Ομως - όπως συνέβη και σε άλλες χώρες της καπιταλιστικής Ευρώπης - η άγρια λιτότητα για το σλοβενικό λαό επιδείνωσε την κατάσταση αυξάνοντας την ανεργία, τη φτώχεια, την ανέχεια και την οργή. Εντούτοις, όποιος «σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες». Και οι «θύελλες» στην περίπτωση του Γιάνεζ, είναι οι μαζικές διαδηλώσεις που πραγματοποιούνται τις τελευταίες βδομάδες σε διάφορες πόλεις της Σλοβενίας, αρχής γενομένης από το Μάριμπορ, εξαιτίας της σκανδαλώδους διακυβέρνησης της πόλης από τον αστό δήμαρχό της.
Μπροστά στις εντεινόμενες διαδηλώσεις ο Γιάνεζ το μόνο «επιχείρημα» που αντέταξε ήταν ότι οι λαϊκές κινητοποιήσεις θα «φοβίσουν» και θα διώξουν τους «ξένους επενδυτές», όπως τάχα συνέβη στην Ελλάδα. Τίποτε πιο ψεύτικο αφού οι επενδύσεις απαιτούν ακόμα πιο φτηνή εργατική δύναμη, και ο λόγος που δεν γίνονται είναι γιατί οι κεφαλαιοκράτες δεν βλέπουν λόγω της κρίσης να έχουν τα κέρδη που θέλουν, γι' αυτό κρατάνε το συσσωρευμένο κεφάλαιο τους ανενεργό.
Δυσβάσταχτο έχει γίνει το κόστος αγοράς των λιπασμάτων για τη φτωχομεσαία αγροτιά. Μόνο τον τελευταίο χρόνο, το κόστος για τα λιπάσματα έχει αυξηθεί κατά 38%! Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με τις εξευτελιστικές τιμές στα προϊόντα, τα χαράτσια και τα μνημόνια, οδηγεί τους μικρομεσαίους αγρότες στο να μην μπορούν πλέον να καλλιεργήσουν. Το ελάχιστο εισόδημα και ο κόπος της αγροτιάς καταληστεύονται από τις μεγαλοεταιρείες που μονοπωλούν τον κλάδο, με τις πλάτες των κυβερνώντων. Η κατάσταση αυτή δεν πάει άλλο. Το συμφέρον των φτωχών αγροτών βρίσκεται στην πρόταση του ΚΚΕ για κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και της γης και σχεδιοποιημένη οικονομική ανάπτυξη προς όφελος του λαού. Αυτό, για την περίπτωση της λιπασματοβιομηχανίας, στην πράξη, σημαίνει ότι θα σχεδιάζονται τα είδη, θα καθορίζονται οι ποσότητες και θα παράγονται όσα λιπάσματα χρειάζονται, για να καλυφθούν πλήρως οι ανάγκες της αγροτικής παραγωγής. Μια τέτοια επιλογή, βέβαια, μπορεί να καρποφορήσει ενταγμένη σε ένα συνολικό σύστημα οικονομικών σχέσεων, που στο επίκεντρό της θα έχει τις ανάγκες του λαού συνολικά. Η διέξοδος για τους φτωχούς αγρότες βρίσκεται στη δημιουργία και στήριξη των παραγωγικών συνεταιρισμών, με κοινές καλλιεργητικές φροντίδες και συλλογή, με κρατική επιστημονική στήριξη. Αυτό σημαίνει ότι κανένας μικρομεσαίος αγρότης δε θα ξεκληριστεί. Οι μικρομεσαίοι αγρότες δε θα έχουν καμία αγωνία σε τι τιμή θα αγοράσουν λιπάσματα, φυτοφάρμακα, σπόρους και ό,τι χρειαστούν και σε τι τιμές θα πουλήσουν τα προϊόντα. Γιατί μαζί με τον κοινωνικοποιημένο φορέα της λιπασματοβιομηχανίας, σε ενιαίο σύνολο, θα υπάρχουν και θα συλλειτουργούν οι κοινωνικοποιημένοι φορείς της παραγωγής μηχανών, εφοδίων και ενέργειας, αλλά και το κοινωνικοποιημένο δίκτυο μεταφορών και διακίνησης, που μοναδικό τους μέλημα θα 'ναι η ικανοποίηση των αναγκών του λαού. Ολα αυτά όμως προϋποθέτουν τη λαϊκή εξουσία και λαϊκή οικονομία. Διαφορετικά η φτωχομεσαία αγροτιά θα παραμένει ανάμεσα στους άγρια εκμεταλλευόμενους και θιγόμενους της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Στον «έλεγχο του βάρους τους», την αξία της σωστής διατροφής εκπαιδεύονται 5.000 παιδιά δημόσιων και ιδιωτικών σχολείων μέσα από το πρόγραμμα «Σκέφτομαι και τρώω» του Ελληνικού Ινστιτούτου Διατροφής. Στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, με την πρόοδο της ανθρωπότητας να έχει φτάσει σε απίστευτα επιτεύγματα, ποιος θα το έλεγε ότι ένα πρόγραμμα υγιεινής διατροφής στα σχολεία, όσο σωστά και χρήσιμα κι αν ήταν αυτά που περιλαμβάνει, θα φάνταζε τόσο μεγάλη ειρωνεία.
Με μαθητές που λιποθυμούν από την πείνα, με γονείς άνεργους και καθημερινά φτωχότερους να παλεύουν «για να φάνε τουλάχιστον τα παιδιά». Από παντού αναβλύζει η αδικία αυτού του συστήματος που βρίσκεται στις πιο ένοχες στιγμές του. Το πρόγραμμα «σκέφτομαι και τρώω» τελικά αν αντιστρεφόταν θα μπορούσε να είναι το σλόγκαν της πολιτικής τους που - όπως φαίνεται - δεν θέλει οι μαθητές ούτε να σκέφτονται ούτε καν να... τρώνε.
Η ανάπτυξη των δικτύων «νέας γενιάς» περνάει πάνω από τις θέσεις εργασίας και το σύνολο των εργασιακών δικαιωμάτων των υπαλλήλων στις εταιρείες τηλεπικοινωνιών, οι οποίες το τελευταίο διάστημα επιδίδονται σε έναν αδυσώπητο αναμεταξύ τους ανταγωνισμό για την απόκτηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κομματιού από την εγχώρια τηλεπικοινωνιακή «πίτα».
Οι προτάσεις για συγχωνεύσεις ορισμένων εταιρειών με άλλες είναι γνωστές εδώ και καιρό, ωστόσο με δεδομένο τα μεγάλα τραπεζικά χρέη ορισμένων εξ αυτών, οι κινήσεις αυτές θα αργήσουν. Στο μεταξύ όμως, είναι επιβεβλημένο για τα μονοπώλια που λυμαίνονται το χώρο να περιορίσουν όσο γίνεται το μέρος του κεφαλαίου που πληρώνουν για μισθούς, με περικοπές στους μισθούς και τις θέσεις εργασίας και γενικότερα τη μετατροπή του μέχρι πρότινος ισχύοντος εργασιακού καθεστώτος σε καθεστώς «γαλέρας». Γιατί πράγματι, όσο αυξάνονται οι ταχύτητες των διαδικτυακών συνδέσεων, τόσο μειώνονται οι μισθοί και θέσεις εργασίας.
«Πιλότο» για όλη αυτή τη δυσμενή κατάσταση που βιώνουν οι εργαζόμενοι στις εταιρείες τηλεπικοινωνιών, αποτελούν φυσικά οι αντίστοιχες διεργασίες που εξελίσσονται την τελευταία 2ετία τουλάχιστον στον ισχυρότερο πάροχο της χώρας, τον ΟΤΕ - δηλαδή την «Ντόιτσε Τέλεκομ» - ο οποίος εξαιτίας της προνομιακής του θέσης στην αγορά, αλλά και τις «πλάτες» που βάζει η συνδικαλιστική ηγεσία του χώρου, προχωρά σε μείωση του μισθολογικού κόστους και των θέσεων εργασίας υπό καθεστώς «εργασιακής ειρήνης».
Οι άκρως αρνητικές για τους εργαζόμενους εξελίξεις που συντελούνται στον κλάδο το τελευταίο διάστημα, είναι η καλύτερη απόδειξη για τα «θετικά» που επιφέρουν οι ιδιωτικοποιήσεις αλλά και το τι θα επακολουθήσει σε άλλους τομείς της οικονομίας - σιδηροδρομικές μεταφορές, ταχυδρομεία - που σύντομα θα «γευτούν» τη «γλύκα» αυτής της προοπτικής.