ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Νοέμβρη 2011
Σελ. /16
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Γάιδαρος στον ... οντά

Γρηγοριάδης Κώστας

Είδα και απόειδα και τότε σκέφτηκα να γίνω το παράδειγμα. Εφτιαξα ένα μεγάλο χωράφι και ένα αμπέλι κιτριές. Ιδρυσα με κάνα δυο άλλους την Ενωση Κιτροπαραγωγών. Δουλέψαμε καλά, βγάζαμε λεφτά... Ως το 1929 οι Γερμανοί παίρναν τα κίτρα και τα 'καναν χυμό. Υστερα ήρθε η κρίση. Τα κίτρα έμεναν απούλητα. Τα λεφτά γίναν λίγα, αλλά πάλι είχα αρκετά από τις πρώτες σοδειές. Οι άλλοι ζήλευαν. Ζητούσαν δανεικά. Η τράπεζα τους έγδυνε, οι μεσάζοντες το ίδιο. Ο δάκος χαλούσε τις ελιές. Τότε τους ξαναθυμήθηκαν το συνεταιρισμό που είχε αδρανοποιηθεί. Ετρεξα, βρήκα την άκρη. Πήρα χαμηλότοκα δάνεια, φάρμακα, ζωοτροφές, σπόρους, λιπάσματα. Φύτεψα ψιλελιές. Ιδρυσα στ' όνομά μου ένα λιοτρίβι, το εργοστάσιο αυτό που έχει γκρεμίσει στην άκρη του χωριού. Για την εποχή αποτελούσε επανάσταση, μέχρι τότε είχαμε τις φάμπρικες με τα μουλάρια και τους εργάτες. Εβγαινε καλό λάδι κάτω από τις μυλόπετρες, αλλά λίγο. Είχαμε πολλή φύρα. Κάθε σπίτι είχε και τη δικιά του φάμπρικα, στο μαγαζί του κύρη σου ακόμα στέκει η φάμπρικα του παππού σου. Ηρθαν στο εργοστάσιο με φόβο. Είδαν το αποτέλεσμα. Γιόμισαν τα κάνιστρα και τα πιθάρια τους λάδι και εγώ λεφτά. Τους έπεισα να κάνει η κοινότητα γεωτρήσεις, να ανεβάσουμε το νερό, να ποτίσουμε τις ελιές. Γελούσαν, άκου λέει ποτιστικές ελιές! Οι δικές τους ήσαν αιώνες άνυδρες και έδιναν λάδι. Ναι, μα μια χρονιά στις τρεις, στη βεντέμα. Πού να το νιώσουν, ζώα σου λέω! Πάλι εγώ μπροστά... Τα είχα δει στο Ναύπλιο. Τα είχα διαβάσει και στα βιβλία του θείου μου. Το αποτέλεσμα τους στράβωσε. Είχαν λάδι κάθε χρόνο και νερό στο σπίτι τους. Και τότε φάνηκε η τεμπελιά τους. Ακαμάτηδες. Αντί να καλλιεργούν, όπως πάντα, τους ποταμούς, έφεραν τους κήπους στην αυλή τους. Φύτευαν μόνο για τις ανάγκες τους. Τα περιβόλια ρήμαξαν. Βρε, κάνε στους ποταμούς ξινόδεντρα. Τι λες, βρε μάστορα, εμείς φέραμε το νερό για να ξεκουραστούμε. Μαζί με τους κήπους ήλθαν και τα κουνούπια, οι αρρώστιες. Μην κοιτάς τώρα, τότε η ελονοσία θέριζε. Γιατροί δεν υπήρχαν. Ενας μόνο γιατρός, ο θείος σου, για όλη την επαρχία. Καλός γιατρός, δε λέω, μα πού να προλάβει χωρίς κινίνο και φάρμακα; Πέθαιναν στα χωριά σαν τις μύγες! Οι μάνες κλαίγαν. Εκείνα τα χρόνια θάψαμε πιο πολλά παιδιά παρά ποτέ άλλοτε, όσο θυμάμαι. Η οικονομική κρίση άφηνε τα προϊόντα αδιάθετα. Εμείς είχαμε να φάμε. Μας έλειπαν όμως τα άλλα, ζυμαρικά, φάρμακα, ρούχα, όσα δε φτιάχναμε οι ίδιοι. Αλλού, στη χώρα και στην πρωτεύουσα, περνούσαν χειρότερα. Πού να σ' ακούσουν; Αγράμματοι, δε διάβαζαν ούτε εφημερίδα. Θεόστραβοι, πιο στραβοί απ' ό,τι είμαι σήμερα εγώ. Τους φώναζα, τους μάζευα, μάλωνα μαζί τους. Αδικος κόπος.

Κάποιος πολιτευτής πισσοκόκαλος, τους έβαλε στο κεφάλι ότι εγώ τα 'κανα όλα αυτά για προπαγάνδα, με τα ρούβλια της Μόσχας. Για το λόγο τούτο, λέγαν, είχα και χρήμα. Ξεχνούσαν οι πατσαβοί τα κίτρα, τις ελιές, το εργοστάσιο. Τότε ήρθε και ο ρασοδιάολος, ο Ανθιμος, και με 'βαλαν σε καραντίνα. Ούτε γνώμη ζητούσαν ούτε συμβουλή. Τρέχαν στον παπά...

«Να τον σέβεστε αλλά να μην τον ακούτε», σκέφτηκα τη συμβουλή του Ανθιμου.

Κλείστηκα μόνος στον εαυτό μου. Εφτιαχνα τους κήπους μου, τις ελιές μου, το κρασί μου, με τη βοήθεια του Αγίου και στη χάρη του άνοιγα τα βαρέλια της χρονιάς. Εκείνη την ημέρα όλοι τους, με πρώτο τον Ανθιμο, ξεχνούσαν την προπαγάνδα και το σοσιαλισμό. Στρωνόμαστε στον οντά και για τρεις μέρες και τρεις νύχτες φαγοπότι, γλέντι και χορός. Ολοι μας, χωριανοί και ξένοι. Κάποτε μέτρησα διακόσια άτομα στο σπίτι - στον οντά, στις αυλές, στα λιακωτά, μέχρι μέσα στους μαγκαζέδες. Μέρα - νύχτα τρώγαμε και πίναμε. Μια φορά μ' ανέβασαν ένα γαϊδούρι να του μάθω, μου είπαν, το σοσιαλισμό. Μα τι θαρρείτε, μωρέ, τους απάντησα, πιο γρήγορα θα καταλάβει το ζούμπερο από του λόγου σας, γιατί γνωρίζει το συμφέρον του. Ο σοσιαλισμός θα του πρόσφερε παχνί ζεστό και ωραίο, κάτι που εσείς δεν το κατέχετε ούτε στον ύπνο σας! Πέσαν ξεροί στα γέλια. Εκείνο τον καιρό μου 'φυγε παλικαράκι ο μεγάλος μου. Σε πέντε χρόνια πήρε και τους άλλους δύο γιους μου. Τα κορίτσια φύγαν τελευταία. Από τότε έμεινα μόνος. Τι να έκανα, άφησα τη ζωή να κυλήσει...

Του 'κανα σχεδόν κάθε μέρα παρέα, όταν η ζωή και η δουλειά μου το επέτρεπαν.

* Από το μυθιστόρημα «Η Ζώνη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»


Βιογραφικό του Γιάννη ΠΑΠΑΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1942 και διαμένει στο Πέραμα από το1953. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, που δεν ολοκλήρωσε για πολιτικούς λόγους, διωκόμενος από τη Χούντα των συνταγματαρχών το 1967. Κατέφυγε στο Παρίσι όπου εντάχθηκε στο ΠΑΜ και στο ΚΚΕ, στις τάξεις του οποίου αγωνίζεται και σήμερα. Στο Παρίσι σπούδασε Ιστπρία, Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στα Πανεπιστήμια της Σορβόνης (PARISIV- PARISI) απ' όπου απέκτησε δύο πτυχία (1973) ένα Master(1974) και το Doctoratτου(1977), με θέμα διατριβής του: «Τα ελληνικά επιτύμβια ανάγλυφα του Μουσείου του Λούβρου». Δίδαξε Κλασσική Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης από το 1979 έως το 1986. Καθηγητής των Σχολών Ξεναγών του ΕΟΤ, δίδαξε Αρχαία Ιστορία, Μυθολογία,και Τουριστική Γεωγραφία, στην Αθήνα, στην Κρήτη, στην Ρόδο, στη Μυτιλήνη, από το 1980 έως το 2002. Εχει γράψει πολλά επιστημονικά άρθρα σε ελληνικά και γαλλικά περιοδικά, καθώς και «Σημειώσεις Αρχαίας Ιστορίας και Κλασσικής Αρχαιολογίας» στις Σχολές Ξεναγών. Ποιήματα και χρονογραφήματά του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες του Πειραιά, της διασποράς, του Ρεθύμνου και του Περάματος. Διετέλεσε Διευθυντής του Δημοτικού πολιτιστικού οργανισμού Περάματος μέχρι της συνταξιοδότησής του. Είναι εκλεγμένο μέλος του Δ.Σ. της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Ποιητικά έργα του: «Τα Υλικά της Μνήμης», «Το διάφανο Αμμα», «33 Γκρίζα Σονέτα», «Παλιές Αυλές», «Ελεγείες και Μπαλάντες από το Πέραμα». «Ο Κυρ-Γιάννης ο Απόξενος και το φωτεινό σκοτάδι» Αθήνα 2009». Μελέτες : «Πέραμα-Μικρή συμβολή στην Ιστορία του», «Συνάντηση- Οι Λογοτέχνες του Περάματος», «Λεύκωμα Δήμου Περάματος» . Μυθιστορήματα: «Το Δόκανο»(εκδ.«Σύγχρονη Εποχή»), «Η Ζώνη»» (εκδ.«Σύγχρονη Εποχή»), «Απόστολος Μούδος, μύθος και ιστορία ενός τυχοδιώκτη» (εκδ. «Αλφειός», Αθήνα 2010).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ