ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 5 Ιούλη 2012
Σελ. /28
Ψαρεύοντας, μάλλον θεατές... !

Και αυτήν την καλοκαιρινή βδομάδα του Ιούλη, η πιο ενδιαφέρουσα ταινία που προσφέρουν οι αίθουσες τυγχάνει να είναι επανέκδοση. Πρόκειται για την ψηφιακά 4Κ αποκαταστημένη ταινία - σταθμό του Μάρτιν Σκορτσέζε «Ο ΤΑΞΙΤΖΗΣ» από το τόσο μακρινό 1976. Οι υπόλοιπες, μετριότητες η μία πίσω απ' την άλλη... Πάντως, όσοι δε λένε να ικανοποιηθούν από τη γενική προσφορά - και έως ότου στηθούν παντού, κινηματογραφικές λέσχες που θα ξαναζωντανέψουν την έννοια του καλού κινηματογράφου και τη σημασία του σαν κοινωνικό καλλιτεχνικό έργο και όχι φτηνό ή ακριβό οπτικοακουστικό εμπόρευμα και καταναλωτικό υποπροϊόν - καλά θα κάνουν να φροντίσουν να οργανώσουν τη δική τους «ταινιοθήκη». Αν φροντίσουν, να είναι σίγουροι ότι θα βρουν τις ταινίες που ζητούν για να τις απολαύσουν στην απόλυτη ησυχία του θερινού μεταμεσονύκτιου... Αν γίνεται να «απολαύσει» κανείς προβολή σπίτι του! Φυσικά και πάλι αν φροντίσει γι' αυτό... Εχοντας ικανοποιήσει πείνα, δίψα και φυσικές ανάγκες, έχοντας κλείσει κινητά και χαμηλώσει σταθερά, έχοντας κοιμίσει παιδιά και έχοντας αποφασίσει ότι το επόμενο δίωρο δε θα σηκωθεί από τη θέση του, οργανώνει κανείς τις προϋποθέσεις και τις προοπτικές για να αφεθεί να ταξιδέψει με την ταινία και να βυθιστεί στη μαγεία της... Κι ας ενίστανται κάποιοι για τη μαγεία της μικρής οθόνης... Εμείς σας προτείνουμε κάποιους καλοκαιρινούς τίτλους που παρουσιάζουν ενδιαφέρον, εσείς φροντίστε να τους βρείτε στο βιντεάδικο της γειτονιάς σας ή όπου αλλού...

«ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ» (1976), του Σίντνεϊ Λιούμετ με την Φέι Ντάναγουέι, τον Γουίλιαμ Χόλντεν, τον Πίτερ Φιντς και τον Ρόμπερτ Ντιβάλ (τίτλος πρωτότυπου «NETWORK» σκην. SidneyLumet).

«Ο ΚΗΠΟΣ ΤΩΝ ΦΙΝΤΖΙ - ΚΟΝΤΙΝΙ» (1970) του Βιτόριο Ντε Σίκα με την Ντομινίκ Σαντά, τον Φάμπιο Τέστι, τον Λίνο Καπολίκιο και τον Χέλμουτ Μπέργκερ (τίτλος πρωτ. «IL GIARDINO DEI FINZI - CONTINI» σκην. Vittorio De Sica).

«ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ ΤΗΣ ΜΑΛΤΑΣ» (1941) του Τζον Χιούστον με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, την Μέρι Αστορ και τον Πέτερ Λορ (τίτλος πρωτ. «THEMALTESEFALCON» σκην. JohnHuston).

«ΜΑΡΝI» (1964) του Αλφρεντ Χίτσκοκ με τον Σον Κόνερι, την Τίπι Χέντρεν (τίτλος πρωτ. «MARNIE» σκην. AlfredHitchcock).

Από σήμερα προβάλλεται επίσης το φιλμ «ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ». Αυτός είναι ο ελληνικός τίτλος της παρθενικής ταινίας μεγάλου μήκους των αδελφών Νταβίντ και Στεφάν Φενκινός που βασίστηκε στο best seller μυθιστόρημα , το όγδοο, του ιδίου του Νταβίντ Φενκινός. Μια ανάλαφρη γαλλική ρομαντική κομεντί για την ιστορία μιας νέας γυναίκας που μένει ξαφνικά χήρα και βλέπει τον κόσμο της να καταρρέει. Το ίδιο ξαφνικά, μετά από μακρόχρονη νάρκωση των συναισθημάτων της, φιλά έναν συνάδελφό της, έναν απίθανο τύπο και έτσι αρχίζει να εξελίσσεται ένα ειδύλλιο ανάμεσα σε κλισέ και μεταφορές, που περιστρέφεται γύρω από τον άξονα «το ρολόι του σώματος δεν λειτουργεί ορθολογικά». Η ερωτική ιστορία της ταινίας, παραγωγής 2011, ξετυλίγεται στα πλαίσια μιας κωμωδίας που ξεκινά εντελώς απροσδόκητα και συνεχίζεται με πολλές εκπλήξεις, εύθραυστες ισορροπίες και αφήγηση χωρίς ιδιαίτερη χάρη. Οσο για τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα της γυναίκας παιδιού που κινείται με όρους ευτυχίας της αφέλειας - ρόλο που υποδύεται η Οντρέ Τοτού - έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά της Αμελί Πουλέν...

Ενώ, από σήμερα αρχίζει και η προβολή της τρισδιάστατης οικογενειακής κωμωδίας κινουμένων σχεδίων «Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΠΑΓΕΤΩΝΩΝ 4». Σε σκηνοθεσία των Στιβ Μαρτίνο και Μάικ Θερμάγιερ, η αμερικάνικη αυτή παραγωγή του 2012, προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ


ΜΑΡΤΙΝ ΣΚΟΡΤΣΕΖΕ
Ο ταξιτζής

Ο Μάρτιν Σκορτσέζε ανήκει στη φουρνιά των Αμερικανών σκηνοθετών του '70 που σπούδασαν κινηματογράφο, ιστορία, θεωρία, αισθητική και παραγωγή σε ακαδημαϊκά, πανεπιστημιακά προγράμματα και που υιοθέτησαν επιρροές από το γαλλικό Νέο Κύμα. Ο Σκορτσέζε, ωστόσο, με προγενέστερη ταινία την «ΚΑΚΟΦΗΜΟΙ ΔΡΟΜΟΙ», ο σεναριογράφος Πολ Σράντερ και ο κύριος ηθοποιός Ρόμπερτ Ντε Νίρο, την εποχή του «Ο ΤΑΞΙΤΖΗΣ», δεν έμοιαζαν με ομάδα υποσχόμενη εμπορική επιτυχία. Εξάλλου, οι ισχυρές δόσεις βίας και ύβρεων όπως και η απουσία ηχηρών πρωταγωνιστικών σταρ, προδιέγραφε αυτόματα λελογισμένη πορεία σε σχετικά περιορισμένο ακροατήριο. Για τους παραπάνω λόγους, προκάλεσε έκπληξη η εισπρακτική επιτυχία της ταινίας που έφθασε στη δωδέκατη θέση στη λίστα του box office. «Ο ΤΑΞΙΤΖΗΣ» ανήκει στις ταινίες του «δεξιού κύκλου», σε αντιδιαστολή με σύγχρονές της, του «αριστερού» οι οποίες επιδίωκαν και καλλιεργούσαν την ανάπτυξη ενός «ειρωνικού» ακροατηρίου, μέσω - μορφικών/δομικών κατά βάση - «διορθωτικών κινήσεων», οι οποίες, όχι μόνο συνιστούσαν μέρος της εμπορικής τους στρατηγικής, αλλά και το «κλειδί» της νομιμότητας και γνησιότητάς τους.

Αντίθετα, ο «δεξιός κύκλος» απευθύνεται σε αυτό που ονομάζουμε πλατύ κοινό, στο κοινό που είθισται να αντιμετωπίζει τις «διορθώσεις» με τον όρο «κουλτουριάρικο» - από τους πιο καταδικαστικούς επιθετικούς προσδιορισμούς στη συγκεκριμένη συγκυρία. Ως εκ τούτου, οι «δεξιές» ταινίες, σε γενικές γραμμές, παρουσιάζουν περιορισμένες τάσεις στα ενέσιμα νατουραλιστικά στοιχεία σε παραδοσιακές ιστορίες, αστυνομικές ή ιστορίες εκδίκησης. Σε επίπεδο μορφής και φόρμας οι ταινίες αυτές αποφεύγουν, σχεδόν ολοκληρωτικά, τις επινοήσεις του γαλλικού Νέου Κύματος και προτιμούν να βελτιώνουν και να αναπτύσσουν τις συμβάσεις του κλασικού Χόλιγουντ. Οπως έκανε ο «ΠΟΛΙΤΗΣ ΚΕΪΝ», έτσι και «Ο ΤΑΞΙΤΖΗΣ» του Σκορτσέζε οριοθέτησε τις προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει στα χολιγουντιανά υποδείγματα τόσο στο πεδίο της φόρμας όσο και της θεματικής. Οπως ο «ΠΟΛΙΤΗΣ ΚΕΪΝ» επίσης, διατήρησε την προσβασιμότητα της ταινίας και περιέκλεισε τις όποιες αναθεωρήσεις της, στα πλαίσια ενός δημοφιλούς κινηματογραφικού είδους και ενός αποδεκτού κινηματογραφικού στιλ. Ετσι, η ταινία επιφανειακά μοιάζει να «χωρά» άνετα, στον όρο «γουέστερν του δρόμου».

Στο «Ο ΤΑΞΙΤΖΗΣ», οι δανεισμοί από το γαλλικό Νέο Κύμα, δεν έγιναν ποτέ απλά διακοσμητικοί ή εντελώς αυθαίρετοι από τις απαιτήσεις της αφήγησης. Ο Σκορτσέζε μετατρέπει τα «ξένα» στιλιστικά στοιχεία σε, λειτουργικά αφηγηματικά τέτοια και ενσωματώνει τις «ρήξεις» στην αφήγηση, έτσι αυτές γίνονται «αόρατες». Δηλαδή, μετατρέποντας σε λειτουργικές, τις στιλιστικές του επιλογές, ο Σκορτσέζε μπορεί να συνεχίσει να κινείται σε ένα πλατύ κοινό που, όμως, όλα αυτά δεν τα αντιλαμβάνεται σαν επί τούτου «κουλτουριάρικα», δεδομένου ότι τα αφηγηματικά κίνητρα έχουν όντως μετατρέψει τις στιλιστικές αυτές στρατηγικές, σε αόρατες. Με άλλα λόγια, «Ο ΤΑΞΙΤΖΗΣ» συμμορφώθηκε προς τη θεμελιώδη υπόθεση εργασίας του αμερικανικού σινεμά που ισχυρίζεται ότι το στιλ πρέπει να υπηρετεί την αφήγηση. Η ταινία, επίσης, αυτοδιαφημίστηκε σαφέστατα ως ένα νέο κινηματογραφικό είδος. Ετσι η ταινία, έχοντας αποφύγει να «τρομοκρατήσει» τις πλατιές μάζες, μπορούσε ακολούθως να επιτεθεί στον αειθαλή για το αμερικάνικο κοινό μύθο που άπτεται της πεποίθησης ότι το στιλ γουέστερν, οι ατομικές λύσεις σε σύγχρονα, σύνθετα προβλήματα μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζεται...

Η βασική ιστορία στο «Ο ΤΑΞΙΤΖΗΣ» ακολουθεί την πεποίθηση στη συνταγή του κλασικού γουέστερν: ένα άτομο που παρά τη θέλησή του βρίσκεται αντιμέτωπο με το κακό, ενεργεί μόνο του, για να απαλλάξει την κοινωνία από τους κακούς! Η ιστορία στην ταινία θέλει τον ήρωα με παρελθόν τυπικό, για κάποιον που στοχεύει και πατά την σκανδάλη... Ο ήρωας μυστηριώδης, με υπαινικτικά στοιχεία βίας και οικειότητα με τα όπλα. Ο Τράβις Μπικλ υπήρξε πεζοναύτης, το σενάριο τον θέλει να έχει υπηρετήσει στο Βιετνάμ. Οπως όλοι οι εκτός νόμου ήρωες, έτσι και ο Τράβις αναγνωρίζει πάραυτα τα προβλήματα στον καινούργιο του χώρο αλλά παραμένει - σαν τον κοινότυπο ήρωα των γουέστερν - απρόθυμος να εμπλακεί. Στη διάρκεια μιας κούρσας που διασχίζει τη Νέα Υόρκη, ο Τράβις περιγράφει με voice - over αυτά που είδε, αυτά που «εκσυγχρονίζουν» το απόθεμα των στοιχείων του γουέστερν και αναρωτιέται «Τι είδους πόλη είναι αυτή;» Και σύμφωνα με το μοντέλο της δεξιάς «διόρθωσης» η δράση για την κάθαρση μπορεί έρθει μόνο από τον ατομικό ήρωα. Ο Τράβις εφοδιάζεται με όπλα από την μαύρη αγορά και αρχίζει να ασκείται κοιτάζοντας το είδωλό του στον καθρέφτη... Ακόμα και η προσπάθειά του να συνδεθεί με μια γυναίκα καταρρέει στα πλαίσια ενός πρότυπου για το «ασυμβίβαστο».

Ο Σκορτσέζε δομεί την ταινία στη βάση επιδέξιων αντιπαραθέσεων που όμως ενθαρρύνουν το κοινό να δει τον μοναχικό Τράβις σαν τον μοναδικό τίμιο και αυθεντικό χαρακτήρα, που ο ηρωισμός του, προέκυψε κατά τύχη... Αυτός ο εμφανέστατα ρηχός και αντιεπιστημονικός λαϊκισμός από πλευράς σεναρίου, προτρέπει το πλατύ κοινό - ειδικά το σημερινό - να δει τον Τράβις σαν την πραγματική ηθική δύναμη της ταινίας. Βέβαια, σαν αντιστάθμισμα υπάρχει πληθώρα υπαινιγμών για την αστάθεια του Τράβις, υπαινιγμοί που αποδίδονται με μορφικές ρήξης στο αόρατο στιλ, με υποκειμενικά πλάνα με στροβιλιζόμενες σκηνές δρόμου και βαθιά χρώματα που συνοδεύονται από μουσική που προκαλεί αναστάτωση και σε στιγμές φθάνει σε σημείο ελαφράς ταχυκαρδίας...

Οι διφορούμενες «διορθώσεις» της ταινίας μπορούν να οδηγήσουν και σε διφορούμενες αναγνώσεις. «Ο ΤΑΞΙΤΖΗΣ» αντιπροσωπεύοντας τη μοντέρνα εκδοχή του πιο θεμελιώδους μύθου της αμερικάνικης κουλτούρας αυτού που ο Richard Slotkin περιγράφει σαν το μύθο της αναγέννησης μέσα από τη βία, απορρίπτει το μύθο σαν αδύνατον να εφαρμοστεί στις σύγχρονες κοινωνίες και τα σύνθετα προβλήματα που τις μαστίζουν. Γιατί ο μύθος αυτός, ο πρώτος συνεπής στην Αμερική και για αμερικανικά ακροατήρια πηγάζει μέσα από ιστορίες που κάποτε λειτουργούσαν σαν έκκληση στους πιονιέρους του Νέου Κόσμου και τις αμφίθυμες ευθύνες τους, ιδιαίτερα στη σκοτεινή πλευρά των πουριτανών. Που αντιλαμβάνονταν τη Γη της Επαγγελίας σαν πλουσιοπάροχο κήπο αλλά ταυτόχρονα και σαν τρομαχτική, εχθρική αγριότητα. «Ο ΤΑΞΙΤΖΗΣ» κατά κάποιον τρόπο λειτουργεί αλληγορικά και ως προς τα αμερικανικά βιώματα στο Βιετνάμ, ενώ δυστυχώς εξισώνει την παρόρμηση με την επαγρύπνηση...

Παίζουν: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Τζούντι Φόστερ, Σίμπιλ Σέπερντ, Χάρβει Καϊτέλ, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (1976).


ΛΑΣΕ ΧΑΛΣΤΡΕΜ
Ψαρεύοντας σολομούς στην Υεμένη

Με λειτουργία δίχως αξιώσεων, απλοϊκής και προβλέψιμης ψυχαγωγίας η τελευταία ταινία του Λάσε Χάλστρεμ, που αρχίζει υποσχόμενη μέσα από τους ελαφρούς κωμικούς της τόνους και το κάποιο «τσίμπημα» πολιτικής σάτιρας ...για να καταλήξει χαμένη στο συναισθηματισμό! Ανόητη ιστορία που προσβλέπει στο να καταστήσει το θεατή συμμέτοχο σε ένα βλακώδες περιβαλλοντικό πρότζεκτ, που ξεκινά από έναν επιχειρηματία με πολλά λεφτά, αλλά ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα. Προϊόν ό,τι πρέπει για την αμερικανική αγορά, που ως γνωστόν λατρεύει τις ταινίες που μυθοποιούν την καθημερινότητα, από το γκολφ ως την αγοραπωλησία μετοχών. Η τάση αυτή διαμορφώνει κινηματογραφικά προϊόντα επιτηδευμένα και εκνευριστικά μπανάλ - εκτός απειροελάχιστων εξαιρέσεων. Η προσπάθεια του Χάλστρεμ και της ταινίας του να αναγάγει το ψάρεμα σολομού σε υψηλή φιλοσοφία δεν κατατάσσει σίγουρα το φιλμ στις προαναφερθείσες εξαιρέσεις!

Γεγονός αναμφισβήτητο: Ο Χάλστρεμ κατέχει την τέχνη του «feel good», κάνοντας το πλατύ κοινό να νιώθει καλά. Το αποδεικνύει και σε αυτήν, την πρώτη του προσπάθεια επανάκαμψης, μετά την αποτυχία της προγενέστερης ταινίας του «ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ ΤΖΟΝ». Στο «ΨΑΡΕΥΟΝΤΑΣ ΣΟΛΟΜΟΥΣ ΣΤΗΝ ΥΕΜΕΝΗ» σερβίρει μια πατενταρισμένη ερωτική, κατά βάση, ιστορία - με φόντο μια πολιτική σάτιρα. Μια «α λα Χάλστρεμ» εκδοχή, που μετά από δεκαετίες αρχίζει πια να γίνεται κουραστική. Η ιστορία διαθέτει αρκετές δόσεις «feel good». Και είναι εκείνα ακριβώς τα κομμάτια που συνιστούν τα λειτουργικά μέρη της ταινίας, η οποία στο πρώτο της μισό κυλά σαν γάργαρο νερό με ύψη και εκρήξεις που προϊδεάζουν για μια διασκεδαστική ιστορία που αναλαμβάνουν να απογειώσουν ηθοποιοί που φαίνεται ότι «την βρίσκουν». Μετά σαν να πέφτει πάνω της ένα τεράστιο βαρίδι που την καθηλώνει. Γιατί αρχή του τέλους είναι να ερωτοτροπείς δημόσια ψαρεύοντας θεατές...


Η ίντριγκα της ιστορίας πηγάζει από την πολιτική σάτιρα, που κι αυτή με την σειρά της δεν έχει άλλη χρήση από μπαχαρικού. Στην εισαγωγή η αγγλική κυβέρνηση ψαρεύει απελπισμένα οποιαδήποτε θετική αρθρογραφία θα μπορούσε να ενδυναμώσει τους δεσμούς της χώρας με το μουσουλμανικό κόσμο σαν αντίβαρο στην ωμή βία των μίντια. Συναντάμε τον στεγνό Βρετανό ιχθυολόγο Αλφρεντ Τζόουνς - τον ερμηνεύει υποδειγματικά ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ - ο οποίος για πολιτικούς λόγους υποχρεώνεται σε ατέλειωτους υπολογισμούς σχετικά με τη δημιουργία ενός ποταμού στα υψίπεδα της Υεμένης. Ο πελάτης που παραγγέλλει, ένας πολυεκατομμυριούχος σεΐχης που λατρεύει το ψάρεμα - συγκρίνει την αλιεία με την πίστη σε ανώτερες δυνάμεις - είναι έτοιμος να πληρώσει τρελά ποσά για ένα ποτάμι στη μέση της ερήμου με ζωντανούς σκοτσέζικους σολομούς, τους οποίους θα εισάγει με τη βοήθεια πρώην αποικιοκρατών. Βέβαια πρόκειται και για περιβαλλοντικό και ποτιστικό πρότζεκτ. Τον επιστήμονα Τζόουνς θα συνδράμουν στο πρότζεκτ η νεαρή Χάριετ (Εμιλι Μπλαντ), εκπρόσωπος του σεΐχη στη Βρετανία και η κυνική Πατρίσια Μάξγουελ (Κριστίν Σκοτ Τόμας) το δεξί χέρι του πρωθυπουργού και υπεύθυνη Τύπου. Μπροστά σε τέτοιους ηθοποιούς αναδιπλώνεται κανείς και αναμένει εκείνο το συναρπαστικό που πρόκειται να συμβεί... Αλλά δε συμβαίνει απολύτως τίποτα πέραν των συνηθισμένων. Δυο άνθρωποι, συνεργάτες παρά τη θέλησή τους, στην αρχή έρχονται όλο και πιο κοντά εκθέτοντας τις κατεστραμμένες τους σχέσεις που αναλαμβάνουν να στήσουν το γεγονός: Πλατειάζει, ξεδιπλώνεται και καταλήγει επίπεδο, ενώ η ταινία στραγγίζεται από όλη της την ενέργεια. Η ίδια ερωτική ιστορία εδώ και δεκαετίες. Το υλικό παράγει συνειρμούς για διαφορετική τύχη που θα μπορούσε να έχει, πιο ξεκάθαρη και λιγότερο «χαϊδευτική». Στο σύνολο η ταινία δε βελτιώνεται και παραμένει στον αέρα μεταξύ ενός ντεμί-ευχάριστου και ντεμί-γοητευτικού σταδίου, ίσως αυτή μόνο να ήταν η φιλοδοξία της, γιατί με το που προσπαθεί να είναι κάτι παραπάνω από τη γνωστή ερωτική ιστορία, πέφτει στο κενό.

Ο Λάσε Χάλστρεμ σε μια συνέντευξή του ανέφερε ότι ένας Αμερικανός κριτικός έγραψε για την τελευταία του ταινία ότι ο σκηνοθέτης θα μπορούσε να κάνει τέτοια φιλμ στον ύπνο του! Ο Σουηδός φυσικά αντέκρουσε τον ισχυρισμό, λέγοντας ότι ταινίες δράσης βεβαίως και μπορεί κάποιος να κάνει κοιμώμενος, επ' ουδενί όμως ένα δράμα τέτοιου είδους που «αξιώνει ένα ξύπνιο αυτί που να πιάνει τους λαρυγγώδεις τόνους...» Ανεξάρτητα από το αν είναι ξύπνιος ο Χάλστρεμ εν ώρα σκηνοθετικής εργασίας, η διαπίστωση του Αμερικανού είχε μάλλον κάποια βάση. Είναι γνωστό και ορατό τοις πάσι ότι ο Χάλστρεμ βρίσκεται σε φάση γοητευτικού αναμασήματος και όσο αυτός ο μηρυκασμός γεννά δολάρια, ο σκηνοθέτης πρέπει να συνεχίζει να προμηθεύει την αγορά... Τουλάχιστον για όσο διάστημα επιλέγει να δουλεύει στην Αμερική.

Αν είναι κάτι που ψευτοσώζει την ταινία είναι οι πρωταγωνιστές, που κατορθώνουν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον για τους κλισέ χαρακτήρες που ερμηνεύουν, κλισέ τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σαν ζευγάρι ...κάπου κάπου σε βαθμό που να ξεχνά κανείς την ανόητη ταινία που κάθεται και βλέπει.

Το χειρότερο βέβαια βγαίνει στην επιφάνεια όταν ο Χάλστρεμ και η ταινία του προσπαθούν να σκιαγραφήσουν το πορτρέτο των ανθρώπων της Ανατολής. Είναι τουλάχιστον λυπηρό και θλιβερό η εικόνα που ορθώνεται να καταφέρνει να περικλείει και το σύγχρονο στερεότυπο του Αραβα σαν τρομοκράτη ή φανατικού φονταμενταλιστή, αλλά και την παλαιότερη στερεότυπη απεικόνιση του Αραβα ως σοφού μυστικιστή από μακρινούς πολιτισμούς. Αμφότερες οι απεικονίσεις υποβιβάζουν τους άλλους σε περιθωριακά πιόνια στο μόνιμο κυνήγι των Δυτικών να βρουν τον εαυτό τους και το νόημα της ύπαρξης... Πάντα βέβαια στο επίκεντρο φιγουράρει ο Δυτικός σαν την πλέον εξελιγμένη μορφή ζωής στο σύμπαν...

Παίζουν: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Εμιλι Μπαντ, Αμρ Γουέικεντ κ.ά.

Παραγωγή: Μ. Βρετανία (2011).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ