Στο πλαίσιο των ανταγωνισμών στο εσωτερικό της Ζώνης του Ευρώ και με δεδομένη την επιδείνωση της καπιταλιστικής οικονομίας σε χώρες που συγκαταλέγονται στο σκληρό πυρήνα της, καταγράφεται τις τελευταίες μέρες η προσπάθεια για έναν νέο ενδοϊμπεριαλιστικό συμβιβασμό, που θα προσθέτει περισσότερα «επεκτατικά» μέτρα στο έως τώρα «μείγμα» της αστικής διαχείρισης.
Κεντρικό ρόλο στα παραπάνω διαδραματίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία φαίνεται αποφασισμένη να αναβαθμίσει το ρόλο της στην αγορά χρέους, προκειμένου να αποκλιμακώσει το κόστος δανεισμού σε μια σειρά χώρες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, που βρίσκονται στη δίνη της κρίσης. Την άμεση εμπλοκή της ΕΚΤ στην πρωτογενή αγορά ομολόγων προωθούν επίμονα οι δύο παραπάνω χώρες και η Γαλλία.
Σε μια τέτοια προοπτική, αντιδρά η Γερμανία, η οποία δανείζεται με αρνητικά επιτόκια από τις καπιταλιστικές αγορές του χρήματος, κύρια εξαιτίας του γεγονότος ότι η οικονομία της συνεχίζει να αναπτύσσεται, έστω και αναιμικά, σε μια Ευρωζώνη που βουλιάζει στην κρίση.
Τυχόν αναβάθμιση του ρόλου της ΕΚΤ στη διαμόρφωση των επιτοκίων, με τα οποία ανταγωνιστικές οικονομίες της Ευρωζώνης αντλούν χρήμα για τα δικά τους μονοπώλια, είναι αυτονόητο ότι θα έθιγε άμεσα τις γερμανικές πολυεθνικές, σε μια περίοδο που, εξαιτίας της κρίσης, επιταχύνεται η αναδιάταξη στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιμπεριαλιστική πυραμίδα.
Μεγαλύτερη συμμετοχή της ΕΚΤ στην αγορά χρέους, στην ελεγχόμενη δηλαδή χρεοκοπία κρατών - μελών της Ευρωζώνης, σημαίνει και μεγαλύτερη συμμετοχή της γερμανικής αστικής τάξης στη ζημιά που αναπόφευκτα προκαλεί η διαχείριση της κρίσης στην Ευρωζώνη.
Από την άλλη μεριά, το ισχυρότερο κομμάτι της πλουτοκρατίας στη Γερμανία φαίνεται να θέλει την Ευρωζώνη και το ευρώ, η διατήρηση των οποίων απαιτεί συμβιβασμούς, τώρα που η κρίση χτυπάει την πόρτα ή βαθαίνει στις μεγαλύτερες οικονομίες της καπιταλιστικής συμμαχίας.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η Ολλανδία, παραδοσιακός σύμμαχος της Γερμανίας στην Ευρωζώνη, δέχεται απειλές για υποβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας, σαν συνέπεια της ύφεσης που καταγράφει η οικονομία της το τελευταίο διάστημα. Αλλά και για την ίδια τη Γερμανία, οι προβλέψεις δεν είναι θετικές, καθώς πυκνώνουν τα σημάδια της στασιμότητας στην καπιταλιστική της οικονομία.
Ολα τα παραπάνω οδηγούν σε όξυνση των αντιθέσεων στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, της ΕΕ και παγκόσμια. Αλλά και σε ένταση των ανταγωνισμών στο εσωτερικό των κρατών - μελών, ανάμεσα σε μερίδες της πλουτοκρατίας που είτε διαφωνούν για το «μείγμα» διαχείρισης της κρίσης, είτε προκρίνουν τη μια ή την άλλη εκδοχή για το μέλλον της ίδιας της Ευρωζώνης, προωθώντας η καθεμιά τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα.
Ετσι εξηγείται, για παράδειγμα, η σκλήρυνση της στάσης μερίδας των κυβερνητικών εταίρων της Μέρκελ απέναντι στην Ελλάδα, από τη μια, και ταυτόχρονα οι δηλώσεις στήριξης στην ελληνική συγκυβέρνηση από την Μέρκελ και άλλους Γερμανούς αξιωματούχους, οι οποίοι έχουν εκφραστεί κατά καιρούς υπέρ της ενδεχόμενης εξόδου ή αποπομπής της Ελλάδας από το ευρώ.
Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι η Γερμανία εγκαταλείπει το συγκεκριμένο σενάριο, αφού αυτό που καθορίζει τη στάση της κάθε χώρας - μέλους απέναντι στη διαχείριση της κρίσης, είναι το γενικό συμφέρον των μονοπωλίων που εκπροσωπεί.
Οι ανταγωνισμοί που ξεδιπλώνονται πάνω σ' αυτό το πεδίο είναι που τελικά θα κρίνουν το μέλλον και τη μορφή της Ευρωζώνης και όχι, βέβαια, το αν ο ελληνικός και οι άλλοι λαοί θα αποδεχτούν ή όχι τα στρατηγικού χαρακτήρα προαποφασισμένα μέτρα που παίρνονται σε βάρος τους, στο όνομα του να σωθεί η πλουτοκρατία από την κρίση.
Στο πλαίσιο του παζαριού που κορυφώνεται ενόψει της συνεδρίασης του ΔΣ της ΕΚΤ, στις 6 Σεπτέμβρη, των συνεδριάσεων του Γιούρογκρουπ και της Συνόδου Κορυφής τον Οκτώβρη, η Γερμανία δείχνει αποφασισμένη να πουλήσει ακριβά τη συναίνεσή της στην αλλαγή του «μείγματος» διαχείρισης της κρίσης.
Εμφανίζεται, για παράδειγμα, να συζητά την εμπλοκή της ΕΚΤ στη πρωτογενή αγορά ομολόγων, βάζοντας όμως σαν προϋπόθεση να δυναμώσει ο ρόλος της Κομισιόν και της ευρωτράπεζας στον έλεγχο της οικονομικής πολιτικής των κρατών - μελών, να βαθύνει δηλαδή η πολιτική και οικονομική ενοποίηση της Ευρωζώνης.
Με δεδομένη την ανισομετρία, που μεγαλώνει σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, μια τέτοια εξέλιξη θα εξασφάλιζε στη γερμανική αστική τάξη μεγαλύτερο οικονομικό και πολιτικό έλεγχο της Ευρωζώνης, άρα και των οικονομιών που την ανταγωνίζονται. Το ενδεχόμενο αυτό ανησυχεί τις Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, που προσπαθούν να μετριάσουν της συνέπειες που θα έχει για τα κυριαρχικά τους δικαιώματα η συμφωνία της Γερμανίας στην αλλαγή των όρων διαχείρισης της κρίσης.
Ομως, ούτε και οι τρεις αυτές χώρες συγκροτούν ενιαίο μέτωπο, περιπλέκοντας κι άλλο το κουβάρι των ανταγωνισμών. Για παράδειγμα, η Γαλλία εμφανίζεται να κοντράρει τη Γερμανία στο ζήτημα της αγοράς χρέους. Την ίδια ώρα, όμως, για λογαριασμό της δικής της αστικής τάξης, ζητάει ρόλο συμπρωταγωνιστή στην προώθηση των αλλαγών που απαιτεί η παραπέρα πολιτική και οικονομική ενοποίηση της Ευρωζώνης, έχοντας μάλιστα συστήσει γι' αυτό το σκοπό κοινή επιτροπή με τη Γερμανία.
Συνοπτικά, τα σενάρια που συζητιούνται στην παρούσα φάση στην Ευρωζώνη για τη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης, είναι τα εξής:
Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι τα «νέα» εργαλεία διαχείρισης της κρίσης που συζητιούνται στα αστικά επιτελεία, όχι μόνο δεν ελαφρύνουν το βάρος από τους λαούς, αλλά το κάνουν μεγαλύτερο, καθώς συνοδεύονται από καινούρια αντεργατικά - αντιλαϊκά μέτρα και αιματηρή λιτότητα.
Το γεγονός, εξάλλου, ότι η Ευρωζώνη δείχνει να συζητά προτάσεις, που στη χώρα μας στηρίζει και προπαγανδίζει μεταξύ άλλων και ο ΣΥΡΙΖΑ, αποκαλύπτει ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από κόμμα της διαχείρισης. Επιβεβαιώνεται επίσης ότι κανένα «μείγμα» πολιτικής δεν μπορεί να αντιστρέψει την κατάσταση υπέρ του λαού, αφού αιτία της καταστροφής του είναι η στρατηγική των μονοπωλίων και της ΕΕ, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ υπηρετεί, μαζί με τα αστικά κόμματα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υπόλογος στο λαό για τις αυταπάτες με τις οποίες προσπαθεί να τον φλομώσει, ότι με αμοιβαιοποίηση του χρέους, έκδοση ευρωομολόγου, αναβάθμιση του ρόλου της ΕΚΤ και «ομοσπονδιοποίηση», δηλαδή βαθύτερη ενοποίηση της Ευρωζώνης και της ΕΕ, θα ξημερώσουν καλύτερες μέρες για τα λαϊκά στρώματα.
Οι εξελίξεις τον διαψεύδουν παταγωδώς και καθιστούν αναγκαία την εγκατάλειψή του από λαϊκές δυνάμεις που αντιλαμβάνονται τον υπονομευτικό του ρόλο σε βάρος της ριζοσπαστικοποίησης των αγώνων, της αναγκαίας σύγκρουσης με τη στρατηγική της ΕΕ και των μονοπωλίων.
Διέξοδο στο λαό μπορεί να δώσει μόνο η οργανωμένη πάλη για το δυσκόλεμα και την απόκρουση των μέτρων που φέρνουν για λογαριασμό του κεφαλαίου, όταν αυτή δεθεί με πολιτικούς στόχους όπως αυτούς που μόνο το ΚΚΕ προτείνει: Αποδέσμευση από την ΕΕ με λαϊκή εξουσία και μονομερή διαγραφή του χρέους, για να γίνει ο λαός αφέντης στον τόπο του και ιδιοκτήτης του πλούτου που παράγει.