Συζήτηση με μερικούς από τους συντελεστές της μουσικοθεατρικής παράστασης «Το ρομάντζο της πεντάρας», εμπνευσμένης από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Μπρεχτ, με τη μουσική του Κουρτ Βάιλ
Για τη μουσικοθεατρική αυτή παράσταση, εμπνευσμένη από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Μπρεχτ, σε μουσική Κουρτ Βάιλ από την «Οπερα της πεντάρας», μιλούν στον «Ρ» η σκηνοθέτιδα Βρισηίδα Δανάλη, ο μουσικός Βασίλης Παρασκευόπουλος, η Βίνη Φουντά, που έκανε την ενορχήστρωση, και ο Γιάννης Χαρμπίλας, μουσικός.
Η συζήτηση ξεκινάει με τη σχέση της «Οπερας της Πεντάρας» με το «Ρομάντζο της Πεντάρας». Σχέση που έφτανε στα όρια της παρεξήγησης από όσους δεν ήξεραν το μυθιστόρημα του Μπρεχτ αλλά μόνο το πολυπαιγμένο και πασίγνωστο θεατρικό του. Πάνω σ' αυτό η Βρισηίδα Δανάλη λέει ότι «το 1968 ανέβασε ο Νίκος Χατζίσκος την "Οπερα της πεντάρας" με τον τίτλο "Το ρομάντζο της πεντάρας". Και είχε μία κριτική στην αρχή η οποία έγραφε: "Ανέβηκε το έργο του Μπρεχτ υπό τον παραπλανητικό τίτλο "Το ρομάντζο της πεντάρας"»!
Β. Π.: «Εμείς, μία μουσική ομάδα, προσεγγίζοντας την "Οπερα της πεντάρας" από το μουσικό της κομμάτι, θέλαμε να βάλουμε ένα κείμενο που ουσιαστικά θα τονίζει τα τραγούδια και θα τα συνδέει μεταξύ τους. Χρησιμοποιήσαμε στην αρχή κείμενα από την "Οπερα της Πεντάρας". Διαβάζοντας το μυθιστόρημα είδαμε ότι ήταν πολύ πιο διεισδυτικά, πολύ πιο άμεσα να βάλουμε κείμενα από το "Ρομάντζο της Πεντάρας"».
-- Είναι λοιπόν κάτι το πρωτογενές. Δεν έχει ξαναγίνει.
Β. Δ.: «Σαν σύνθεση έργου όχι».
Β. Π.: «Ουσιαστικά κρατάμε τον κύριο όγκο των τραγουδιών ενοργανωμένο για ένα σύνολο που έχει έναν πλούτο ηχοχρωματικό, δηλαδή κλαρινέτο, φλάουτο, πιάνο, ηλεκτρικό μπάσο και κρουστά. Εχουμε δύο τραγουδιστές που παίζουν και ρόλους, μία αφηγήτρια...».
Β. Δ.: «Ενα πλήθος νέων πλαισιώνουν, με χειρονομίες και παντομίμα μέσα στο μπρεχτικό πνεύμα. Ηθοποιούς με την έννοια που ξέρουμε στο θέατρο δεν έχουμε. Εχουμε την αφήγηση, έχουμε αφήσει ένα ρόλο μόνο, του Μακήθ, και η αφήγηση είναι δραματοποιημένη με χειρονομίες και παντομίμα. Δηλαδή ένας οργανωμένος αυτοσχεδιασμός στη σκηνή που μας οδηγεί σε εικόνες, ακριβώς όπως θέλει και ο Μπρεχτ στις αναλύσεις του, από το ένα τραγούδι στο άλλο. Εχουμε έναν τενόρο, που κάνει τρεις ρόλους: Κάνει τον Μακήθ, που είναι ο ανερχόμενος μπουρζουάς, κάνει τον Πήτσαμ, που είναι το μεσοαστικό "λαμόγιο" και κάνει και το σχολιαστή, δηλαδή κρατάει το "ρόλο" του Μπρεχτ. Η σοπράνο μας έχει δύο ρόλους, της Πόλυ και της Τζένης. Δηλαδή, της γυναίκας του Μακήθ και κόρης του Πήτσαμ και της Τζένης, μιας πόρνης με την οποία ο Μακήθ είχε μια σχέση. Στο "Ρομάντζο" η Τζένη δεν υπάρχει. Δεν ασχολείται καθόλου ο Μπρεχτ πια όπως στην "Οπερα" με την Τζένη. Εχει βάλει και άλλους ήρωες, ενώ από τα πιο σοβαρά πρόσωπα είναι μια μικρεμπόρισσα. Σε αυτήν βασίζεται το "Ρομάντζο". Θα δούμε λοιπόν τα τραγούδια και τα συνδετικά τους που είναι πολιτικά κείμενα. Αντιμετωπίσαμε λοιπόν με δύο πρόσωπα αυτούς τους ρόλους και η ομάδα τους πλαισιώνει παίζοντας το ρόλο του "σχολιαστή"... χωρίς να μιλά.
-- Από ποιους αποτελείται η θεατρική ομάδα;
Β. Δ.: «Η ομάδα αποτελείται από φοιτητές, άνεργους και εργαζόμενους. Ολοι τους μέλη της ΚΝΕ. Αυτό που μου έκανε φοβερή εντύπωση και αξίζει να το πω - εκεί κατάλαβα τι σημαίνει Μπρεχτ - είναι ότι ενώ οι χρόνοι ήταν πολύ πιεσμένοι, δεν είχαν απολύτως κανένα πρόβλημα να υποδυθούν αυτό που ζητήσαμε. Λέει ο Μπρεχτ κάπου ότι ο ηθοποιός δεν παίζει, βιώνει. Ηταν τόσο βιωμένα αυτά που άκουγαν, που ήξεραν εκ των προτέρων ποια πρέπει να είναι η στάση τους. Αυτό με βοήθησε τρομαχτικά. Πέρα από το γεγονός ότι τα παιδιά φαίνεται να έχουν ένα εξαιρετικό ταλέντο».
Β. Π.: «Εχουν πειθαρχία και όρεξη».
-- Οι μουσικοί;
Β. Π.: «Είναι επαγγελματίες. Το σχήμα προϋπάρχει και είχαμε δουλέψει τα τραγούδια της "Οπερας της πεντάρας". Αυτό ήρθε και "κούμπωσε" με τη δραστηριότητα που αναπτύσσει τώρα η Κεντρική Επιτροπή με τον Μπρεχτ, με τις αναζητήσεις τις δικές μας, τις μουσικές αλλά και τις πολιτικές. Με την έννοια ότι όταν διαλέγεις Μπρεχτ ουσιαστικά μπαίνεις σε ένα άκρως πολιτικό κείμενο. "Κούμπωσε" και με την επικαιρότητα του Μπρεχτ με το σήμερα».
-- Πώς αντιμετωπίσατε τη συμμετοχή σας στο πλαίσιο μιας δραστηριότητας όπως αυτή του επιστημονικού συνεδρίου, η οποία όμως εμπεριέχει όχι μόνο την επιστημονική προσέγγιση αλλά και την καλλιτεχνική;
Β. Δ.: «Προσωπικά το αντιμετώπισα με δέος, καταρχάς... και άρνηση κατά δεύτερον. Και με δουλειά στην τρίτη φάση. Είναι πολύ μεγάλη ευθύνη. Οταν ξέρεις ότι άνθρωποι που έχουν ασχοληθεί με τον Μπρεχτ και κάνουν ένα συνέδριο γι' αυτόν, δεν είναι εύκολο πράγμα να βγεις μπροστά και να πεις "να, έχω κάνει κι εγώ αυτό". Ολη μας η αγωνία είναι να φανούμε αντάξιοι της εμπιστοσύνης. Δεν είχα καμία προηγούμενη εμπειρία με τον Μπρεχτ εκτός από το ότι έχω δει πολύ Μπρεχτ. Δεν έχω κάνει Μπρεχτ λοιπόν... αλλά τον κίνδυνο τον ξέρω πολύ καλά. Θεωρώ όμως ότι λειτούργησε δημιουργικά αυτό».
Β. Π.: «Καταρχήν, η απόφαση της Βρισηίδας να συμμετάσχει και να αναλάβει αυτή τη δουλειά ήταν πολύ δύσκολη και ριψοκίνδυνη και ήταν πολύ αποφασιστική στο να βγει αυτή η παράσταση. Γιατί ναι μεν το μουσικό κομμάτι μπορούσαμε να το ελέγξουμε, το είχαμε δουλέψει, αλλά όλο το κομμάτι το θεατρικό και με τους χρόνους που είχαμε ήταν ένα πράγμα ριψοκίνδυνο. Το ότι λοιπόν βγαίνει αυτή η παράσταση έχει σχέση με την αποφασισικότητα, την επιμονή, την όρεξη, τη γνώση της Βρισηίδας.
Είναι το τρίτο επιστημονικό συνέδριο που κάνει το Κόμμα. Μία από τις ιδιαιτερότητες αυτού του συνεδρίου είναι ότι πρόκειται για έναν δημιουργό με θεατρικό και κινηματογραφικό έργο, άρα εκ των πραγμάτων έπρεπε κάπως να αναμετρηθούμε με αυτό το έργο. Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω άλλους δημιουργούς, νομίζω ότι ο Μπρεχτ είναι ένας δημιουργός που έχει κάνει τομή, γιατί ενώ είναι πολύ βαθύς γνώστης του μαρξισμού - λενινισμού, προσπάθησε αυτή την αντίληψή του - μια θεωρητική, επιστημονική αντίληψη - να την περάσει μέσα στην αισθητική, μέσα στην καλλιτεχνική δημιουργία. Αυτό είναι ένα ζήτημα κρίσιμο. Και φαίνεται πόσο επίκαιρος και πόσο μπροστά είναι αυτό που έχει κάνει, με την έννοια ότι διαμορφώνει μία αδιάρρηκτη ενότητα μεταξύ μορφής και περιεχομένου - και στα δύο έχει κάνει ριζικές τομές - τα οποία, κατά τη γνώμη μου, μέχρι στιγμής είναι αξεπέραστα. Φιλοδοξώ ότι θα ζήσουμε και το ξεπέρασμά τους. Οταν έχεις να αντιμετωπίσεις αυτό, το πρώτο που νιώθεις είναι δέος. Το δεύτερο είναι πώς μπορείς να το κάνεις χωρίς να του αφαιρέσεις την καρδιά. Σε αυτή την κατεύθυνση κάναμε μια προσπάθεια με την ιδιαιτερότητα της παρουσίασης ενός έργου που δεν είναι όπως το παρουσίασε ο Μπρεχτ, αλλά χρησιμοποιήσαμε τη λογική του Μπρεχτ. Ο οποίος ήθελε να περάσει μέσα στη δραματουργία και την έννοια του ξεφυλλίσματος. Μας βοήθησαν τα αποσπάσματα, οι τίτλοι που χρησιμοποιούμε και το χώρισμα σε ενότητες. Το αποτέλεσμα θα το πει ο κόσμος. Αυτό που προσπαθήσαμε πάντως είναι να πάρουμε μεστά κείμενα που να έχουν να πουν κάτι στο θεατή και να τα διαμορφώσουμε υπηρετώντας τη λογική του Μπρεχτ».
Γ. Χ.: «Ενώ υπήρχε η μουσική του Κουρτ Βάιλ την οποία εμείς είχαμε συνδέσει με την "Οπερα", δεν ξέραμε ότι ο ίδιος ο Μπρεχτ ουσιαστικά τη μουσική αυτή την παραθέτει και στο "Ρομάντζο". Οπότε έτσι καταλάβαμε ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της μουσικής και του έργου και θέλαμε λοιπόν να παίξουμε αυτή τη μουσική για να μπορέσουμε να εξηγήσουμε αυτά που δεν μπορούσαν να εξηγηθούν στην "Οπερα της Πεντάρας". Το πρόβλημα ήταν ότι ο κόσμος όταν έβλεπε την "Οπερα" του έμενε στο μυαλό ότι υπήρχε πρόβλημα με κάποιον έξυπνο άνθρωπο ο οποίος εκμεταλλεύθηκε κάποιους κακομοίρηδες και κάποιοι κακούργοι τελικά είχαν τα ηνία και δημιουργούσαν καταστάσεις. Στο μυθιστόρημα όμως έχει αναλύσει τους χαρακτήρες με όλη του την άνεση, οπότε με αυτόν τον τρόπο καταλαβαίνεις ότι το πρόβλημα σε αφορά περισσότερο. Δεν είναι κάποιοι άνθρωποι που απλώς είναι καημένοι στο δρόμο. Είναι ο εργαζόμενος άνθρωπος. Αυτό θέλαμε να βγάλουμε και γι' αυτό παντρέψαμε τη μουσική με το "Ρομάντζο"».
Β. Φ.:«Η εμπειρία αυτή μας άλλαξε όλους σαν ανθρώπους. Μας έθεσε ερωτηματικά και στον τομέα της δουλειάς μας, τι σχέση μπορεί να έχει η μουσική με τη λογοτεχνία. Στην "Οπερα της πεντάρας" θεωρούσες ότι οι ήρωες δεν σε αφορούν καθόλου, είναι καρικατούρες. Ενώ στο "Ρομάντζο" καταλαβαίνεις ότι είναι ο διπλανός σου ή εσύ ο ίδιος και δεν το έχεις καταλάβει. Σε αυτό το μυθιστόρημα ο Μπρεχτ έχει πει ό,τι υπάρχει».
Σκηνοθεσία: Βρισηίδα Δανάλη
Ενορχήστρωση: Βίνη Φουντά
Σκηνικά: Στράτος Σαραντίδης
Τραγούδι: Γιώργος Σαμαρτζής, Φωτεινή Χατζηδάκη
Αφήγηση: Ελένη Λαζαράκη
Κλαρινέτο: Βασίλης Παρασκευόπουλος
Φλάουτο: Νίκος Κατριτζιδάκης
Πιάνο: Βίνη Φουντά
Ηλεκτρικό Μπάσο: Γιάννης Χαρμπίλας
Κρουστά: Θέμης Μαρτέκας
Παίζουν οι:
Διονύσης Ξενάκης
Μαρία Καπετανοπούλου
Αλεξάνδρα Μαλισιώβα
Ολγα Κοψιά
Στεφανία Στεφάνου
Βάλια Γουντλάκη
Εβελίνα Γρανά
Δημήτρης Παλυβός
Ανδρέας Βρακίδης
Γιώργος Μπενετάτος
Ερι Ζύλφο
Γιώργος Χορταρέας
Νίκος Πάτρας