Το κείμενο καλεί «στη διαμόρφωση ενός ισχυρού μετώπου υπεράσπισης της κοινωνίας και της δημοκρατίας» το οποίο, μεταξύ άλλων επίσης, θα εργαστεί «για μία κοινωνική και δημοκρατική Ευρώπη», η οποία θα δίνει «νέο περιεχόμενο στην παγκοσμιοποίηση».
Η κεντρική ιδέα του κειμένου εμπεριέχει την ανάγκη «επιστροφής στις αφετηρίες», μιας «αναπαλαίωσης» των σημερινών συντεταγμένων της πολιτικής και της κοινωνίας, στην αναζήτηση μιας ιδανικής επανεκκίνησης τόσο της μεταπολίτευσης, όσο και της Ενωμένης Ευρώπης. Εξορκισμός, δηλαδή, της καπιταλιστικής κρίσης μέσα από τη φυγή προς ένα «ουτοπικό» (καθότι α-πολιτικό και αν-ιστορικό) χτες.
Για τους συντάκτες του κειμένου η κρίση έχει επιφέρει ποιοτικές διαφορές σε σχέση με τη μεταπολίτευση «και το πνεύμα δημοκρατίας που έφερε στον τόπο». Δεν φαίνεται να τους απασχολεί το γεγονός ότι βασικές έννοιες, επιλογές και τάσεις που χαρακτηρίζουν τις σημερινές πολιτικές, έχουν βαθιές ρίζες στο μεταπολιτευτικό παρελθόν, αλλά και σε όλη τη «φιλοευρωπαϊκή» επιχειρηματολογία. Εννοιες όπως «ανταγωνιστικότητα», «επιχειρηματικότητα», «εξορθολογισμός», «εκσυγχρονισμός» κυριάρχησαν σε όλη τη μεταπολίτευση, ειδικά στις πλέον «μεταρρυθμιστικές» περιόδους του μεταπολιτευτικού χρόνου (περίοδος Σημίτη). Οι έννοιες αυτές αποτελούσαν επίσης τη θεωρητική πεμπτουσία των συνθηκών που - από το Μάαστριχτ ως την Μπολόνια - ενέπλεξαν τη χώρα μας στο σημερινό αδιέξοδο.
Οι πολιτικές τού σήμερα δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τις προγενέστερες της μεταπολίτευσης: Ο «εξευρωπαϊσμός» ως αίτημα, εμπεριείχε -στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας»- και τον παραγκωνισμό των κοινωνικών τάξεων και ομάδων που έχουν την εργασία ως μοναδικό τρόπο βιοπορισμού.
Στη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας η ελληνική αστική τάξη επωφελήθηκε από την κρίση του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας και έξω από αυτή και μπόρεσε να ελέγξει σε μεγάλο βαθμό την αντι-δικτατορική διάθεση και τους δημοκρατικούς αγώνες του ελληνικού λαού. Μπόρεσε έτσι να διαμορφώσει το νέο πολιτικό σκηνικό της μεταδικτατορικής Ελλάδας: Ευρωπαϊκός προσανατολισμός στη βάση των παλαιότερων σχεδίων. Η αστική τάξη δημιούργησε την ψευδαίσθηση μιας «ριζοσπαστικής ρήξης» με το ίδιο της το παρελθόν και προώθησε ένα ριζοσπαστισμό «αλλαγής», που μορφοποίησε το πολιτικό σκηνικό της μεταπολίτευσης.
Ο πολιτικός και κοινωνικός ριζοσπαστισμός της μεταπολίτευσης πήγασε -για παράδοξο της ιστορίας πρόκειται- από το συντηρητισμό του: Τα γεγονότα, οι μέθοδοι, οι τακτικές που υιοθέτησε στη «ιστορική» του κοιτίδα -τον «αντιδικτατορικό αγώνα»- καθόρισαν τα χαρακτηριστικά του τελευταίου, την αστική αντίληψη για την «αποκατάσταση της δημοκρατίας».
Στρέφοντας την πλάτη στους μαζικούς αγώνες, στρέφοντας την πλάτη στην εργατική τάξη και στα ευρύτατα στρώματα των εργαζομένων στη χώρα μας, οι «ριζοσπάστες αστοί» διαχειρίστηκαν την αντιδικτατορική αντίσταση με πολιτικά σημαίνοντα τρόπο. Επέλεξαν την «επικοινωνιακή» μέθοδο των ατομικών δράσεων και των βομβιστικών ενεργειών. Τις μικρές συνωμοτικές οργανώσεις που αντί να στραφούν στην οργάνωση των λαϊκών μαζών, ανέλαβαν αυτόβουλα να «τις εκφράσουν» έμμεσα με το θόρυβο που προκαλούσαν οι εκρήξεις «αυτοσχέδιων μηχανισμών». Το σπουδαίο βρίσκεται στο ποιος άκουγε αυτόν το θόρυβο των εκρήξεων: Ο διακηρυγμένος στόχος αυτής της πρακτικής ήταν «να τραβήξουν την προσοχή» της ευρωπαϊκής κυρίως «δημοκρατικής κοινής γνώμης» και να προκαλέσουν την παρέμβαση ευρωπαϊκών δυνάμεων και κυβερνήσεων στο ελληνικό πολιτικό στερέωμα.
Ο αστικός αυτός «ριζοσπαστισμός» εμπεριείχε την ευρωπαϊκή προοπτική, εμπεριείχε επίσης τον πατροπαράδοτο τρόμο της αστικής τάξης για το μαζικό, λαϊκό κοινωνικό κίνημα και την απέχθεια για την εργατική τάξη. Ηταν αστικός, και την εγκατάσταση ενός ισχυρού αστικού καθεστώτος επιθυμούσε.
Στην πορεία η μεταπολίτευση δεν άλλαξε καμία από τις κοινωνικές σταθερές της αστικής πολιτικής. Ο αντεργατικός τόνος κυριάρχησε σταθερά στις πολιτικές της, όπως και η ποικιλόμορφη μεταφορά πόρων από το χώρο της «εξαρτημένης εργασίας» στον αντίστοιχο των μονοπωλιακών επιχειρήσεων και των κερδών τους. Η «δημοκρατική» μεταπολίτευση πάντοτε είχε πλήρη επίγνωση της ανομολόγητης αντι-λαϊκής πολιτικής της και γι' αυτό προίκισε το κράτος με τους πλέον εντυπωσιακούς μηχανισμούς καταστολής που είχε ποτέ γνωρίσει αυτή η χώρα.
Τα φαινόμενα που αντιμετωπίζουμε, οι πολιτικές που ασκούνται, δεν διαφέρουν ποιοτικά από εκείνες που εφαρμόστηκαν ακόμα και στις πιο «φιλολαϊκές στιγμές» της μεταπολίτευσης. Είναι οι ίδιες. Απλούστατα η καπιταλιστική κρίση και η ένταση των ενδο-καπιταλιστικών ανταγωνισμών, επιτάγχυναν τους ρυθμούς εφαρμογής αυτών των σταθερών επιδιώξεων και σχεδίων.
Η κρίση δεν είναι κρίση «αξιών», όπως και δεν είναι κρίση επιμέρους μηχανισμών του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν αντιμετωπίζεται με «ρυθμίσεις», ούτε με «εξαγνισμούς». Δεν μπορεί να επιτευχθεί «αναδιανομή του εισοδήματος» μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο. Η επαπειλούμενη «πτώχευση της χώρας» απλά αποκρύπτει την πτώχευση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων μέσα από την αδυσώπητη λεηλασία του μόχθου τους και των όσων απέκτησαν από αυτόν. Η ύφεση της «εθνικής οικονομίας» αφορά βασικά τη δραματική συρρίκνωση των «αμοιβών της εξαρτημένης εργασίας» τόσο σε απόλυτους αριθμούς, όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Οι κοινωνικές τάξεις, θυμίζουμε, είναι ιδιαίτερα δημιουργικές και -με τον τρόπο τους «φιλελεύθερες»- την περίοδο της κοινωνικής και πολιτικής τους ανόδου, τότε που χρειάζονται ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες για να διασφαλίσουν την εξουσία τους. Αντίθετα, είναι ιδιαίτερα καταστροφικές και ανελεύθερες στην περίοδο της πτώσης τους, τότε που ο τρόπος παραγωγής πάνω στον οποίο στηρίζονται, ο καπιταλισμός σήμερα, βυθίζεται σε διαδοχικές κρίσεις, από τις οποίες προσπαθεί να συνέλθει μεταφέροντας το βάρος των αδιεξόδων του στα εργατικά, τα λαϊκά στρώματα. Για να το πετύχει αυτό, η αστική τάξη, προσφεύγει στον καταναγκασμό, στην καταπίεση, ξεχνώντας όλες τις ωραίες λέξεις πάνω στις οποίες σε παλαιότερους καιρούς θεμελίωσε την εξουσία της.
Σήμερα η προάσπιση της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των ανθρώπων, η ισότητα, η δικαιοσύνη και η αλληλεγγύη, δεν μπορεί παρά να είναι υπόθεση της εργατικής τάξης και των εργαζομένων.
Οι διανοούμενοι, όσοι από αυτούς αντιλαμβάνονται τα προσερχόμενα και τους κινδύνους των καιρών, οφείλουν να σταθούν στο πλευρό της εργατικής τάξης, να συμπορευθούν μαζί της στους πολιτικούς και κοινωνικούς της αγώνες. Είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα προασπίσουν την παράδοση του ανθρωπισμού, της οποίας θεματοφύλακες θέλουν να είναι.