ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012
Σελ. /24
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Επιταχύνεται η συγκέντρωση με τρεις βασικούς «παίκτες»

ΟΤΕ, Wind, Vodafone ζητούν από το κράτος νέα μέτρα που θα στηρίξουν την κερδοφορία τους

Εντείνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων
Εντείνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων στον κλάδο για το 2010 έφτανε τις 22.000, αριθμός που σύμφωνα με όλες τις μέχρι τώρα ανεπίσημες αναφορές έχει μειωθεί, τάση που θα συνεχιστεί με ακόμη μεγαλύτερους ρυθμούς το 2012. Συνολικά οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην παροχή διαδικτυακών συνδέσεων φτάνουν τις 278, στη σταθερή τηλεφωνία τις 164 και στην κινητή 9.

Αν και τα νούμερα φαίνονται μεγάλα, στην πραγματικότητα μόλις τρεις εταιρίες (ΟΤΕ, Vodafone, Wind) διαθέτουν άδεια χρήσης ραδιοφάσματος πoυ το Νοέμβρη του 2011 ανανέωσαν και επέκτειναν τις άδειές τους στις πιο «εμπορικές» συχνότητες των 900 MHz και 1800 MHzm, έναντι συνολικού τιμήματος προς το Ελληνικό Δημόσιο ύψους 380.535.000 εκατ. ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη χρονιά που πέρασε μία πλειάδα στελεχών των τριών αυτών μονοπωλιακών ομίλων με δημόσιες τοποθετήσεις τους στον Τύπο, αλλά και σε ημερίδες, εκδηλώσεις και συνέδρια επισημαίνουν ότι οι «συγχωνεύσεις» στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών θα πρέπει να αποτελούν κύρια στρατηγική της Πολιτείας, διότι, όπως λένε, η ύπαρξη μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων έχει ως αποτέλεσμα «υψηλά λειτουργικά κόστη». Προς το παρόν οι σχεδιασμοί αυτοί φαίνεται να «παγώνουν», εξαιτίας τόσο της εσωτερικής οικονομικής κατάστασης όσο και των αλληλοδιαπλεκόμενων όσο και αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Δεν είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς ποιο θα είναι το μέλλον των δεκάδων μικρών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο και ούτε κατά διάνοια δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τους «κολοσσούς» αλλά και για το σύνολο των εργατικών θέσεων και ύψους μισθοδοσίας, που κατά κύριο λόγο εννοούν τα στελέχη των τηλεπικοινωνιακών μονοπωλίων, όταν μιλούν για «υψηλά λειτουργικά κόστη». Κύριος στόχος τους είναι η αξιοποίηση της περιόδου της κρίσης - που γι' αυτούς αποτελεί «ευκαιρία» - ώστε να αποκτήσουν καλύτερες θέσεις στην αγορά για την «επόμενη μέρα», έχοντας στο μεταξύ συμπιέσει το σύνολο των εργασιακών δικαιωμάτων, απορροφήσει τους ασθενέστερους «παίκτες» και κερδίσει νέες προκλητικές διευκολύνσεις κάθε είδους από το κράτος.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία για το εννεάμηνο του 2011, για τον ΟΤΕ τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) διαμορφώθηκαν στα 1.662,8 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 4,9% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ τα καθαρά κέρδη του ομίλου έφτασαν τα 119,7 εκατ. ευρώ αυξημένα κατά 202,3% σε σχέση με το 2010. Αντίστοιχα για τη Wind τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) διαμορφώθηκαν στα 152 εκατ. ευρώ, ενώ η ελληνική θυγατρική της Vodafone ανακοίνωσε έσοδα, για το εννιάμηνο Απρίλης - Σεπτέμβρης 2011 ύψους 731 εκατ. ευρώ. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η εγχώρια τηλεπικοινωνιακή αγορά έχει ακόμη τεράστια περιθώρια ανάπτυξης, άρα και κερδών για τους μονοπωλιακούς ομίλους, αν αναλογιστεί κανείς ότι σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat το 45% των Ελλήνων μεταξύ 16 και 74 ετών δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ Ιντερνετ, ενώ το συνολικό ποσοστό διαδικτυακών συνδέσεων των ελληνικών νοικοκυριών είναι στο 50% - όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος άγγιξε τη χρονιά που πέρασε το 73%. Πάντως ένα από τα ζητήματα που απασχολούν τους αρμόδιους φορείς και τους τηλεπικοινωνιακούς ομίλους είναι η ανάπτυξη του λεγόμενου «γρήγορου internet» τόσο όσον αφορά ποιος θα χρηματοδοτήσει τα απαιτούμενα έργα υποδομής - με δεδομένο τις περικοπές στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων - αλλά και όσον αφορά το ποια τεχνική λύση τελικά θα επιλεγεί, αυτή που προκρίνει ο ΟΤΕ (δηλαδή η «Ντόιτσε Τέλεκομ») ή οι ανταγωνιστές του.

Ενα ακόμη πεδίο ανταγωνισμού, επεισόδια του οποίου θα παρακολουθήσουμε το αμέσως επόμενο διάστημα, αποτελεί και η ψηφιακή τηλεόραση, πεδίο όπου συγκρούονται τόσο οι τηλεπικοινωνιακοί όμιλοι μεταξύ τους, αλλά και όμιλοι Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, με νέες συμμαχίες και αντιπαλότητες να δημιουργούνται με ταχύτατους ρυθμούς μιας και το συγκεκριμένο προϊόν μόλις και αρχίζει να αναπτύσσεται, άρα τα περιθώρια κέρδους είναι τεράστια.

Με ...«προίκα» που πλήρωσε ο λαός

Αξίζει τέλος να αναφερθούμε και σε ένα ακόμη ζήτημα, αυτό που χρησιμοποιεί ως «βιτρίνα» τον κλάδο των τηλεπικοινωνιών - ιδιαίτερα τον τομέα της κινητής τηλεφωνίας - για να αποδείξει ότι η «απελευθέρωση» της αγοράς, η κατάργηση δηλαδή του κρατικού μονοπωλίου, οδηγεί σε βελτίωση των προϊόντων και των υπηρεσιών και στη μείωση των τιμών που απολαμβάνει ο «καταναλωτής». Η απάτη της όλης προσπάθειας έγκειται στο γεγονός ότι ως αφετηρία για τη σύγκριση των τιμών λαμβάνονται οι αρχές της δεκαετίας του '90, όταν μόλις δύο εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, με εντελώς διαφορετικές επιστημονικοτεχνικές δυνατότητες, δραστηριοποιούνταν στη χώρα μας και για λόγους «υγιούς ανταγωνισμού» είχε απαγορευτεί στον κρατικό ακόμη ΟΤΕ να εισέλθει στην αγορά, αν και διέθετε όλα τα τεχνικά εφόδια και ακόμη περισσότερα από τις δύο αυτές ιδιωτικές εταιρείες.

Ξεκινώντας λοιπόν από τις πραγματικά εξωφρενικές τιμές - όσοι θυμούνται εκείνη την περίοδο το κινητό τηλέφωνο ήταν προνόμιο λίγων - είναι απολύτως εύλογο με την πάροδο 20 σχεδόν ετών, η κοστολόγηση των σχετικών προϊόντων (κινητών τηλεφώνων και συνδέσεων) να φαίνεται μειούμενη. Ουσιαστικότερο όμως είναι το εξής ζήτημα: Μπορεί υπό το καθεστώς της «απελευθέρωσης» στις τηλεπικοινωνίες οι τιμές να μην εμφανίζουν απόλυτη αύξηση, ωστόσο η μείωσή τους είναι τελείως δυσανάλογη σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά και με τη ραγδαία αύξηση της πελατειακής - καταναλωτικής βάσης στην οποία οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών απευθύνονται. Συνυπολογίζοντας τον βασικότατο αυτό όρο, οι τιμές της κινητής τηλεφωνίας είναι πράγματι ιδιαίτερα υψηλές, όπως επίσης πολύ υψηλές είναι και αυτές των διαδικτυακών συνδέσεων και αυτός είναι ο βασικότερος λόγος που τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν ακόμη χαμηλά ποσοστά πρόσβασης σε αυτό, ενώ και όσοι έχουν, αντιμετωπίζουν τη μεγάλη ασυμμετρία μεταξύ ταχύτητας λήψης και αποστολής δεδομένων, αποτέλεσμα της τιμολογιακής πολιτικής που ακολουθούν οι εταιρείες.

Αυτό δηλαδή που δεν λένε όλοι οι εραστές της «απελευθέρωσης» είναι ότι η αύξηση της παραγωγικότητας σε συνδυασμό με τα κέρδη των τηλεπικοινωνιακών ομίλων ακόμη και την περίοδο της κρίσης δείχνει τη δυνατότητα για πολύ φθηνότερη τηλεφωνία και διαδίκτυο για τη λαϊκή οικογένεια. Τέλος, ο εργαζόμενος λαός δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι οι τηλεπικοινωνιακοί κολοσσοί, που σήμερα δραστηριοποιούνται στη χώρα μας και θησαυρίζουν πουλώντας πανάκριβα τις - αντικειμενικά - μέτριες υπηρεσίες και προϊόντα τους, στήθηκαν πάνω σε υποδομές που ο ίδιος δημιούργησε. Αξιοποίησαν το «εύφορο επενδυτικό έδαφος» που «καλλιέργησε» με το δημόσιο χρήμα ο πρώην κρατικός ΟΤΕ και τις επενδύσεις του για την κατασκευή δικτύων - στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 - για να εισέλθουν σε μια έτοιμη εγχώρια «αγορά» τα μονοπώλια με το ελάχιστο επενδυτικό ρίσκο και κόστος και να καρπωθούν τεράστια κέρδη.


Φώτης ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ