Τα τρία νομοσχέδια, που συγκροτούν το λεγόμενο «σχέδιο Β» της κυπριακής κυβέρνησης, αφορούν τη σύσταση του «Εθνικού Ταμείου Αλληλεγγύης», την επιβολή περιοριστικών μέτρων στις τραπεζικές συναλλαγές σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης και την «εξυγίανση των τραπεζών». Συγκεκριμένα προβλέπουν:
Πρόκειται δηλαδή για Ταμείο που θα τιτλοποιήσει κατά κύριο λόγο τη δημόσια περιουσία και το φυσικό πλούτο της Κύπρου στο όνομα του να σωθούν οι τράπεζες. Στην αγορά ομολόγων θα συμμετέχουν ,όπως όλα δείχνουν, και τα ασφαλιστικά Ταμεία με τα αποθεματικά τους, όπως έγινε και στην Ελλάδα με το PSI, όπου μάλιστα η συμμετοχή τους ντύθηκε με το μανδύα της «εθελοντικής» προσφοράς για το «εθνικό συμφέρον». Πρόκειται για εξέλιξη που θα οδηγήσει σε οικονομικό στραγγαλισμό τα ασφαλιστικά Ταμεία της Κύπρου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, εκτός της νέας τράπεζας που δημιουργείται θα τεθούν περίπου 500 εργαζόμενοι. Με τον τρόπο αυτό, η κυπριακή κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι θα εξοικονομήσει τα 2 από τα 5,8 δισ. ευρώ που πρέπει να συγκεντρώσει, βάσει της συμφωνίας με την τρόικα. Ηδη η Λαϊκή Τράπεζα, από το βράδυ της Πέμπτης ανακοίνωσε «πλαφόν» στο όριο ανάληψης μετρητών από τα ΑΤΜ της, το οποίο περιορίζεται στα 260 ευρώ ημερησίως.
Παράλληλα με την κατάθεση των νομοσχεδίων, την Πέμπτη το βράδυ, συνεδρίασε με τηλεδιάσκεψη το Γιούρογκρουπ, το οποίο κάλεσε την κυβέρνηση της Κύπρου να παρουσιάσει όσο το δυνατό συντομότερα ένα νέο σχέδιο - πρόταση, το οποίο θα πρέπει να έχει την έγκριση της τρόικας και «να σέβεται τις παραμέτρους που είχε καθορίσει νωρίτερα το Γιούρογκρουπ», όπου περιλαμβανόταν το κούρεμα των καταθέσεων, που απέρριψε η κυπριακή Βουλή.
Θυμίζουμε ότι η αρχική ομόφωνη απόφαση του Γιούρογκρουπ τα ξημερώματα του προηγούμενου Σαββάτου, την οποία προσυπέγραψαν η τόσο η κυπριακή όσο και η ελληνική κυβέρνηση προέβλεπε φόρο 6,75% για καταθέσεις κάτω από 100.000 ευρώ και 9,99% για καταθέσεις πάνω από 100.000, με βάση τα υπόλοιπα των καταθετικών λογαριασμών της 15ης Μάρτη.
Η συγκεκριμένη απόφαση προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις, κύρια από την πλευρά της Ρωσίας, τα μονοπώλια της οποίας διατηρούν τεράστια κεφάλαια στις κυπριακές τράπεζες. Η κυπριακή κυβέρνηση αναδιπλώθηκε και μετά από νέα συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ αποφασίστηκε ότι «οι κυπριακές αρχές θα εφαρμόσουν μεγαλύτερη κλιμάκωση στην εφάπαξ εισφορά σε σύγκριση με όσα συμφωνήθηκαν στις 16 Μαρτίου».
Με βάση τα παραπάνω, η κυπριακή κυβέρνηση κατάρτισε νομοσχέδιο, το οποίο προέβλεπε: Μηδενικό φόρο για καταθέσεις μέχρι 20.000, φόρο 6,75% για καταθέσεις από 20.000 έως 100.000 ευρώ και κλιμακωτή φορολόγηση μέχρι 9,9% για ποσά μεγαλύτερα των 100.000 ευρώ. Η συγκεκριμένη πρόταση κατατέθηκε και συζητήθηκε στη συνεδρίαση της Βουλής την προηγούμενη Τρίτη, όπου απορρίφθηκε με 36 ψήφους κατά και 19 βουλευτές του ΔΗΣΥ να δηλώνουν ότι απέχουν από την ψηφοφορία. Πριν και στη διάρκεια της συνεδρίασης, εξελισσόταν έξω από τη Βουλή μαζική λαϊκή κινητοποίηση, στην οποία καλούσε η Παγκύπρια Εργατική Ομοσπονδία.
Οι συζητήσεις και τα παζάρια που κατέληξαν τελικά στην «συμβιβαστική λύση» του «σχέδιου Β» επικεντρώθηκαν όλο αυτό το διάστημα αποκλειστικά στο θέμα της φορολογίας των καταθέσεων, θεωρώντας δεδομένα όλα τα υπόλοιπα αντιλαϊκά - αντεργατικά μέτρα που θα συμπεριλάβει το μνημόνιο και τα οποία είναι ίδια με τα μέτρα που πλήττουν τους λαούς σε όλη τα κράτη - μέλη της ΕΕ.
Τα σχέδια για τη διαχείριση της κρίσης στην Κύπρο αποτελούν πεδίο όξυνσης των ανταγωνισμών μεταξύ της ΕΕ και της Ρωσίας, αλλά και των ΗΠΑ. Η ΕΚΤ ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι θα διακόψει την παροχή ρευστότητας στις κυπριακές τράπεζες μετά τη Δευτέρα 25 Μαρτίου αν δε βρεθεί «λύση» για την ανακεφαλοποίησή τους, προαναγγέλλοντας ουσιαστικά τη σταδιακή χρεοκοπία του τραπεζικού συστήματος της Κύπρου.
Μια μέρα νωρίτερα, σύμφωνα με διαρροές, τα μέλη του «Eurogroup Working Group» σε τηλεδιάσκεψη για την Κύπρο, έθεσαν επί τάπητος το ενδεχόμενο εξόδου της Κύπρου από τη ζώνη του ευρώ. Μάλιστα, εξέτασαν μέτρα ώστε να θωρακιστεί η υπόλοιπη Ευρωζώνη από τις συνέπειες και να διασφαλιστεί ότι δε θα μεταδοθεί η κρίση στην Ελλάδα.
Την ίδια ώρα γερμανικά δημοσιεύματα ανέφεραν ότι γερμανική κυβέρνηση σχεδιάζει να τηρήσει σκληρή στάση στις διαπραγματεύσεις με την Κύπρο και είναι έτοιμη να αφήσει τις κυπριακές τράπεζες να αντιμετωπίσουν και το ενδεχόμενο χρεοκοπίας, «αν η χώρα δε συνεισφέρει τα απαραίτητα σε ένα νέο πακέτο βοήθειας».
Από την πλευρά της, η ρωσική κυβέρνηση, με στόχο να διασφαλίσει τα συμφέροντα της αστικής τάξης της, αλλά και για να αναβαθμίσει το ρόλο της στα ενεργειακά παιχνίδια στην περιοχή, απαίτησε μεγάλα ανταλλάγματα για να συνεισφέρει στο «σχέδιο διάσωσης» της κυπριακής οικονομίας. Ο Κύπριος υπουργός Οικονομικών Μ. Σαρρής, που βρέθηκε στη Μόσχα, στα πολυήμερα παζάρια με τη ρωσική κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε την παράταση της αποπληρωμής του δανείου 2,5 δισ. ευρώ που πήρε τον προηγούμενο διάστημα η Κύπρος από τη Ρωσία, με παράλληλη μείωση του επιτοκίου που σήμερα είναι στο 4,5% και νέο δάνειο.
Επίσης, πληροφορίες θέλουν η κυπριακή κυβέρνηση να ζήτησε νέο δάνειο από τη Ρωσία και να πρότεινε, μεταξύ άλλων, στη Μόσχα την εξαγορά δύο από τις τρεις τράπεζες που χρήζουν ανακεφαλαιοποίησης - Λαϊκή Τράπεζα, Ελληνική Τράπεζα και Τράπεζα Κύπρου - από ρωσικά κεφάλαια. Σε αντάλλαγμα πρόσφερε μετοχές στην εταιρεία διαχείρισης του φυσικού αερίου στην Κύπρο, τη συμμετοχή στην εκμετάλλευση του φυσικού αερίου, ή ακόμα και την παραχώρηση του τερματικού σταθμού φυσικού αερίου στην Επισκοπή, μαζί με οικόπεδα της κυπριακής ΑΟΖ.
Παρά τις προσφορές, μέχρι και τα ξημερώματα της Παρασκευής δεν υπήρξε καμιά ανταπόκριση από τη ρωσική κυβέρνηση. Μάλιστα, ο πρωθυπουργός της Ρωσίας Ντ. Μεντβέντεφ, υποστήριξε ότι η εμπλοκή της Ρωσίας στα ενεργειακά θέματα της Κύπρου είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα, καθώς «γνωρίζουμε ότι υπάρχουν εκεί ιδιαίτερα προβλήματα με την Τουρκία».
Ενδεικτική, πάντως, των διαθέσεων της Ρωσίας και των συνεννοήσεων που γίνονται στο παρασκήνιο, είναι η δήλωση του Ντ. Μεντβέντεφ, ότι το σχέδιο οικονομικής βοήθειας για την Κύπρο έχει περιπλεχθεί και ότι η όποια λύση εξευρεθεί «δεν πρέπει να βλάψει τις σχέσεις της Ρωσίας με την ΕΕ». Ο ίδιος απείλησε με αναθεώρηση της θέσης του ευρώ στα ρωσικά αποθέματα, εάν τα συμφέροντα της Μόσχας ζημιωθούν από τις εξελίξεις στην Κύπρο.
Θέση για τη διαχείριση της κρίσης στην Κύπρο πήραν και οι ΗΠΑ, με την εκπρόσωπο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Βικτόρια Νούλαντ, να σημειώνει ότι η αμερικανική κυβέρνηση «παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στην Κύπρο και γενικότερα στην Ευρωζώνη».