«Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά», λέει η παροιμία και εννοεί κάθε φοβία, βλακεία, ψέμα, βρωμοδουλειά και απατεωνιά που ο άνθρωπος προσπαθεί να κρύψει στο σκοτάδι. Αλλά αν δει το «κάμωμά» του η ημέρα, για να μη γίνει το περιγέλιο «το καλύτερο απ' όλα είναι η σιωπή». Μ' αυτή τη φράση του Σωσία τελειώνει ο Μολιέρος τον «Αμφιτρύωνα» (1668), τη δική του - παραπέμπουσα στη γαλλική κοινωνία της εποχής του - δραματουργική χρήση του αρχαίου μύθου, διατηρημένου με κωμωδίες της αρχαιότητας, τις «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου, τον «Αμφιτρύωνα» του Πλαύτου και μεταμολιερικά με τον «Αμφιτρύωνα» του Κλάιστ. Ο αρχαίος μύθος περιπαίζει «θεούς» και ανθρώπους, διηγούμενος την εξαπάτηση ανθρώπων από μεταμφιεσμένους - ενανθρωπισμένους «θεούς», αλληγορώντας για το «είναι» και το «φαίνεσθαι». Την αλήθεια και το ψέμα. Το καλό και το κακό. Το διχασμό του ανθρώπου, του «εγώ», του «εαυτού», του συνειδητού και υποσυνείδητου, του νου και της ψυχής, της σκέψης και της πράξης. Στο μολιερικό έργο, όπως στον αρχαίο μύθο, ο Δίας ορέγεται την Αλκμήνη, πιστή σύζυγο του απόντος στον πόλεμο, βασιλιά της Θήβας, Αμφιτρύωνα. Συνεργός της βρωμοδουλειάς του γίνεται η μισοθεά Νύχτα. Ο «θεός» - υπηρέτης του Δία, Ερμής (έχουν και οι «θεοί» δούλους...) τρομοκρατεί και ξυλοκοπά τον Σωσία - υπηρέτη του βασιλιά, παίρνει τη μορφή του και νυχτιάτικα χώνει τον Δία, μεταμφιεσμένο σε Αμφιτρύωνα, στο κρεβάτι της Αλκμήνης. Χορτάτος από ηδονή ο Δίας φεύγει. Ο Αμφιτρύωνας επιστρέφει. «Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο». Η «ακουσίως» μοιχός αυτοαποκαλύπτεται, ο Σωσίας, αδυνατώντας να εξηγήσει τα ανεξήγητα ξυλοφορτώνεται, ως συνένοχος, από τον αφέντη του. Ο Δίας επιστρέφει και επιβάλλει την «τάξη». Επαίρεται για το «θεϊκό» του έργο να αποπλανήσει την Αλκμήνη, για τη γέννηση του νόθου παιδιού της, Ηρακλή, και την προστασία που θα προσφέρει στον κερατωμένο Αμφιτρύωνα. Πιο εύγλωττος - υπόκρυφα βέβαια - από αυτό το μύθο δεν υπήρχε για να υπονοήσει και να σαρκάσει ο Μολιέρος τον «ετσιθελισμό», τους μοιχούς έρωτες, με παντρεμένες αριστοκράτισσες του διεφθαρμένου, τυραννικού, ψωνισμένου... «βασιλιά Ηλιου», Λουδοβίκου 15ου. Αμφίσημο, μελαγχολικού, πικρόγευστου ειρωνικού χιούμορ, στοχαζόμενο για τη ζωή, τον άνθρωπο με τις αδυναμίες, τα πάθη και τις «πληγές» του, τον έρωτα, την απιστία, αλλά και για την ισχύ της εξουσίας, το μολιερικό αριστούργημα και «γελά» και «κλαίει», υπερβαίνοντας τα όρια της κωμωδίας. Το δισυπόστατο ήθος και αίσθημα του έργου, τη διφορούμενα φαρσική μυθοπλοκή του, τους κοινωνιολογικούς υπαινιγμούς του, το σαρκασμό του για τα λάθη των ανθρώπων, που πληρώνονται ακριβά, όχι μόνον αναδύθηκαν, αλλά και υπογραμμίστηκαν με τη σκηνοθετική σύλληψη του Λευτέρη Βογιατζή. Μια ακόμα σπουδαία σκηνοθεσία του Βογιατζή, που και τη φαρσοκωμική «επιφάνεια» ευφάνταστα πρόβαλε, αλλά και «ανέσκαψε» και το βάθος, την ουσία του έργου. «Διαβάζοντας» το έργο σαν σαρκαστικό «παιχνίδι» σύμπλευσης θεάτρου και ζωής, η σκηνοθεσία τοποθέτησε τη δράση επάνω και γύρω από ένα «γαϊτανάκι», όπου, με επόπτρια τη Νύχτα, στροβιλίζονται «καμώματα», με δυσάρεστες τελικά συνέπειες. Ενα ουσιώδες στοιχείο του έργου, που η σκηνοθεσία κορύφωσε εξαιρετικά στο φινάλε της παράστασης. Με τον Αμφιτρύωνα και την Αλκμήνη ντροπιασμένους, συμβιβασμένους, απόμακρους ο ένας από τον άλλο και τον Σωσία να μονολογεί πως για να συνεχιστεί η ζωή τους το «καλύτερο είναι η σιωπή». Αρωγοί της σκηνοθετικής σύλληψης η λεπτοδουλεμένη μετάφραση (δεκαπεντασύλλαβοι και ενδεκασύλλαβοι στίχοι) της Χρύσας Προκοπάκη, το καλαίσθητο σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, τα νυχτερινά «παίγνια» της μουσικής του Δημήτρη Καμαρωτού και των φωτισμών του Λευτέρη Παυλόπουλου, τα κοστούμια του Αγγελου Μέντη και η εκφραστική κινησιολογία του Ερμή Μαλκώτση. Συνολικά, καλές ήταν οι πειθαρχημένες στο υποκριτικό ιδίωμα του Λ. Βογιατζή ερμηνείες όλων των ηθοποιών, με αξιολογότερες των Δημήτρη Ημελλου, Στεφανίας Γουλιώτη, Γιώργου Γάλλου, Αμαλίας Μουτούση, Νίκου Κουρή, Εύης Σαουλίδου. Απολαυστικός ο Χρήστος Λούλης (Ερμής), του οποίου το υποκριτικό ταλέντο του «αφομοίωσε» πλήρως το υποκριτικό ιδίωμα του σκηνοθέτη.
«Ιnsenso» από το «Θησείον»
«Insenso»
Το ερωτικό πάθος και η αγάπη στην πατρίδα και η σύγκρουση αυτών των δύο αισθημάτων είναι το θέμα της έξοχης ταινίας του Λουκίνο Βισκόντι «Senso», με ήρωες μια παντρεμένη Ιταλίδα, γόνο παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας και τον εραστή της, έναν Αυστριακό αξιωματικό. Η ερωτική ηδονή συνεπαίρνει και τους δύο, προσφέροντάς τους το αίσθημα μιας ευτυχίας απόλυτης, που όμως δε μέλλεται παντοτινή. Η βαθύτατη φιλοπατρία της γυναίκας θα δοκιμαστεί, θα βασανιστεί από το δίλημμα πατρίδα ή έρωτας και τελικά θα ηττηθεί, με την εισβολή και κατοχή της πατρίδας της από τον Αυστριακό Στρατό. Το ερωτικό αίσθημα νικά το αίσθημα της φιλοπατρίας και συνθλίβοντας - αντικειμενικά - το αίσθημα της ευτυχίας, γεννά το αίσθημα της δυστυχίας. Εκτός των άλλων, και το ανθρώπινο δικαίωμα στον έρωτα - αντικειμενικά- συντρίβεται από το «δίκαιο» του πολέμου. Η γυναίκα, κυριεύεται από το ερωτικό αίσθημα και για χάρη του εραστή της «προδίδει» πατρίδα και οικογένεια, οδεύοντας - αντικειμενικά, αναπόφευκτα - στο αίσθημα της διαψευσμένης ευτυχίας, της απελπισίας, της δυστυχίας, της στέρησης του σκοτωμένου εραστή της, της πικρότατης μνήμης και των γηρατειών. Το εμπνευσμένο από την ταινία του Βισκόντι έργο του Δημήτρη Δημητριάδη, με τίτλο «Insenso», ανέβασε στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών ο Μιχαήλ Μαρμαρινός με το θέατρο «Θησείον». Το έργο του Δ. Δημητριάδη υπερπροβάλλοντας - μυθοπλαστικά και γλωσσικά - το ερωτικό πάθος και τις ηδονές του, υποβαθμίζει το αίσθημα της φιλοπατρίας, του οποίου το ιστορικό, πολιτικό και κοινωνιολογικό εύρος προσδίδει δραματική διάσταση στην ταινία του Βισκόντι. Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, αποδείχνοντας και πάλι την ευρηματικότητά του, μετέτρεψε το μονολογικό κείμενο του Δημητριάδη, σε ένα εντυπωσιακό και εικαστικά πολύ καλαίσθητο θέαμα. Θέαμα που ξεκίνησε από έναν υπαίθριο χώρο (πίσω από την Πειραιώς 260) και συνεχίστηκε σε μεγάλη, κλειστή, αίθουσα του Φεστιβάλ. Συντελεστές της ενδιαφέρουσας παράστασης ήταν η υποβλητική μουσική (Δημήτρης Καμαρωτός), οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί (Γιάννης Δρακουλαράκος), και τα όμοια για όλες τις ηθοποιούς της παράστασης κοστούμια (Ντόρα Λελούδα). Ο Μ. Μαρμαρινός κατέστησε το κείμενο από εξομολόγηση ενός προσώπου σε λόγο πολλών, διαφορετικών ηλικιών και ιδιοσυγκρασιών, γυναικών, που βίωσαν στα ακρότατα όρια την «ευλογία» της ηδονής του ολοκληρωτικού έρωτα και της οδυνηρής απώλειάς του, διδάσκοντας στις 20 συνολικά ερμηνεύτριες μια σχεδόν πανομοιότυπη, λίγο ως πολύ μονότονη, σχηματική, μακρόσυστη, γλυκερή και επιτηδευμένα «ηδυπαθή» εκφορά του λόγου. Η μόνη ερμηνεία που είχε ζωντάνια, αλήθεια, θηλυκότητα και ερωτισμό ήταν της Θεοδώρας Τζίμου. Η διανομή του λόγου σε πολλές γυναίκες μπορεί να ταιριάζει με το κυρίαρχο στοιχείο του κειμένου του Δημητριάδη, αλλά παρασάγκας απέχει από το πρωτότυπο. Ο Βισκόντι με την ταινία του, σεβόμενος και το ατομικό - προσωπικό δράμα, μιλά - διόλου τυχαία - για ένα μεμονωμένο και όχι μαζικά διαδεδομένο δράμα, και μάλιστα για το δράμα μιας αριστοκράτισσας και όχι μιας οποιασδήποτε γυναίκας του λαού, τον καιρό που η πατρίδα του και ο λαός της αγωνιζόταν ενάντια στην Αυστριακή κατοχή. Η επιλογή του Βισκόντι - κακά τα ψέματα - δεν μπορεί να θεωρηθεί «ψιλά γράμματα».