ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Νοέμβρη 2000
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Σκέψεις για το Μέτωπο και τις συμμαχίες

Μετά τις εκλογές της 9ης Απριλίου, όπου καταγράφηκε για μια ακόμη φορά η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού και πριν ακόμη κοπάσουν οι πανηγυρισμοί των αλαζονικών υποστηρικτών του, παρατηρήθηκε στα δύο μεγάλα κόμματα - αλλά όχι μόνο σε αυτά - έντονος προβληματισμός σχετικά με την προοπτική του συστήματος πολιτικής διακυβέρνησης.

Η ανησυχία των οικονομικών και πολιτικών επιτελείων της αστικής τάξης υποδηλώνει σαφέστατα το πόσο επιδερμική και εύθραυστη είναι η εκβιαστική συναίνεση που απέσπασαν οι δύο εταίροι από το εκλογικό Σώμα, ενώ ταυτόχρονα προδιαγράφει και τους σχεδιασμούς της επόμενης περιόδου.

Το ελληνικό κεφάλαιο, επιδιώκοντας την αναβάθμισή του στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, μέσα σε συνθήκες άγριου διεθνούς ανταγωνισμού, "διεισδύει" (έτσι ονομάζεται η λεηλασία των φτωχότερων κρατών) ως τραπεζικό, ναυτιλιακό ή κατασκευαστικό στα κράτη της Βαλκανικής και της ευρύτερης περιοχής ωθώντας την πάντοτε πρόθυμη κυβέρνηση να συμμετάσχει σε όλες τις ΝΑΤΟικές επεμβάσεις. Παράλληλα, διεκδικεί το μερίδιό του από την ντόπια αγορά της οποίας ο δημόσιος τομέας και τα ολυμπιακά έργα έχουν γίνει αντικείμενο διεθνούς εκπλειστηριασμού. Είναι φανερό ότι μέχρι σήμερα, η "σοσιαλιστική" κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μπόρεσε να εξυπηρετήσει αυτές τις απαιτήσεις και μάλλον θα καταφέρει να διανείμει την πίτα πιο εύκολα και επωφελέστερα από μια αντίστοιχη της ΝΔ, η οποία άλλωστε σε ένα τέτοιο έργο, ως κυβέρνηση, έχει βαθμολογηθεί αρνητικά.

Μπορεί όμως μακροπρόθεσμα να ελέγξει τις συνέπειες μιας τέτοιας πολιτικής; Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι απαιτούνται ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις - κυρίως "κεντροαριστερής" κατευθύνσεως, ικανές να αποσβέσουν τους κοινωνικούς κραδασμούς που θα ακολουθήσουν μοιραία την ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων, τη "διευθέτηση" των ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής, την αποδόμηση του ασφαλιστικού συστήματος, την αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και τη γενικευμένη ανεργία, τη συντριβή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και το ξεκλήρισμα της εργαζόμενης αγροτιάς.

Οι προσδοκίες μιας κεντροδεξιάς ή κεντροαριστερής διεύρυνσης των δύο μεγάλων πολιτικών σχηματισμών δεν αντανακλούν τίποτε άλλο παρά την απαίτηση της άρχουσας τάξης για κατοχύρωση των κερδών και εμπέδωση της κυριαρχίας της. Η διαμόρφωση όρων και προϋποθέσεων για τη συνδιαχείριση μιας δήθεν "μετανεοφιλελεύθερης" εποχής έρχεται να συναντηθεί με τις αυταπάτες τμημάτων της ευρύτερης Αριστεράς, οργανωμένων και μη, που ακολουθούν μια τάση "ρεαλιστικής" προσαρμογής σε κάποιες επιλογές που φαντάζουν νομοτελειακές. Η αντίληψη της αποτροπής των χειρότερων εκδοχών του νεοφιλελευθερισμού μέσω της ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών - Γαλλία, Γερμανία - οδήγησε στο θανατηφόρο εναγκαλισμό με την αυθεντική σοσιαλδημοκρατία και κατέστησε σ' αυτές τις χώρες την Αριστερά δύναμη χειραγωγήσιμη και ενσωματώσιμη.

Είναι προφανές, βέβαια, ότι τούτες οι αντιλήψεις αναπτύχθηκαν στο έδαφος της υποχώρησης του εργατικού κινήματος, αποτέλεσμα της πολύμορφης κρίσης που διαπερνά - με διαφορετική μορφή - όλες τις τάσεις της Αριστεράς σ' όλο τον πλανήτη.

Στην Ελλάδα ανάλογοι πολιτικοί προσανατολισμοί - άλλοτε συγκαλυμμένα και άλλοτε απροκάλυπτα - εκδηλώνονται με διακριτό τρόπο έστω και αν εκφράζονται με διαφορετικό ρυθμό, ένταση και μορφή.

Η αντινεοφιλελεύθερη ρητορεία που προσλαμβάνει αφηρημένο χαρακτήρα και εξαντλείται σ' ένα αδιευκρίνιστο 35ωρο (πρότυπο Ζοσπέν), πλαισιωμένο με ορισμένα ανώδυνα - θεσμικά αιτήματα - στην απόπειρα κατοχύρωσης των οποίων η Αριστερά κατέγραψε αποτυχία στην κυβέρνηση Τζαννετάκη, ανεξάρτητα από τις γενικότερες ενστάσεις για τη συμμετοχή της σ' αυτήν - και διανθισμένη με το εφεύρημα περί "πληθυντικής Αριστεράς", αποτελεί δείγμα μιας συμπληρωματικής λογικής ανίκανης να δημιουργήσει συνθήκες ρήξης και αμφισβήτησης των δομών του συστήματος και να συγκροτήσει πόλο αντίστασης οργανώνοντας τις λαϊκές διαθεσιμότητες σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.

Το 35ωρο από ώριμο αίτημα του εργατικού κινήματος γίνεται όχημα για την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και παίρνει τη μορφή του Δούρειου Ιππου, για την επιβολή του συνδιαχειριστικού εκσυγχρονισμού.

Ετσι μπορεί να ερμηνεύσει κανείς την κινδυνολογία που αναπτύσσεται από πολλές πλευρές γύρω από το ρόλο του ΠΑΜΕ, το οποίο με ενωτική και ριζοσπαστική δράση αποτελεί μια στέρεη κατάκτηση του αυτόνομου ταξικού συνδικαλισμού και αντικειμενικά λειτουργεί με ενισχυτικό τρόπο σε μια λογική αντισυναινετικού μετώπου.

Εδώ υπάρχει και μια αντίφαση εξόχως διαφωτιστική: Πολλοί που προτάσσουν σήμερα την αναγκαία πράγματι, αλλά με όρους διεύρυνση τού, υπό διαμόρφωση, Μετώπου σε πολιτικό επίπεδο, αποσιωπούν το γεγονός ότι στο ΠΑΜΕ συναντώνται ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις (ΚΚΕ, ΔΗΚΚΙ, ΑΚΟΑ, ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ). Δε θα έπρεπε γι' αυτούς το ΠΑΜΕ να αποτελεί ένα θετικό παράδειγμα; Το ίδιο ισχύει και για το πρωτοποριακό πείραμα της ΣΥΜΠΑΡΑΤΑΞΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ (ΚΚΕ, ΠΡΑΣΙΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΑΚΟΑ, ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ), την οποία πλαισιώνουν και πολλοί ανεξάρτητοι αγωνιστές των κινημάτων. Και εδώ η σιωπή είναι εκκωφαντική.

Με την ευκαιρία να πούμε ότι από τους ίδιους κύκλους αντιμετωπίστηκε με το χειρότερο τρόπο η συνεργασία της ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ με το ΚΚΕ στις πρόσφατες εκλογές, με αποτέλεσμα να διαβάζουμε μειωτικούς και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς περί "τεχνητών συμμάχων", "συμμάχων χωρίς ταυτότητα" (όχι γιατί δεν έχουμε αλλα γιατί σ' αυτήν εγγράφεται η άρνησή μας στις λογικές του κυβερνητισμού) ενώ ορισμένοι αρθρογράφοι του αστικού τύπου που "αγωνιούν" για την προοπτική του Μετώπου, μιλάνε για "περιθωριακή ομάδα" (περιθωριοποιημένοι από τα ΜΜΕ της εργολαβικής δημοσιογραφίας ίσως, καθώς δεν ανήκουμε στις υπερπροβεβλημένες νεοσύστατες εκσυγχρονιστικές κινήσεις των θλιβερών κλακαδόρων της κυβερνητικής πολιτικής).

Φυσικά, από εκεί δεν περιμέναμε χειροκροτήματα, θα μας ανησυχούσαν ιδιαίτερα. Μέσα σ' αυτή την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, ο διάλογος για το Μέτωπο, τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά και την προοπτική του αποκτά μεγάλη σημασία.

Το μεγάλο κεφάλαιο, ελληνικό και ξένο, μονοπωλιακό και μη μπορεί να αλληλοσπαράσσεται για τη νομή της λείας αλλά ακολουθεί ενιαίες στρατηγικές επιλογές και διατηρεί αρραγή την ταξική του ενότητα απέναντι στον κόσμο της εργασίας, άσχετα αν ιδεολογικοπολιτικά εμφανίζεται σήμερα τη διττή εικόνα του "φιλοΝΑΤΟικού κοσμοπολιτισμού" από τη μία και του "πατριωτικού αντιδυτικισμού" από την άλλη.

Ηδική μας πρόταση, λοιπόν, για το Μέτωπο πρέπει να προσβλέπει πρώτ' απ' όλα στην ενότητα της εργατικής τάξης. Μιας τάξης που είναι πλέον - και στην Ελλάδα - πολύγλωσση, πολύχρωμη και πολυπολιτισμική και μάλιστα τούτα τα χαρακτηριστικά τα φέρουν τα πιο προλεταριακά της στοιχεία, ανοίγοντας νέα πεδία ταξικής και διεθνιστικής αλληλεγγύης. Στην ενότητα επίσης με τους άνεργους και ημιαπασχολούμενους, τους διανοητικά εργαζόμενους, τους μικροϊδιοκτήτες της πόλης και της υπαίθρου, τους νέους και τους απόμαχους της δουλιάς θα πρέπει ν' αναζητήσουμε το αντίπαλο δέος που όχι μόνο θα αντισταθεί στις συνέπειες των νεοφιλελεύθερων πολιτικών αλλά θα βρεθεί σε ρήξη με το ίδιο το σύστημα που τις εκπονεί, αμφισβητώντας τελικά την ίδια την αστική ηγεμονία, συγκροτώντας ένα πλατύ Μέτωπο με πρόσημο αντικαπιταλιστικό άρα με προοπτική σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και ότι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο εξουσίας.

Σήμερα, βέβαια, με το δεδομένο συσχετισμό δυνάμεων και την ένταση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, το Μέτωπο θα πρέπει να συσσωρεύσει δυνάμεις αντίστασης που σε πρώτη φάση θα συγκροτήσουν μια ριζική, μαχητική αντιπολίτευση που θα πετυχαίνει μικρές και μεγάλες νίκες, θα αναχαιτίζει τα επερχόμενα κύματα του εκσυγχρονισμού, δίνοντας αυτοπεποίθηση στις λαϊκές δυνάμεις που αναζητούν ένα σταθερό αποκούμπι, καθώς βλέπουν πολλούς επίδοξους μνηστήρες της σημερινής εξουσίας αλλά λίγους διαθέσιμους να αντιπολιτευτούν με συνέπεια.

Η λαϊκή αντιπολίτευση είναι η απαίτηση των καιρών και συνάμα ένα άλλο κύριο χαρακτηριστικό του Μετώπου. Αυτό δε σημαίνει ότι συγκροτούμε ένα κίνημα διαμαρτυρίας χωρίς προοπτικές, άσχετα αν στο Μέτωπο θα μπορεί να εκφραστεί κατά τον καλύτερο τρόπο και η διαμαρτυρία. Αλλωστε από το μέγεθος των κοινωνικών δυνάμεων που αναζητούν πολιτική εκπροσώπηση δεν μπορεί παρά να τίθεται η αυτονόητη στόχευση της εξουσίας η οποία όμως δεν υπηρετείται σήμερα με τη συμμετοχή σε κυβερνήσεις τύπου "κεντροαριστεράς" ούτε μεσοπρόθεσμα με μία εκδοχή "καλού ΠΑΣΟΚ" και συνάθροισης "αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων" που ξαφνικά θα βρεθούν στην εξουσία.

Και εδώ βρίσκεται η λυδία λίθος μιας λογικής που αντιλαμβάνεται τη λαϊκή εξουσία σαν αποτέλεσμα μακράς συμπόρευσης και ένα πλειοψηφικό μπλοκ, κοινωνικό και πολιτικό, και μέσα από διεργασίες που θα εμπεριέχουν, από τη φάση της αντιπολίτευσης ακόμα, στοιχεία ενός μοντέλου ανταγωνιστικού στο καπιταλιστικό σύστημα. Οι δυνατότητες αυτής της μεγάλης αντικαπιταλιστικής συμμαχίας: να ανατρέπει επιλογές, να αλλάζει συσχετισμούς, να προωθεί δόκιμες αλλαγές, να ουσιαστικοποιεί τη λειτουργία θεσμών, να δημιουργεί νέους στη βάση μίας αυτοδιαχειριστικής αντίληψης των κοινωνικοποιημένων μέσων παραγωγής, να αποδυναμώνει με σύνθετες παρεμβάσεις τα στηρίγματα των διευθυντικών τάξεων, αλλά και να πραγματοποιεί επαναστατικά άλματα - όταν η ιστορική συγκυρία το επιτάσσει - είναι, ταυτόχρονα, και ορισμένες προϋποθέσεις για να παραμείνει συνδεμένη η πορεία του Μετώπου με το ζήτημα της εξουσίας και του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

Η επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος συνδέεται άμεσα με το επίπεδο συντονισμού των αγώνων σε διεθνές επίπεδο. Η αξιοποίηση κάθε νέου πεδίου ταξικών και ανεξαρτησιακών αγώνων, όπου γης, με την ανάδειξη ενός νέου διεθνισμού θα προσδώσει στην αντιιμπεριαλιστική διάσταση του Μετώπου την πλατύτερη δυνατή βάση συσπείρωσης και θα εμπλουτίσει το περιεχόμενο του με νέα ποιοτικά στοιχεία.

Τέλος σε ένα τέτοιο Μέτωπο επιβάλλεται ν' αναζητήσουν πεδίο συνύπαρξης και οι δυνάμεις της Αριστεράς διατηρώντας η καθεμία την οργανωτική της αυτοτέλεια και τις ιδεολογικές της ιδιαιτερότητες για την προοπτική του σοσιαλισμού σε μία συζήτηση που έτσι κι αλλιώς παραμένει ανοιχτή.

Από ένα τέτοιο προσκλητήριο κανένας δεν μπορεί εκ προοιμίου να αποκλείσει κανέναν. Καθώς όμως η συζήτηση δε διεξάγεται από μηδενική βάση και ήδη έχουν εκφραστεί απόψεις και πρακτικές θα πρέπει όσοι ενδιαφέρονται πραγματικά για μία ενωτική προοπτική να παράσχουν έμπρακτα δείγματα μίας πολιτικής - που ενδεχομένως να απαιτεί εκτός από συγκλίσεις τομές και ρήξεις - τόσο στο μαζικό κίνημα όσο και σε πολιτικό επίπεδο - που θα βρίσκεται σε συνάφεια με τους όρους εκείνους και τις προϋποθέσεις που θα εξασφαλίσουν την αξιοπιστία και τη μακροβιότητα ενός Μετώπου Κοινωνικών και Πολιτικών Δυνάμεων, Αντικαπιταλιστικού, Αντιιμπεριαλιστικού, και Αντινεοφιλελεύθερου, με πρωτοπόρα δύναμη, μία Αριστερά ανεξάρτητη και ριζοσπαστική.

Το ΚΚΕ θέτει στο επίκεντρο της συζήτησης για το 16ο Συνέδριο του τα ζητήματα των συμμαχιών και του Μετώπου. Είναι φανερό ότι το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί για την ευόδωση αυτού του στόχου είναι μεγάλο. Οι αποφάσεις, οι επεξεργασίες και οι γενναίες πρωτοβουλίες που απαιτούνται για την εφαρμογή τους ελπίζουμε ότι θα ανταποκριθούν στις προσδοκίες όλων όσων πιστεύουν ότι το Μέτωπο μπορεί να αποτελέσει τον καταλύτη των εξελίξεων. Μ' αυτή την έννοια οι ειλικρινείς ευχές μας για ένα επιτυχημένο Συνέδριο του ΚΚΕ, μόνο τυπικό χαρακτήρα δεν έχουν.


Του
Χρήστου ΜΑΡΓΑΝΕΛΛΗ
Ο Χρήστος Μαργανέλλης είναι μέλος της Γραμματείας της Κομμουνιστικής Ανανέωσης



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ