειωθούν τα συστήματα πρόωρης συνταξιοδότησης και να αξιοποιηθούν στοχευμένα κίνητρα για την παραμονή στην εργασία των μεγαλύτερων εργαζομένων», αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και «μηχανισμός που θα βάζει "φρένο" στην αύξηση χρέους», μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας «που θα προωθούν την ευελιξία με ασφάλεια» και νέες φοροαπαλλαγές για το μεγάλο κεφάλαιο.
Σε συνέχεια όλων των παραπάνω μέτρων, που μετατρέπουν τους εργαζόμενους σε φτηνή καύσιμη ύλη για το κεφάλαιο και συμβάλλουν στην παραπέρα μονοπώληση κλάδων της παραγωγής, η Σύνοδος χαιρέτισε τα βάρβαρα μέτρα που περιλαμβάνονται στο μεσοπρόθεσμο και τον εφαρμοστικό νόμο, επισημαίνοντας μάλιστα ότι «δεν έχουν προηγούμενο»(!), αλλά χαρακτηρίζονται ως «απαραίτητα για να επιστρέψει και πάλι η Ελλάδα σε μια βιώσιμη ανάπτυξη».
Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι οι αποφάσεις της ΕΕ σηματοδοτούν ένταση της επίθεσης του ντόπιου και ευρωενωσιακού κεφαλαίου σε βάρος των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Ταυτόχρονα, οι δεσμεύσεις για υλοποίηση μέχρι κεραίας του Συμφώνου για το Ευρώ και το «νέο σχέδιο Μάρσαλ» αποκαλύπτουν το ποια ανάπτυξη επιδιώκει η ΕΕ και το πολιτικό της προσωπικό. Μια ανάπτυξη κομμένη και ραμμένη στην ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία του κεφαλαίου, γι' αυτό και βαθιά αντιλαϊκή, αντιδραστική για τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού.
Ο πόλεμος, που οξύνεται, μπορεί και πρέπει να βγάλει νικητή το λαό. Προϋπόθεση γι' αυτό είναι να ηττηθούν τα κόμματα και η πολιτική του κεφαλαίου, να πλατύνει και να δυναμώσει η συμμαχία που παλεύει για τον άλλο δρόμο ανάπτυξης, για λαϊκή εξουσία, αποδέσμευση από την ΕΕ και διαγραφή του χρέους. Για να γίνει πλειοψηφικό σε όλα τα μέτωπα το ρεύμα που μάχεται γι' αυτή τη διέξοδο παλεύει το ΚΚΕ, καλώντας το λαό σε πλατιά συμπόρευση.