Στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», η ΕΕ έχει θέσει δύο στόχους που αφορούν ιδιαίτερα τις γυναίκες και συγκεκριμένα την ηλικιακή ομάδα των γυναικών άνω των 50 ετών. Πρώτον, υπάρχει ο στόχος να ανέλθει το επίσημο ποσοστό της απασχόλησης στο 75% για άνδρες και γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας και, δεύτερον, να μειωθεί ο αριθμός των ατόμων που διατρέχουν «κίνδυνο φτώχειας» κατά 20 εκατομμύρια. Δεδομένου ότι στις γυναίκες άνω των 50 ετών σημειώνονται υψηλά ποσοστά ανεργίας και φτώχειας, η ηλικιακή αυτή ομάδα βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Το «ενδιαφέρον» αυτό δεν είναι καινούριο, αφού και στη στρατηγική της Λισαβόνας καθοριζόταν ως στόχος να φτάσει το ποσοστό της απασχόλησης στο 50% για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες από 55 έως 64 ετών μέχρι το 2010. Ο στόχος για άνοδο του ποσοστού της γυναικείας απασχόλησης στο 75% έως το 2020 θα επιτευχθεί, λοιπόν, μέσα από την παράταση του εργάσιμου βίου, την «ενεργό γήρανση», την άμεση και έμμεση αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης των γυναικών. Οσο για την αντιμετώπιση του «κινδύνου της φτώχειας», αυτή μεταφράζεται για τις γυναίκες σε δουλειά με ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, με μερική και προσωρινή απασχόληση, προκειμένου να εξασφαλίζουν την επιβίωσή τους ακόμα και στην ηλικία των 50, των 60 και των 70 ετών.
Οσον αφορά στην έκταση της απασχόλησης με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, τα μεγάλα ποσοστά, από 25 έως 50%, ανάλογα με τον κλάδο, για τους εργαζόμενους κάτω των 30 ετών δεν αποτελούν έκπληξη. Ενδιαφέρον όμως έχουν τα ποσοστά που αφορούν μεγαλύτερους των 50 ετών εργαζόμενους: Σύμφωνα με αυτά, στην ΕΕ των 27 κρατών - μελών το 13,3% των εργαζομένων άνω των 50 ετών εργάζεται σε προσωρινή απασχόληση. Το ποσοστό αυτό επιμερίζεται σε 11,5% για τους άνδρες και 15,4% για τις γυναίκες εργαζόμενες. Επίσης, πάνω από αυτούς τους μέσους όρους κινούνται τα ποσοστά της προσωρινής απασχόλησης στους κλάδους της καθαριότητας, του εμπορίου και γενικά των υπηρεσιών, όπου οι εργαζόμενες αποτελούν την πλειοψηφία. Είναι ακόμα χαρακτηριστικό ότι το 53% των εργαζόμενων γυναικών ηλικίας 50 ετών και πάνω μετρά λιγότερα από 15 χρόνια εργασίας στον σημερινό του εργοδότη, ποσοστό που υποδηλώνει την πιο συχνή ανεργία και τη μεγαλύτερη εργασιακή περιπλάνηση των γυναικών.
Σταθερά υψηλά είναι τα ποσοστά της μερικής απασχόλησης για τις εργαζόμενες, κατά πολύ υψηλότερα συγκριτικά με τους άνδρες, ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Συγκεκριμένα, για τις εργαζόμενες έως 30 ετών αλλά και γι' αυτές από 30 έως 49 ετών το ποσοστό φτάνει το 38%. Για τις μεγαλύτερες των 50 ετών εργαζόμενες η μερική απασχόληση αυξάνεται ακόμα περισσότερο και φτάνει το 42%. Τα ποσοστά μερικής απασχόλησης για τους άνδρες εργαζόμενους είναι 19% για τους κάτω των 30 ετών, 7% για την ηλικιακή ομάδα 30 - 49 ετών και 12% για τους άνω των 50 ετών. Η δουλειά με ημερομηνία λήξης και η μερική απασχόληση είναι χαρακτηριστικά της εργασίας όχι μόνο των νέων αλλά και των μεγαλύτερων σε ηλικία γυναικών.
Μαζί με την ηλικία των εργαζομένων αυξάνεται, όπως είναι λογικό, και η φθορά της υγείας τους, πολύ περισσότερο με δεδομένες τις συνθήκες εργασίας, την αύξηση της εντατικοποίησης, τις μη σταθερές εργασιακές σχέσεις και ωράρια αλλά και την πλήρη ουσιαστικά έλλειψη μέτρων υγείας και ασφάλειας στους χώρους εργασίας. Η συχνότητα των προβλημάτων υγείας που αναφέρουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι αυξάνεται σημαντικά σε ορισμένα επαγγέλματα με την ηλικία. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για τις γυναίκες είναι ο κλάδος της καθαριότητας: Οι εργαζόμενες σε αυτόν αναφέρουν μυοσκελετικά προβλήματα σε ποσοστό 41,5% σε νεότερες ηλικίες και σε ποσοστό 63,3% μετά τα 50 χρόνια.
Τέλος, εργαζόμενοι και εργαζόμενες συναντούν προβλήματα στο συνδυασμό των ωραρίων της δουλειάς τους και των υποχρεώσεων στα πλαίσια της οικογένειας. Τέτοιου είδους προβλήματα αναφέρονται συχνότερα στους κλάδους και τα επαγγέλματα όπου έχουν διαδοθεί ευρύτατα οι εργασιακές σχέσεις της μερικής και «ευέλικτης» απασχόλησης, όπως είναι οι κλάδοι του εμπορίου και των υπηρεσιών, πράγμα που καταρρίπτει το επιχείρημα της ΕΕ και των κυβερνήσεων πως η ελαστική απασχόληση βοηθά τις εργαζόμενες να πετύχουν το «συγκερασμό» των οικογενειακών ευθυνών και των εργασιακών υποχρεώσεων. Το πόσο ενδιαφέρονται άλλωστε ΕΕ και κυβερνήσεις για τις ανάγκες των εργαζόμενων γυναικών φαίνεται και από το γεγονός ότι φρόντισαν να ξηλώσουν την πενταετή διαφορά στη συνταξιοδότηση, ρύθμιση που ανταποκρινόταν στις βιολογικές ιδιαιτερότητες και ανάγκες των γυναικών και αποτελούσε ένα μικρό έστω αντιστάθμισμα απέναντι στις αρνητικές συνέπειες που έχει η ανισοτιμία, τα κοινωνικά και οικογενειακά βάρη που πολλαπλασιάζονται με την ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών, με την κατάργηση μιας σειράς εργατικών δικαιωμάτων.
Στην επίθεση που δέχονται στα εργασιακά και συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα οι γυναίκες της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων πρέπει να απαντήσουν με οργάνωση της πάλης τους. Να απαιτήσουν κατάργηση όλων των αντιασφαλιστικών μέτρων, σύνταξη στα 55 χρόνια για όλες τις εργαζόμενες και στα 50 χρόνια για όσες δουλεύουν σε βαριές και ανθυγιεινές δουλειές. Να διεκδικήσουν πενταετή διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών και ρυθμίσεις για πρόωρες συνταξιοδοτήσεις μητέρων ανηλίκων, ΑμΕΑ και πολυτέκνων. Να αντεπιτεθούν για να ανατρέψουν το μέλλον που σχεδιάζει για τις ίδιες και τα παιδιά τους το κεφάλαιο, με ανεργία, φτώχεια και δουλειά - λάστιχο μέχρι τα γεράματα.