«Οσο μεγαλύτερος είναι ο κοινωνικός πλούτος, το κεφάλαιο που λειτουργεί, οι διαστάσεις και η ένταση της αύξησής του, και επομένως το απόλυτο μέγεθος του προλεταριάτου και η παραγωγική δύναμη της εργασίας του, τόσο μεγαλύτερος είναι ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός... Οσο μεγαλύτερος όμως είναι αυτός ο εφεδρικός στρατός σε σύγκριση με τον εν ενεργεία εργατικό στρατό, τόσο μαζικότερος είναι ο σταθεροποιημένος υπερπληθυσμός, που η φτώχεια του είναι αντιστρόφως ανάλογη προς τα βάσανα της δουλιάς του. Τέλος, όσο πιο μεγάλο είναι το εξαθλιωμένο στρώμα της εργατικής τάξης και ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός, τόσο πιο μεγάλος είναι και ο επίσημος παουπερισμός (σ.σ. πολλή φτώχεια). Αυτός είναι ο απόλυτος, ο γενικός νόμος της καπιταλιστικής συσσώρευσης» (Κ. Μαρξ, «Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 667).
Βεβαίως, δεν είναι μόνο η κυβέρνηση που προβάλλει απατηλές διεξόδους για το πρόβλημα της ανεργίας, προκειμένου να επιβάλλει πολιτική έντασης της εκμετάλλευσης, γιατί αυτό κάνει με το νομοσχέδιο. Οι πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις που προβάλλουν την αναγκαιότητα διεκδίκησης του 35ωρου, συμφωνώντας με την κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, με τη διευθέτηση δηλαδή και τη λεγόμενη ευελιξία, προβάλλουν το επιχείρημα ότι η καθιέρωση του 35ωρου μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανεργίας, να τη μειώσει με το εξής λογικοφανές επιχείρημα: Αν όλοι οι άλλοι παράγοντες της παραγωγικής δραστηριότητας δε μειωθούν (όγκος παραγωγής, χρόνος λειτουργίας των επιχειρήσεων), τότε η μείωση του εργάσιμου χρόνου αντικειμενικά δημιουργεί ανάγκες για νέες θέσεις εργασίας.
Είναι άποψη πέρα για πέρα και βαθιά λαθεμένη. Οι καπιταλιστές με την εργατική τάξη βρίσκονται σε βαθιά αντίθεση, διαρκή και ανειρήνευτη πάλη για την υπεραξία, δηλαδή τη νέα αξία που παράγεται στη διάρκεια του απλήρωτου χρόνου δουλιάς, την οποία καρπώνονται οι καπιταλιστές. Η εργατική τάξη παλεύει για τη μείωση του απλήρωτου εργάσιμου χρόνου, ενώ οι καπιταλιστές για την αύξησή του.
Η τάση για αύξηση της μάζας της υπεραξίας, που αποσπούν οι καπιταλιστές από την απλήρωτη δουλιά της εργατικής τάξης, τους οδηγεί να επιδιώκουν τη σχετική και απόλυτη αύξηση του απλήρωτου εργάσιμου χρόνου και να μειώνουν την αξία της εργατικής δύναμης. Επιδιώκουν λοιπόν την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, γιατί έτσι αυξάνεται ο απλήρωτος χρόνος δουλιάς, αφού στην ίδια μονάδα χρόνου παράγονται περισσότερα εμπορεύματα, άρα στον ίδιο εργάσιμο χρόνο παράγεται μεγαλύτερη νέα αξία, ενώ η αξία της εργατικής δύναμης μειώνεται, αφού τα μέσα αναπαραγωγής της εργατικής του δύναμης με την αύξηση της παραγωγικότητας φτηναίνουν, αποκτούν σχετικά μικρότερη αξία, άρα μειώνεται ο αναγκαίος χρόνος εργασίας.
Αυτή η τάση οδηγεί τους καπιταλιστές να εκσυγχρονίζουν τα μέσα παραγωγής. Τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνικής έχουν πρακτική εφαρμογή στην αλλαγή των παλιών μέσων παραγωγής με νέα, σύγχρονα, που απαιτούν βεβαίως μεγαλύτερες διαστάσεις κεφαλαίου, αλλά υπόσχονται και μεγαλύτερα κέρδη. Τα νέα μέσα παραγωγής μπορούν τώρα να αυξάνουν την παραγωγή νέων αξιών, με την ίδια ή και τη λιγότερη χρήση εργατικής δύναμης. Ετσι αλλάζει και η σχέση του σταθερού κεφαλαίου (αυτό που επενδύεται σε μέσα παραγωγής), με το μεταβλητό κεφάλαιο (αυτό που επενδύεται σε εργατική δύναμη), υπέρ του πρώτου. Η σχέση ανάμεσα στο σταθερό και το μεταβλητό κεφάλαιο ονομάζεται οργανική σύνθεση κεφαλαίου.
Τα σύγχρονα μέσα παραγωγής μπορούν να μπουν σε κίνηση με την ίδια ή και λιγότερη εργατική δύναμη. Ετσι χρειάζονται λιγότεροι εργάτες για τις ίδιες ή και μεγαλύτερες διαστάσεις της παραγωγής.
Ταυτόχρονα με τη γενικευμένη εφαρμογή της κατάργησης του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου και τη μερική απασχόληση, οι καπιταλιστές μπορούν, χωρίς αύξηση των θέσεων εργασίας, να διατηρούν τις ίδιες διαστάσεις της παραγωγής ή και να τις αυξάνουν, όταν αυτό τους χρειάζεται σε σχέση και με τη ζήτηση στην αγορά.
Επομένως η λογική που προβάλλει τη μείωση του εργάσιμου χρόνου ως μέσου μείωσης της ανεργίας και μάλιστα με την κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου είναι απατηλή και αποπροσανατολίζει την πάλη της εργατικής τάξης, υποτάσσοντάς τη στα πλαίσια των συμφερόντων του κεφαλαίου. Η πάλη για τη μείωση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου μπορεί να συμβάλει στη μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης, ή τουλάχιστον να ανακόψει την αύξησή του.
Με τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας (αυξομείωση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου), η εργατική δύναμη αδυνατεί να αναπληρωθεί. Στη διάρκεια της μέρας που αναλώνεται πάνω από τα κατακτημένα όρια του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου (8ωρο), και μάλιστα χωρίς υπερωριακή πληρωμή, η φθορά της είναι πολλαπλάσια μεγαλύτερη. Ετσι η μείωση του εργάσιμου χρόνου με την κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου αυξάνει την εκμετάλλευση, αφού μειώνει την τιμή της εργατικής δύναμης.
Η μείωση των εργοδοτικών εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση, ως κίνητρο για αύξηση των θέσεων εργασίας, καλλιεργεί αυταπάτες, αφού δεν πρόκειται για τέτοιο μέτρο, αλλά για ένα ακόμη μέσο μείωσης της τιμής της εργατικής δύναμης και αύξησης των κερδών των καπιταλιστών.
Με τη μερική απασχόληση επιχειρείται το μοίρασμα μιας θέσης εργασίας ανάμεσα σε δυο και τρεις εργάτες. Ετσι θεωρώντας τους μερικά απασχολούμενους ως κανονικά, επιδιώκουν να παρουσιάσουν πλασματική μείωση της ανεργίας.